Η Νύχτα των Ευχαριστιών - metalipsia | Νίκος Φωκάς




NikosΝίκος Φωκάς

Το ανθρώπινο πρόσωπο, 
είναι μια δύναμη κενή,
ένα πεδίο θανάτου.

 
Με αυτές τις λέξεις ο Αντονέν Αρτώ, κυλίστηκε για άλλη μια φορά στα οράματά του. Κρατήθηκε γερά απο τις σκιές τους, χαρίζοντάς τους, τούς πιο άσχημους πόνους του. Αλλά και αυτά του φέρθηκαν γενναιόδωρα.
 
Του πρόσφεραν πανέμορφους εφιάλτες, αίμα, βυθίζοντας τα δόντια τους βαθειά στα γεμάτα υγρό αγγεία του.
 
Τον κράτησαν, βάζοντας την αλήθεια σε αυτή την αλοπρόσαλλη σχέση.
 
Για χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, πραγματικά, το ανθρώπινο πρόσωπο, έχει μιλήσει, έχει ρυτιδιάσει, έχει κομματιαστεί, και έχει κανείς την εντύπωση, πως ακόμα δεν έχει πεί τι είναι και τι γνωρίζει.
 
Ακούραστα ταξινομεί πάνω στις ράγες της ηθικής του.
 
Αυτής που επιβάλεται μέσω της μορφής. Τυφλό υποχείριο της Γεωμετρίας, θαρρεί πως κραδαίνει τους νόμους της, μα είναι μια δύναμη κενή. Καταραμένη. 
 
Το όπιο, χρειάστηκε λίγα λεπτά για να φέρει το γλυκό του μούδιασμα.
 
Η πόλη, μόλις που φαινόταν μακριά.
 
Σκοτείνιαζε και βιάστηκε για να φτάσει.
 
Υγροί βρώμικοι δρόμοι. Υγρά σκοτεινά βήματα. Τα άκουσε να πλησιάζουν.
 
Προσπάθησε να κρυφτεί. Χωρίς να ξέρει γιατί, φοβόταν.
 
Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και ξεδίπλωσε τα τεράστια φτερά της.
 
Ασυνείδητα έφερε το χέρι του μπροστά απο το πρόσωπό του, προσπαθώντας να το καλύψει.
 
Μια στιγμή τρομακτικής σιγής και έπειτα ένα θορυβώδες βίαιο ξέσπασμα.
 
Πάλεψε για να κρατηθεί, όπως κάθε φορά, αλλα αυτή η νύχτα ήταν διαφορετική.
 
Το ένοιωσε καθώς έβλεπε τις σάρκες του να διαμελίζονται.
 
Ο θόρυβος, ένα κράμα απο κραυγές όχλου και σειρήνες ασθενοφόρων.
2
 
Η σάρκα παραμορφώθηκε, μοιράζοντας τα κομμάτια της σε μία άτυπη τελετουργία προσφοράς.
 
«Λάβετε, φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου»
 
Η ουρά των καλεσμένων έφτανε μέχρι το τέλος του δρόμου.
 
Πήραν όλοι απο ένα κομμάτι και καθισμένοι στα πλάγια απολάμβαναν το μυστικό τους δείπνο. Είχαν πάρει όλοι. 
 
Αυτή η σκέψη τον ηρέμησε.
 
Κατόρθωσε για πρώτη φορά να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί ήρεμα για λίγη ώρα. Ήρεμα... δίχως όνειρα. Δίπλα του, του κρατούσε απαλά το χέρι η κόρη του. 
 
-Κοιμήσου... όλα είναι εντάξει. Έφυγαν. 
 
Σκούπισε το ιδρωμένο του πρόσωπο αργά και άνοιξε την τσάντα της.
 
Άπλωσε μπροστά στο κρεβάτι, ένα κόκκινο ύφασμα. 
 
Ακούμπησε με προσοχή το κύπελλο, το στεφάνι και το ξίφος.
 
Έβγαλε μια κιμωλία και ζωγράφισε ένα κύκλο γύρω τους στο πάτωμα.
 
Φόρεσε το στεφάνι με φροντίδα στο κεφάλι του πατέρα της.
 
Πήρε το κύπελλο και του έδωσε να πιεί.
 
Σηκώθηκε και στάθηκε στο κέντρο.
 
-Βαδίζω σε αιώνιους σκοτεινούς κύκλους, φώναξε.
 
-Θέλω να δω το Κέντρο.
 
Και με μιά απαλή, γρήγορη κίνηση, έμπηξε το ξίφος στην καρδιά του, ανοιξε τα πελώρια φτερά της και πέταξε.
 
Πίσω, το ήρεμο πρόσωπο του Αντονέν, χαμογέλασε, χωρίς όμως να πεί, τίποτα περισσότερο.