Σύμβολα, Η Γλώσσα της Ψυχής | Σάσα Τσέιτοου
Η Sasha Chaitow παρουσίασε την εργασία αυτή στις 16 Φεβρουαρίου του 2011, προσκαλεσμένη από την Στοά Υπατία, κατά την διάρκεια των τακτικών της εργασιών στην έδρα της Θ.Ε. Ελλάδος. Επίσης, στα πλαίσια της παρουσιαζόμενης θεματολογίας, της ζητήθηκε να αποσυμβολίσει και κάποια από τα έργα που η ίδια έχει ζωγραφίσει. Τον ίδιο αποσυμβολισμό, μαζί με τα έργα της, έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε και στο τέλος αυτού του άρθρου.
Η Συντακτική Ομάδα
Οι παρακάτω διασαφηνίσεις γίνονται με αφορμή τις ερωτήσεις και την συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση της εν λόγω ομιλίας, ώστε να τοποθετηθούν το θέμα και οι στόχοι στους οποίους επικεντρώνεται η ομιλία στα συμφραζόμενά τους. Τα σύμβολα ασκούν μια περίεργη επιρροή και γοητεία στον ψυχισμό μας, και η ομιλία αυτή είχε ως στόχο την αναζήτηση των ιστορικών τους ριζών, των φιλοσοφικών βάσεων στις οποίες στηρίζονται οι μηχανισμοί με τους οποίους λειτουργούν. Μετά το πέρας της ομιλίας, κάποιοι παρευρισκόμενοι εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για το γεγονός ότι η ομιλία δεν είχε τον χαρακτήρα αποσυμβολισμού και ανάλυσης πιο συγκεκριμένων συμβόλων. Η απάντησή μου σε αυτό είναι ότι πιστεύω ακράδαντα, βάσει της πολυετούς μου ενασχόλησης με το αντικείμενο, τόσο ως ακαδημαϊκή ερευνήτρια όσο και ως συμβολικός ζωγράφος, ότι αν δεν τοποθετήσουμε πρώτα τα σύμβολα στα συμφραζόμενά τους – αυτό που επιχείρησα να κάνω με την εν λόγω ομιλία – τότε η όποια ανάλυση που θα κάνουμε θα βασίζεται σε αυθαίρετη επιλογή συμβόλων και στοιχείων τους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε για τα σύμβολα, είτε μέσα στην τέχνη, είτε βλέποντάς τα ως κεντρικό παράγοντα σε μια δεδομένη εσωτερική παράδοση, τότε καλό είναι να ξεκινήσουμε κατανοώντας όχι μόνο τις καταβολές τους, αλλά και το πώς λειτουργούν.
Επιπλέον, η μελέτη αυτή παρουσιάζεται ως έρευνα μιας συγκεκριμένης, ιστορικά υπαρκτής παράδοσης, η οποία σχηματίζει κεντρική θεωρία που στηρίζει τις Δυτικές Εσωτερικές Παραδόσεις. Αυτό δεν προϋποθέτει ότι είναι ανώτερη, ορθότερη ή καλύτερη από άλλες παραδόσεις. Όταν κανείς εξετάζει την ιστορία και την φαινομενολογία ενός αντικειμένου, δεν τον αφορά ένα τέτοιο ζήτημα. Τον αφορά να κατανοήσει το αντικείμενό του, και αυτό τον στόχο έχει η συγκεκριμένη μελέτη. Υπάρχουν παραδόσεις στις οποίες τα σύμβολα είναι περιττά, ή και απαγορευμένα. Σε άλλες παραδόσεις έχουν ακόμη μεγαλύτερη ισχύ απ’ ότι στη Δύση. Εδώ εστιάζουμε στη χρήση των συμβόλων στις Δυτικές Εσωτερικές Παραδόσεις, όπως αυτή μας αποκαλύπτεται από τις Νεοπλατωνικές αλλά και Αναγεννησιακές θεωρίες που ασχολήθηκαν με το αντικείμενο. Έτσι, οι αναφορές και τα σημεία στα οποία θα εστιάσουμε παρακάτω σχετίζονται μόνο με αυτόν τον στόχο, και όχι με την γενικότερη ιστορία του Δυτικού Εσωτερισμού, τον αποσυμβολισμό γενικότερα, αλλά ούτε με παραδόσεις στις οποίες τα σύμβολα δεν χρησιμοποιούνται.
Sasha Chaitow
Ο τίτλος της ομιλίας προέκυψε καθώς είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τα σύμβολα χωρίς να μιλήσουμε για την ψυχή, και αυτό γιατί, σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις που μας χάρισαν πολλά από τα σύμβολα που γνωρίζουμε σήμερα, η χρήση τους αναπτύχθηκε ακριβώς για να παίξουν το ρόλο του μεσάζοντα, του μεταφραστή αν θέλετε, μεταξύ του θεατή τους και της μακροκοσμικής έννοιας του συμβόλου.
Ας ξεκινήσουμε όμως, ορίζοντας τι ακριβώς είναι τα σύμβολα.
Σαφώς, αν μιλήσουμε σήμερα για μια οπτική γλώσσα, ουσιαστικά μιλάμε για μια τεράστια μάζα πληροφοριών που μας κατακλύζουν από κάθε κατεύθυνση. Περιτριγυριζόμαστε από οπτικά μηνύματα κι ερεθίσματα όσο ποτέ άλλοτε, και η γλώσσα των μορφών και των χρωμάτων πλάθεται τάχιστα κι εύκολα. Όμως, είναι άδεια, και τα μηνύματα που επικοινωνούν διαρκώς μας πιέζουν να βιαστούμε, να καταναλώσουμε, να καταναλώσουμε κι άλλο… κι έτσι ο χρόνος, η τέχνη και η γλώσσα καθίστανται υστερόβουλα μέσα, παγιδευμένα μέσα σε σύμβολα μιας χρήσης.
Όμως δεν ήταν πάντα έτσι, και όσοι έχουν ήδη τριφτεί με κάποια άλλα σύμβολα, κάποια άλλη συμβολική γλώσσα, αναγνωρίζουν ήδη τη δύναμη τους. Από πού όμως πηγάζει αυτή η δύναμη, πως επιδρά μ’ αυτόν τον μυστήριο τρόπο στον ανθρώπινο ψυχισμό, και πως μπορούμε να εντρυφήσουμε λίγο βαθύτερα στη γλώσσα των συμβόλων ώστε να τα αντικρίζουμε συνειδητά και να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά τους;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο. Αρχικά θα γυρίσουμε στον Πυθαγόρα, και την φιλοσοφική-μυητική χρήση των συμβόλων επάνω στην οποία ουσιαστικά δομήθηκε μετέπειτα η χρήση τους στις εσωτερικές παραδόσεις. Σύμφωνα με την Πυθαγόρεια παράδοση (1), η αρχαιότερη ερμηνεία του συμβόλου είναι με την έννοια της «εισιτηρίου λέξεως» - μυστικού κώδικα μέσω του οποίου οι άνθρωποι ή οι θεοί αναγνωρίζουν έναν μυημένο, όπως για παράδειγμα στην Ορφική παράδοση. Τα «σύμβολα», ή «τα ακούσματα», που αναφέρονται στα Πυθαγόρεια αποφθέγματα ήταν κάποτε μαγικές-τελετουργικές εντολές και όχι ερμηνείες ή συμπεράσματα, οπότε συμπεραίνουμε ότι αναφέρονται σε κάποια πρακτική. Μεταγενέστερα τα σύμβολα απέκτησαν ερμηνείες που θεωρήθηκε ότι αποκάλυπταν κάποιο πνευματικό σύστημα. Το σημαντικότερο παράδειγμα συμβόλου στην Πυθαγόρεια σκέψη είναι η Τετρακτύς, η ιερή τετράδα που βρίσκεται στην καρδιά αυτού του είδους της φιλοσοφίας.
Τέλος, σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, τα σύμβολα αποτελούν τρόπο αποκάλυψης της επιστημονικής έννοιας κάποιων εικόνων που αρχικά σχηματίστηκαν για να μεταφέρουν αυτές τις έννοιες σε ένα ευρύτερο κοινό (2).
Με λίγα λόγια, είναι συγκεκριμένος, αινιγματικός τρόπος έκφρασης (που προβλημάτισε αρκετούς αρχαίους ερμηνευτές του Πυθαγόρα) ο οποίος απαιτεί συμβολική (όχι απλά μεταφορική ή αλληγορική) αντίληψη για την ερμηνεία των αποφθεγμάτων του.
Αργότερα, μας λέει ο Αριστοτέλης πως «η φαντασία είναι μια διανοητική λειτουργία ανάμεσα στις αισθήσεις και τη νόηση, η οποία μετατρέπει τις εντυπώσεις των αισθήσεων σε εικόνες». Ο Αριστοτέλης τόνισε το γεγονός ότι η φαντασία λειτουργεί κυρίως μέσω της όρασης, λέγοντας ότι «η ψυχή δεν σκέφτεται χωρίς εικόνες≫. Αργότερα ο Πλωτίνος θεώρησε ότι η ψυχή εμπεριέχει όλες τις αναγκαίες λειτουργίες ώστε να μπορεί να αποκτήσει επικοινωνία με το Όλον και πίστευε ότι η συμβολική αντίληψη του κόσμου μέσα σε αναλογικό πλαίσιο, ήταν ο δρόμος της σοφίας και της απελευθέρωσης από τα κατώτερα στοιχεία της ύλης και των συναισθημάτων. Ο δε Ιάμβλιχος θεώρησε ότι η φαντασία ως λειτουργία της ψυχής ήταν το κύριο εργαλείο της θεουργίας (3).
Για να επανενωθεί ο άνθρωπος με το Θείο, ή, κατά τα Ερμητικά διδάγματα, για να γίνει όμοιος με το Θείο, πρέπει αφενός να εναρμονιστούν τα μέρη αυτά μεταξύ τους, και αφετέρου να μάθουν να επικοινωνούν με τα ανώτερα πεδία. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας βασίζεται στο νόμο των αντιστοιχιών, ο οποίος, βάσει πάντα των Νεοπλατωνικών υποστάσεων, λειτουργεί ως εξής:
1. Θεωρείται δεδομένη η Ενότητα της Πλάσης – ότι όλα απορρέουν από τη Μονάδα.
2. Όλα, σε όλα τα επίπεδα της πλάσης είναι αλληλένδετα αφού: ο Έρως αποτελεί τον οικουμενικό «δεσμό» μεταξύ των πάντων.
3. Το Σύμπαν είναι έμβια κι έμψυχη οντότητα.
4. Υφίσταται ο νόμος της Συμπαντικής Αναλογίας: δηλαδή ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος επικοινωνούν μέσω των αναλογιών, αλληλεπιδρούν βάσει του νόμου συμπάθειας/αντιπάθειας (ή αλλιώς, έλξης και απώθησης) και θεωρείται δεδομένη η ύπαρξη ενός συστήματος «σημάτων» που συνδέει τα πάντα.
Ας σταθούμε στο τελευταίο. Αυτό το σύστημα «σημάτων» ουσιαστικά αναφέρεται σε ένα σύστημα «επικοινωνίας», μια κοινή γλώσσα, μεταξύ των επιπέδων, ή αλλιώς των πεδίων. Ένα από τα ισχυρότερα πεδία που ουσιαστικά λειτουργούσε ως κεντρικός ενδιάμεσος μεταξύ θείου και γήινου πεδίου, ήταν οι πλανήτες και οι επιρροές τους, που όπως γνωρίζουμε έχουν ταυτιστεί με αρχαίες θεότητες. Με βάση το σύστημα των αντιστοιχιών, μπορούσε κανείς να προσελκύσει ή να επικαλεστεί την επιρροή τους κάνοντας χρήση των αντικειμένων του υλικού πεδίου που σχετίζονταν μαζί τους. Αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονταν βάσει ομοιότητας, οπότε και ο μόλυβδος, σαν μαύρο και βαρύ μέταλλο, ταυτίστηκε με τον Κρόνο, ο χρυσός ταυτίστηκε με τον ήλιο, και βάσει της ίδιας λογικής ταυτίστηκαν όλα τα φυτά και τα ζώα με τις ουράνιες οντότητες αυτές που συνέπιπταν οι ιδιότητές τους.
Και πάλι βάση αυτής της λογικής, κάποια στιγμή, μέσα από την τριβή και σύμπτυξη διαφόρων μαγικών παραδόσεων, αναπτύχθηκε η χρήση αντικειμένων και εικόνων που υποκαθιστούσαν κάποια δεδομένη οντότητα, και οι εικόνες, τα αγαλματίδια και τα φυλαχτά, αντικατέστησαν τα ίδια τα αντικείμενα. Κάπως έτσι διαδόθηκε η χρήση και η τέχνη των συμβόλων, η οποία έγινε όλο και πιο αφαιρετική, όλο και πιο περίπλοκη.
Θα κάνουμε ένα μικρό άλμα μέσα στο χρόνο για να φτάσουμε στην Αναγέννηση, καθώς στους αιώνες που μεσολάβησαν από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τον 15ο περίπου αιώνα, ναι μεν αυτές οι παραδόσεις δεν χάθηκαν εντελώς από τον Δυτικό κόσμο, αλλά έμειναν σε μεγάλο βαθμό στάσιμες, ή κινήθηκαν πίσω από ερμητικά ασφαλισμένες θύρες μοναστηρίων ή Καμπαλιστικών σχολείων.
Η Αναγέννηση ξεπήδησε από την Φλωρεντία, τότε μια πόλη που πρωτοστάτησε σε πολλά επίπεδα και που είχε δημιουργήσει όλα τα φόντα για μια πραγματική πνευματική επανάσταση. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, ανακαλύφθηκε σειρά αρχαίων χειρόγραφων που πυροδότησαν τη γέννηση του Ουμανισμού, την αναβίωση του Ερμητισμού και του Νεοπλατωνισμού, και ιστορικά μιλώντας, η Αναγέννηση αποτελεί το σημείο αναφοράς για όλα τα εσωτερικά ρεύματα με τη μορφή που τα γνωρίζουμε.
Η αναβίωση των αρχαίων συμβόλων κατά την Αναγέννηση ήταν το αποτέλεσμα μιας πνευματικής ανάγκης, σε τεράστια κλίμακα, με αποκορύφωμα τα έργα τέχνης και αρχιτεκτονικής που ενσωμάτωναν μεγαλειώδη οράματα για τον «ανθρώπινο και κοσμικό χρόνο, την τάξη του σύμπαντος, το πεπρωμένο της ψυχής». Μέσα από μια περίεργη ισορροπία μεταξύ του «πνευματικού και του αισθησιακού», η θεία παρουσία δοξάστηκε τόσο στο σώμα όσο και στη φύση, ενώ ο άνθρωπος και οι πράξεις του, ως μέρος της Φύσης, έγιναν πηγές συμβολισμού αφ’εαυτού τους.
Αποζητώντας να αποτινάξουν τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα, οι πεφωτισμένοι της εποχής αναζήτησαν το φως στην τελευταία εποχή δόξας που γνώριζαν – την Αρχαία Ελλάδα. Συνδύασαν Νεοπλατωνικές φιλοσοφίες, Ελληνορωμαϊκή μυθολογία, την μνημοτεχνική, και τις νεο-ανακαλυφθείσες Καββαλιστικές έννοιες και σημασίες των Εβραϊκών γραμμάτων σε μια έκρηξη συγκρητισμού. Θεώρησαν – βάσει του Πλάτωνα - πως η Γνώση ήταν μια διαδικασία ανάμνησης, ανασυγκέντρωσης, ανάρρωσης και υπενθύμισης. Αυτό που ξεχώριζε το συμβολικό αυτό σύμπαν από τον μεσαίωνα ήταν η ενεργή συμμετοχή του ατόμου στην κατασκευή της έννοιας. Αντί για έναν κόσμο που χωριζόταν στο ουράνιο και το γήινο, ανακαλύπτει κανείς έναν περίεργο δεσμό που δένει όλα τα επίπεδα της Δημιουργίας, που καθιστά ορατές τις πνευματικές πραγματικότητες που εμφανίζονται στον υλικό κόσμο και που αλληλεπιδρούν με το άτομο.
Όλα αυτά ξετυλίγονται σε έναν κόσμο όπου η εικόνα, η οπτική, και η γλώσσα των συμβόλων – απόκρυφων η μη – είναι ο κυρίαρχος τρόπος επικοινωνίας… Δεν υπάρχει διαδίκτυο ή τηλεόραση – αλλά υπάρχουν τα εμβλήματα, οι θυρεοί, και η ζωγραφική: ο εκάστοτε ηγεμόνας δεν εμπνέει τον σεβασμό με την ρητορική του που φτάνει στα αυτιά μυριάδων, αλλά μέσω της φήμης του και του επίσημου πορτραίτου του που βρίθει από διακριτικό αλλά ευανάγνωστο συμβολισμό. Ο αγράμματος δεν διαβάζει το Ευαγγέλιο, αλλά παρατηρεί τις συμβολικές παραστάσεις και τον διάκοσμο σε όλα τα σημεία του περιβάλλοντός του, που σκοπό έχουν την περισυλλογή και την ηθική διδασκαλία. Με αυτή την συμβολική αντίληψη – για την οποία θα πούμε περισσότερα σε λίγο - όλα μετατρέπονται σε σύμβολα και όλα είναι οιωνοί – από το πέταγμα ενός πουλιού ή το σχήμα των νεφών.
Η έκρηξη των τεχνών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανακάλυψη των Ιερογλυφικών του Ωραπόλλωνα (Πάτμος 1419). Ήταν ένα χειρόγραφο που απεικόνιζε κι εξηγούσε ορισμένα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά και τα οποία κατά την Αναγέννηση θεωρήθηκαν γλώσσα του ίδιου του Θεού Πιστευόταν ότι: «Τα ιερογλυφικά ήταν δείγμα μιας θαυμαστής γλώσσας που μετέφερε μυστική γνώση σε συμβολική μορφή, και που περιέγαφε τις έννοιες πίσω από τα φυσικά αντικείμενα (4).» Από βιβλίο εμβληματολογίας του 1638, μαθαίνουμε ότι «πριν οι άνθρωποι μάθουν γράμματα, ο Θεός τους ήταν γνωστός μέσα από τα ιερογλυφικά, και τι άλλο είναι οι Ουρανοί, η Γη, και κάθε ζωντανό πλάσμα, παρά ιερογλυφικά κι εμβλήματα της Δόξας του;» Οπότε οι ίδιοι οι άνθρωποι, ως μέρη αυτής της αλληλένδετης, ολοζώντανης φύσης, θεωρούσαν τους εαυτούς τους, τις πράξεις τους και τα πάντα γύρω τους ιερογλυφικά του ίδιου του Θεού (Francis Quarles) (5).
Η κάθε πλατεία, και το κάθε σπίτι, ήταν γεμάτο από συμβολικές έννοιες, καθώς δεν χανόταν ευκαιρία για να εκπλαγεί το μάτι και ο νους να μπει σε διαδικασία περισυλλογής. Ο ίδιος ο χώρος ήταν συμβολικός, και μαζί του η θέση του ανθρώπου. Μέσω της αναπαραγωγής της Ελληνιστικής τέχνης και γλυπτικής η τέχνη της Αναγέννησης έγινε όσο ανθρωποκεντρική υπήρξε ποτέ, καθιστώντας τον άνθρωπο και τις πράξεις του πηγή συμβολισμού αφ’εαυτού του – τόσο ως μέρος της Φύσης, όσο και υπό τους δικούς του όρους.
Η ανάπτυξη των συμβολικών συστημάτων της Αναγέννησης και η ισχυρή επιρροή των ιερογλυφικών του Ωραπόλλωνα, ξεπήδησαν από την πίστη σε μια prisca sapientia (πρώταρχική, αρχέγονη γνώση), μια philosophia perennis (αέναη φιλοσοφία), και την ισχυρή πεποίθηση πως η γλώσσα των Αιγυπτιακών ιερογλυφικών ήταν ό,τι πλησιέστερο στην γλώσσα του Θεού και άρα τον Λόγο που δημιούργησε το σύμπαν. Αυτό προκύπτει από την Αναγεννησιακή θεωρία ότι (1) η αληθινή γνώση είναι ο στοχασμός των Πλατωνικών Ιδεών σε ορατή μορφή, και (2) ότι αυτό κατέστη δυνατόν μέσω των Αιγυπτιακών ιερογλυφικών.
Αυτό το σκεπτικό ανέπτυξε επιπλέον την έμφαση στην οπτική γλώσσα – για την οποία μας λέει ο Ιοάν Κουλιάνο ,ερευνητής των μαγικών παραδόσεων της Αναγέννησης,: «πρέπει να υπάρχει μια γραμματική της σκέψης που είναι ανεξάρτητη από τη γλώσσα», και που είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε «τον Έρωτα της Αναγέννησης, την Μνημοτεχνική, την θεωρητική μαγεία, την αλχημεία και την πρακτική Μαγεία» (6). Αυτή η γραμματική θεωρείτο πως ήταν καθαρά οπτικής και συμβολικής μορφής.
Όλη αυτή η κοσμοθέαση καθρεφτίζει μια Νεοπλατωνική συλλογιστική, βαθύτατα επηρεασμένη από Ερμητικές θέσεις – οι ιδέες (η αλλιώς τα Πλατωνικά Ιδεώδη) υλοποιούνται σε εικόνες, και η υλική εικόνα μας ταξιδεύει ξανά στις ιδέες και την αλληλεπίδραση μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου. Το βλέπουμε κυρίως στην έκρηξη δημιουργικότητας που δεν αποζητούσε απλά τα «χαμένα μεγαλεία της παγανιστικής αρχαιότητας» αλλά αποζητούσε την ομορφιά του κόσμου και της Δημιουργίας, και πίστευαν ότι μέσα από τον στοχασμό και την αντιγραφή της, ο ανθρώπινος νους θα μπορούσε να γνωρίσει τον ίδιο το Θεό.
Οπότε, ξεκινώντας από την οπτική επαφή με ένα σύμβολο, αν κανείς εντρυφήσει σε αυτό μέσω της συμβολικής αντίληψης, αρχίζει και αντιλαμβάνεται την εσωτερική φύση των πραγμάτων, και του ανθρώπου, και τη δική τους με το Όλον. Ουσιαστικά η φαντασία θεωρείτο γέφυρα μεταξύ των διαφόρων επιπέδων μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, και όπως λέει επίσης ο Κουλιάνο, «όλα ανάγονται σε ζήτημα επικοινωνίας: το σώμα και η ψυχή μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες που είναι διαφορετικές, ενίοτε αντιφατικές, αλλά και μη κατανοητές η μία της άλλης. Μόνο η εσωτερική αίσθηση μπορεί να ακούσει και να καταλάβει και τις δύο.» Η εσωτερική αίσθηση είναι αυτό που ονομάζουμε ενεργή φαντασία, και ουσιαστικά μας λέει ότι η προσπάθεια προσέγγισης τέτοιων ιδεών μόνο μέσω της λογικής ή των αισθήσεων χωρίς τη φαντασία, θα μας αφήσει μόνο με μια λειψή εικόνα.
Μέχρι εδώ, διαπιστώνουμε δύο πράγματα. Ότι σύμφωνα τόσο με τους Νεοπλατωνικούς φιλόσοφους, όσο και με τους Αναγεννησιακούς λόγιους, καλλιτέχνες και φιλοσόφους που αναβίωσαν αυτά τα στοιχεία της αρχαιότητας, η όραση και ο εικαστικός συμβολισμός θεωρούνται ύψιστη μορφή αντίληψης, και ότι για να ξεκλειδωθεί η δύναμη του συμβολισμού, απαιτείται η χρήση της ενεργητικής φαντασίας και της συμβολικής αντίληψης.
►Τι ακριβώς είναι η συμβολική αντίληψη;
Η συμβολική αντίληψη είναι η ονομασία του τρόπου σκέψεως με τον οποίον ερμηνευόταν αυτή η πανταχού παρούσα «γραμματική της σκέψης» που εκφραζόταν με την γλώσσα των συμβόλων, και για τους ανθρώπους της εποχής αυτής ήταν τόσο κατανοητή και φυσιολογική όσο και η λογική με την οποία εμείς σήμερα σερφάρουμε στο ιντερνετ και αφομοιώνουμε αμέτρητες πληροφορίες σε ανύποπτο χρόνο.
Η κεντρική έννοια που την διέπει είναι αυτή της «ενεργής φαντασίας» κι εδώ πρέπει να κάνω μια πολύ σημαντική διασαφήνιση. Στην εποχή μας, η λέξη «φαντασία» είναι συνυφασμένη με το μη πραγματικό, με τα γεννήματα του νου που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Όμως, η ενεργή φαντασία όπως την εννοούμε στα πλαίσια της συμβολικής αντίληψης, αφορά μια λειτουργία του νου που είναι καθ’όλα υπαρκτή, ας μου επιτραπεί να πω έως και απτή. Είναι το ίδιο κομμάτι του νου με το οποίο όλοι μπορούμε και ανακαλούμε εικόνες, ήχους, ακόμη και οσμές από την μνήμη, και με την οποία μπορούμε να «δούμε» κάτι το οποίο μας περιγράφεται με λόγια. Είναι το ίδιο μέρος του νου που μας επιτρέπει να οραματιστούμε ένα κτίριο σε τρεις διαστάσεις ενώ βλέπουμε ένα γραμμικό σχέδιο, ή που μας δίνει την ικανότητα, παρακολουθώντας ένα θεατρικό έργο, να αψηφήσουμε το λογικό μέρος του μυαλού που ξέρει ότι το πανί που κρέμεται πίσω από την σκηνή είναι απλά ένα πανί, και να δεχτεί τον «συμβολικό» θεατρικό χώρο ως μια αστική σκηνή, ή ως τοπίο, ή οτιδήποτε άλλο αναπαριστά.
Η ενεργή φαντασία λοιπόν, είναι το κλειδί για την κατανόηση της συμβολικής αντίληψης. Κατά τον Πλωτίνο ή φαντασία είναι η γέφυρα μεταξύ διανοίας και λογικής – που ο ίδιος ονομάζει νου, και κατά τον Ιάμβλιχο η φαντασία είναι το κύριο εργαλείο της θεουργίας: της «ιερής πρακτικής που μεταμορφώνει την ψυχή και συνάμα τον κόσμο (7)».
Ποια λοιπόν είναι αυτή η συμβολική αντίληψη, και ποιος ο ρόλος της ενεργής φαντασίας; Αποτελείται από ένα τετραμερές ερμηνευτικό σχήμα, που περιλαμβάνει τον κυριολεκτικό, τον αλληγορικό, τον ηθικό ή τροπολογικό και τέλος, τον αναγωγικό τύπο ερμηνείας ενός συμβόλου αλλά και της πραγματικότητας. Ο τελευταίος τύπος, δηλαδή η αναγωγική αντίληψη, υπαινίσσεται και ‘μια μυητική εμπειρία μέσα από σύνδεση της εξωτερικής αποκάλυψης με μια βαθιά διαισθητική γνώση (8)».
Ο παρατηρητής περνά μέσα από μια διαδικασία που ξεκινά παθητικά στο κυριολεκτικό επίπεδο. Δηλαδή εδώ θα βλέπαμε απλά έναν άνθρωπο που κρατά έναν διαβήτη, και θα το συνδέαμε με τις όποιες ιστορικές γνώσεις διαθέτουμε και τους όποιους συνειρμούς μας δημιουργεί για να το τοποθετήσουμε στο ιστορικό του πλαίσιο, αλλά δεν θα μπαίναμε σε καμία άλλη διαδικασία. Στο αλληγορικό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε την εικόνα και την μεταφράζουμε ως κάτι άλλο. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι φιλόσοφος, ή επιστήμονας, και αναγνωρίζουμε ότι τα γεωμετρικά σχήματα και οι μορφές είναι συμβολικά. Μπορούμε να σταθούμε εκεί, προσδίδοντας απλά όποιους συμβολισμούς μας είναι γνωστοί, και αναφερόμενοι λ.χ. σε τριάδες, τετράδες, κ.ο.κ, αλλά φυσικά γνωρίζουμε ότι χρειάζεται να αντιληφθούμε μια βαθύτερη συμβολική διάσταση για να εντρυφήσουμε στην εσωτερική του σημασία. Από εδώ και πέρα γίνεται απαραίτητη η ενεργή συμμετοχή του παρατηρητή, κάτι που συμβαίνει στο επόμενο, ηθικό ή τροπολογικό επίπεδο, όπου ξεκινά μια αλλαγή στην στάση ή την αντίληψη του παρατηρητή, αντίστοιχα με την ικανότητα κατανόησής του. Παύει η εικόνα αυτή να είναι απλά μια μυστήρια γκραβούρα, προφανώς Αναγεννησιακής καταγωγής με κάποιες απόκρυφες φιλοσοφικές πτυχές, και μπαίνουμε σε ενεργή αλληλεπίδραση με την εικόνα. Οι τριάδες, τετράδες, η γεωμετρία, ο διαβήτης και η δημιουργική διαδικασία που παρατηρήσαμε στο αλληγορικό επίπεδο αρχίζουν και αποκτούν μακροκοσμική σημασία, και οι δικές μας γνώσεις και αντιλήψεις παίζουν πιο ενεργό ρόλο στην ερμηνεία τους, οπότε πλέον Οι γραμματικές γνώσεις μας δεν θα μας βοηθήσουν πέρα από κάποιο σημείο. Φτάνουμε στο αναγωγικό επίπεδο όπου κατορθώνεται μια συμφιλίωση των αντιθέτων, όπου η ‘πράξη του αντιλαμβάνειν’ και το υπό αντίληψη ενώνονται. Το αίνιγμα λύνεται, το μυστικό αποκαλύπτεται καθώς εσωτερικεύεται, ανάγεται σε πνευματική και εσωτερική διαδικασία, και η ερμηνεία μας δεν είναι πιά «εγώ απέναντι σε αυτό», αλλά είναι μια βαθύτατη και σίγουρη Γνώση – με κεφαλαίο Γ - της έννοιας του συμβόλου.
Η ερμηνευτική διαδικασία από γραμμική: εγώ + γνώσεις μου απέναντί στην εικόνα = ερμηνεία, γίνεται κάθετη με βάση τις αντιστοιχίες. Αναγάγουμε την εικόνα – μικροκοσμικό σύνολο συμβόλων, σε μακροκοσμικές έννοιες – κι εμείς είμαστε η γέφυρα. Η σύνδεση των αντιστοιχιών μεταξύ, πχ, ζευγαριού και της ένωσης των αντιθέτων γίνεται στο αλληγορικό ακόμη επίπεδο. Κατόπιν συνειδητοποιούμε ότι μπαίνοντας στην διαδικασία αυτή, το ζευγάρι αυτό συμβολίζει και την δική μας, ανθρώπινη οντότητα με τις αντιθέσεις της. Τετραγωνίζοντας τον κύκλο – δηλαδή διασπώντας την ύλη στα τέσσερα στοιχεία της – νοητά αναζητούμε και την αντιστοιχία των στοιχείων αυτών εντός μας. Μεταμορφώνεται το τετράγωνο σε τρίγωνο, μέσω των τριών αρχών σώμα-ψυχή- πνεύμα, και πλέον ξανά στον ολοκληρωμένο κύκλο του μακρόκοσμου. Όλα αυτά συμβαίνουν στο τροπολογικό επίπεδο, καθώς είμαστε ακόμη απέναντι στην εικόνα αλλά αρχίζει και επιδρά μέσα μας αφού αρχίζουμε και ταυτιζόμαστε με τα σύμβολά της.. Συνειδητοποιώντας, τέλος, ότι εμείς είμαστε αυτό που ενώνουμε τις δύο διαστάσεις μικρόκοσμού και μακρόκοσμου, πως μέσα μας αλλά και γύρω μας βρίσκονται οι αντιστοιχίες που τα συνδέουν, αλλά και ότι η σύνδεση αυτή πραγματοποιείται μονάχα μέσα μας, πια γινόμαστε το εκλιπόν κομμάτι της εξίσωσης. Και αυτή, νομίζω αρκετοί από εσάς θα συμφωνήσετε, ότι είναι μια μύηση. Επίσης είναι η διαφορά μεταξύ της τέχνης και της προσήλωσης στα σύμβολα.
Αυτή λοιπόν είναι η συμβολική αντίληψη και οφείλω να τονίσω ξανά ότι την εποχή της Αναγέννησης, ως νοοτροπία ήταν κάτι το απόλυτα φυσιολογικά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.. Μέσω αυτής της αντίληψης αντιλαμβανόμαστε πως αυτό το ζευγάρι στην εικόνα είναι τόσο η προσωποποίηση αρχετυπικών συμπαντικών αντιθέσεων, όσο και όλων των ενδιάμεσων αντιστοιχιών όπως: ήλιου και Σελήνης, ημέρας και νύχτας, αρσενικού και θηλυκού, υλικού και πνευματικού.
► Μνημοτεχνική
Μια ακόμη από τις εκφάνσεις της σύνθετης Ερμητικής και Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας που άνθησε κατά την αναγέννηση, υπήρξε η Μνημοτεχνική, αρχαία μεν τεχνική (500 bc) την οποία ο Αναγεννησιακός λόγιος και μάγος Τζιορντάνο Μπρούνο ανέπτυξε σε πολυσύνθετο σύστημα μαγείας, τονίζοντας ‘σημασία της ανθρώπινης ευθύνης και δράσης,’ ώστε, κατά τον Μπρούνο, να ανελιχθούμε πέρα από την ύλη και να ‘πλάσουμε μόνοι μας το πεπρωμένο μας και να γίνουμε σοφοί και θεϊκοί.’ Ο Μπρούνο θεωρούσε ότι με την άσκηση της μνημοτεχνικής, μπορούσε να γεμίσει ο νους με εικόνες που αντιπροσώπευαν όλη τη Συμπαντική Γνώση, και ότι αποτελούσε μονοπάτι για το νοητικό πεδίο, πέρα από την επιφανειακή ύλη, μέσω του οποίου μπορούσε κανείς να επηρεάσει τα γεγονότα στο υλικό πεδίου.
Κάποιος που θέλει να αναπτύξει την «τεχνητή του μνήμη», έπρεπε πρώτα να οραματιστεί ένα κτήριο σε όσο δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Αν λ.χ. ήθελε να απομνημονεύσει μια ομιλία, συνέδεε εικόνες που συμβόλιζαν στοιχεία της ομιλίας που ήθελε να απομνημονεύσει με γνώριμα, αλλά συμβολικά αντικείμενα, όπως μια άγκυρα ή ένα όπλο. Όταν ήθελε να θυμηθεί την ομιλία, έπρεπε να οραματιστεί τον χώρο όπως τον έπλασε στο μυαλό του, και καθώς μιλούσε, έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή μέσα στο νοητό χώρο, και να χρησιμοποιήσει τα μνημονικά σύμβολα και αντικείμενα για να θυμηθεί τις ιδέες που είχε συνδέσει με αυτά. Η Μνημοτεχνική βασίζεται στην θεωρία του Αριστοτέλη για την ισχύ των εικόνων και την σχετική ευκολία με την οποία μπορούμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη έναν γνώριμο χώρο ή αντικείμενο, σε αντίθεση με τις αφηρημένες έννοιες. Η κεντρική του σημασία βρίσκεται στο γεγονός ότι, τη στιγμή που ανακαλούμε κάτι γνώριμο, αναγκαστικά καλούμαστε να δημιουργήσουμε οπτικές εικόνες και χώρους που έχουν κύριο ρόλο στην καθημερινή πραγματικότητα, και να γίνουμε οι ίδιοι δημιουργοί συμβόλων.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα της Μνημοτεχνικής ως μαγικό εργαλείο είναι το Θέατρο της Μνήμης του Τζιούλιο Καμιλλο. (1480 - 1544). Ποτέ δεν κατασκευάστηκε, όμως η περιγραφή του διασώθηκε, κι εδώ βλέπουμε μια σύγχρονη αναπαράσταση. Σύμφωνα με τη Φράνσις Γιέϊτς, «αντιπροσωπεύει το σύμπαν, έτσι όπως αυτό επεκτείνεται από τους Πρώτους Λόγους και μέσα από τις εκπορεύσεις της Δημιουργίας, με βάση ένα επταπλό σύστημα, ταυτόχρονα γραμμικό και σε στρώσεις, αντανακλώντας τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Καμίλλο, αποσκοπούσε να αναπαραστήσει «όλα όσα ο νους μπορεί να συλλάβει και όσα είναι κεκρυμμένα από την ψυχή,» εξεφρασμένα μέσα από σύμβολα και εικόνες, ενσωματώνοντας όλο το εύρος και το βάθος της ανθρώπινης γνώσης. Είναι ταυτόχρονα όραμα του κόσμου και της φύσης των πραγμάτων όπως φαίνονται αφ’υψηλού, αλλά τοποθετημένα στα πλαίσια της μνημοτεχνικής.
Το Θέατρο του Καμίλλο είναι σημαντικό γιατί μας δείχνει πως η τεχνική οραματισμού της μνημοτεχνικής μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μέσα από τη χρήση συμβόλων και εικόνων, με βάση τις πλανητικές και μυθολογικές αντιστοιχίες, και με στόχο την αφύπνιση του νου και την ενθύμηση του δώρου του Προμηθέα, ή της Σοφίας – το οποίο είναι η γνώση του σύμπαντος και του ανθρώπου.
Προσωπικά μου αρέσει να βλέπω αυτόν τον τρόπο σκέψης που χαρακτηρίζει γενικότερα την Αναγεννησιακή φιλοσοφία, σαν κληροδότημα του Προμηθέα από τη μια, και της Μνημοσύνης από την άλλη. Ο ένας βεβαίως χάρισε στην ανθρωπότητα τη φωτιά των θεών – σύμβολο που εμφανίζεται ειδικά στον αλχημικό συμβολισμό, και η Μνημοσύνη μας χάρισε όχι μόνο τις τέχνες και τις γλώσσες, μέσα από τις κόρες τις, αλλά και τη δυνατότητα να θυμόμαστε αυτή τη κληρονομιά. Σύμφωνα με τον Τζιορντάνο Μπρούνο, «η γνώση της αλήθειας και της ψυχής βρίσκεται στην ενθύμηση, στην επανάκτηση των Ιδεών που κάποτε είδαν οι ψυχές μέσα από τις αντιστοιχίες.»
Με όλα αυτά κατά νου, πριν κάποιο καιρό αποφάσισα να κατασκευάσω μια εικαστική αφήγηση περίπου σε αυτά τα πρότυπα, κάνοντας χρήση των συμβολισμών και θεωριών που έφτασαν σε μας από την αρχαιότητα και μέσα από την Αναγέννηση. Όσον αφορά τη θεματολογία και την επιλογή προσώπων και συμβόλων, ίσως να αναγνωρίσετε μια λίγο Γνωστική τάση στην αφήγηση, με μια αισιόδοξη πινελιά Ερμητισμού, ενώ τα δώρα της Μνημοσύνης και του Προμηθέα βρίσκονται στην καρδιά της αφήγησης.
Ξεκινώντας λοιπόν, βλέπουμε ένα δίπτυχο: τη Βαβυλώνα και τη Σοφία. Ήταν οι πρώτοι πίνακες στη σειρά που ετοίμασα, με τους οποίους ταύτιζα τις σύγχρονες κρίσεις που βιώνουμε με τη Γνωστική ιστορία της πτώσης στην ύλη, εξέφραζα την διαχωριστική φύση ενός δυαδικού σύμπαντος, και αμφισβητούσα την ορατή πραγματικότητα . Η Βαβυλώνα είναι πράγματι πόρνη, ή μας δείχνει, καθώς κρατά
τον Λεοντοκέφαλο Αιώνα, το δρόμο προς την επανένωση μετά την Πτώση; Σημειωτέον ότι πιστευόταν σε ορισμένες παραδόσεις ότι η συγκεκριμένη θεότητα μεσολαβούσε μεταξύ του Θείου και του Ανθρώπινου κόσμου, όπως και ο Γνωστικός Αμπράξας, κατέχοντας τη γνώση και διαφυλάσσοντας τις ισορροπίες μεταξύ καλού και κακού. Πίσω από τη Βαβυλώνα βλέπουμε το Δεντρο της Ζωής και το Δέντρο της Γνώσης – στα Εβραϊκά το ένα γράφει Ντα’άθ και το άλλο Χάϊ, αλλά τα χρώματα που υποδηλώνουν ζωή και θάνατο έχουν αντιστραφεί. Δίπλα, μια μελαγχολική και παρθενική Σοφία, είναι αλυσοδεμένη με τον ανόητο και τυφλό Δημιουργό που γέννησε, αλλά μέσα από το δώρο της στην Ανθρωπότητα και τη Γνώση που μπορεί να επέλθει μέσα από την πραγματική κατανόηση της ζωντανής Πλατωνικής γεωμετρίας, ίσως μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματική φύση της ύλης και να ξαναβρούμε το κλειδί για την επιστροφή στο πνευματικό πεδίο.
►Λήθη - Έρως
Είναι ταυτόχρονα φίλοι και αντίπαλοι του ανθρώπου. Η Λήθη και αυτή η όψη του Έρωτα είναι και οι δύο υποταγμένοι στο Αδράχτι της Ανάγκης – αναφορά στην Πολιτεία του Πλάτωνα όπου γίνεται αναφορά σε έναν μύθο ο οποίος αφηγείται μια Ορφική οπτική της μετα θάνατον ζωής. Σύμφωνα με το μύθο, οι κινήσεις των πλανητών και η μοίρα των ψυχών κυβερνάται από την Ανάγκη. Σύμφωνα επίσης με την Ορφική κοσμολογία, μετά τον θάνατο οι περισσότερες ψυχές περνούν κάτω από το θρόνο της Ανάγκης, πίνουν από το ποτάμι της Λήθης και ξεχνούν την προηγούμενη ζωή τους, και επανενσαρκώνονται. Μόνο οι μυημένοι μπορούσαν να παρακάμψουν τη Λήθη και να πιούν από την πηγή της Μνημοσύνης – αλλά θα φτάσουμε εκεί σε λιγάκι. Εδώ λοιπόν βλέπουμε τη Λήθη, γαλήνια και φιλόξενη καθώς προσφέρει το σκοτεινό νερό της αμνησίας, αλλά είναι τυφλή και το δώρο της είναι κενό. Πίσω της οι τρεις Μοίρες συνεχίζουν αδιάκοπα το έργο τους. Ο δε έρως είναι ταυτόχρονα αλαζόνας, αψίθυμος, αλλά και παιχνιδιάρης…. Δεν φταίει αυτός αν η Ανάγκη τον κατασκεύασε έτσι. Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα παιχνίδια του θα ξυπνήσουν.
►Μνημοσύνη
Τα τέσσερα χρυσά φύλλα στις τέσσερις γωνίες καθρεφτίζουν τα χρυσά φυλχτά που βρέθηκαν σε τάφους των Ορφικών, και που αναγράφουν επάνω προσευχή και το σύνθημαστους μυημένους να παρακάμψουν τη Λήθη και να πιού ν από τη πηγή της Μνημοσύνης, και όχι της Λήθης. Οι πρώτες φράσεις του κειμένου αναγράφονται στο κρανίο που κρατά η Μνημοσύνη: «Παις γαός ειμί και Ουρανού Αστερόεντος…» που και πάλι προκύπτει από την Ορφική κοσμογονία, και θυμίζει στον φύλακα – που εδώ έχει τη μορφή της Σφίγγας, ότι ο μυημένος γνωρίζει την ουράνια καταγωγή του και άρα έχει το δικαίωμα να πιεί από την πηγή της Μνημοσύνης. Βλέπουμε στο φόντο το Θέατρο της Μνήμης του Καμίλλο που προανέφερα, και τις γεωμετρικές σφραγίδες του Μπρούνο, μια από τις οποίες σχηματίζει την τιάρα της Μνημοσύνης. Ένα από τα δώρα της Μνημοσύνης ήταν οι Μούσες και φυσικά οι τέχνες, τις οποίες δεν έχω απεικονίσει, αλλά στις οποίες αναφέρομαι με τη σπείρα του DNA, υπαινίσσοντας ότι βρίσκονται στην ίδια την ύφανση της ύλης.
►Δήμητρα-Περσεφόνη
Αφού έχουμε περάσει τη γέφυρα και τον φύλακα, έχουμε πιει από την πηγή της Μνημοσύνης κι επιστρέψαμε στην ύλη, είμαστε ξανά στο έλεος των εποχών και του Χρόνου. Η Δήμητρα, ταυτόχρονα νέα και γερασμένη, μας θυμίζει την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου. Ο υπόλοιπος πίνακας απεικονίζει στοιχεία από τα Ελευσίνια μυστήρια και τον μύθο της Περσεφόνης, την ιερά κύστη, μια όψη του Διονύσου, την Εκάτη στο σπήλαιό της ενώ φυλάει το σταυροδρόμι… αλλά κυρίως την Περσεφόνη στα νύχια του Άδη. Και ναι, ξέρω ότι μου μοιάζει – δεν έγινε επίτηδες…αλλά έμεινα από μοντέλο! Ο μόνος τρόπος για την επιστροφή στο φώς της ημέρας είναι μέσα από μια πόρτα στην οποία αναγράφονται τα αρχικά “Vitriol” – Visita Interiora Terrae Rectificando Invenies Occultem Lapidem - 'Επισκέψου το Εσωτερικό της γης κι εκεί, αποκαθιστώντας, θα βρεις την κεκρυμμένη Λίθο.» Τα αρχικά όμως είναι γραμμένα αντίστροφα, σαν να το βλέπουμε σε καθρέφτη. Γιατί; Η ερώτηση επιστρέφει στον θεατή – ποιος κοιτάει στον καθρέφτη – η Περσεφόνη, ή ο ίδιος;
Τέλος, βλέπουμε δύο ακόμη φύλακες των πιο εκλεπτυσμένων ανθρώπινων ικανοτήτων, την Αθηνά…και τον Ερμή, αφού επικοινωνία και η σοφία είναι τα πρώτα βήματα στον δρόμο του Προμηθέα που το αφήγημα αυτό εξερευνά.
Όσον αφορά αυτούς τους πίνακες, προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τη «γλώσσα της φαντασίας» για να επικοινωνήσω μέσα από τη γλώσσα των συμβόλων. Οι πίνακες δεν είναι παρά ένα έναυσμα που στόχο έχουν να προβληματίσουν τον θεατή, και να προσφέρουν μια νέα – και ταυτόχρονα αρχαία – οπτική του κόσμου μας, αφού το οπτικό ερέθισμα – σύμφωνα με τις εσωτερικές παραδόσεις από αρχαιοτάτων χρόνων – επιτρέπει στον θεατή να παρακάμψει τα λογικά, αναλυτικά πλαίσια στα οποία έχει συνηθίσει να κινείται, όπως και την έννοια του χρόνου αφού σε έναν πίνακα ο χρόνος σταματά – και να συλλογιστεί την ιδέα – η αλλιώς, το Ιδεώδες, στο οποίο παραπέμπει η εικόνα.
Θα μου πείτε, καλή η θεωρία, αλλά πέρα από κάτι ωραίες εικόνες, στην πράξη αυτό πως μας βοηθάει; Υπενθυμίζω ότι αυτές οι τεχνικές και η θεωρητική βάση στην οποία στηρίζονται, κατάγονται από μια εποχή που η λογική, η διανόηση, η φαντασία και η πνευματικότητα, θεωρούνταν όλες ισότιμες όψεις της ανθρώπινης υπόστασης, και μέσα από την εναρμόνισή τους, όλα τα ανώτερα πεδία ήταν προσβάσιμα. Στις μέρες μας δυστυχώς τόσο στην συμβατική παιδεία όσο και στην καθημερινότητα ο ορθολογισμός και το συναίσθημα παίρνουν την πρωτειά, ενώ σε πολλούς εσωτερικούς κύκλους, η λογική και η διανόηση θεωρούνται κατώτερες.
Θεωρώ – και φυσικά είναι μόνο η άποψή μου, ότι αν μπορούμε να μελετήσουμε συνειδητά και να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή τη «γλώσσα της ψυχής» που οι μεγάλοι εσωτεριστές της Αναγέννησης και της αρχαιότητας μας κληροδότησαν, ίσως η νέα οπτική του κόσμου που θα μας ανοίξει, μας δώσει και πολύτιμες λύσεις για τις μέρες μας, είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Στοιχεία που έφτασαν σε μας από αναφορές του Αθηναίου, 200 μ.Χ., του Κλέαρχου, Περιπατητικού φιλοσόφου 400π.Χ. τον Δημήτριο Βυζαντίου και κυρίως από Φιλόλαο (5ος π.Χ). Από τον 4ο αι. και μετά πολλά Ορφικά (και βάση του Πλάτωνα) θεωρούνται Πυθαγόρειας προέλευσης. - Cezary Galewicz, Texts of Power, the Power of the Text: Readings in Textual Authority across History and Cultures, Wydawn. Homini (January 2006)
2. Moshe Idel, 'Johannes Reuchlin, Kabbalah, Pythagorean Philosophy, and Modern Scholarship,' p.41-2
3. Aristotle, De Anima III, 7, 43I a 16, in van der Doel & Hanegraaff, ‘Imagination,’ p. 607 - Angela Voss, HPSM 152, EXESESO , p. 23 – Gregory Shaw, ‘Neoplatonism I: Antiquity,’ DGWE, pp. 834-837 (p. 834-5)
4.Westerhoff 634
5.Westerhoff 634-5
6. (van der Doel & Hanegraaff, ‘Imagination,’ p. 607, Couliano, Eros and Magic, p. 6, Chaitow 25)
7. (Voss HPSM 152 p 23, Chaitow 27-8).
8. Αγ. Θωμάς Ακινάτης, Summa Theologica, (1265-1274), 10)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Corbin, Henri: ‘The Creative Imagination in the Sufism of Ibn-Arabi’, trans.
Ralph Manheim, Bollingen Series 91, Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1969)
Couliano, Ioan P. Eros and Magic in the Renaissance (Chicago; London: University of Chicago Press, 1987)
Dieckmann, Liselotte ‘Renaissance Hieroglyphics’, Comparative Literature, Vol. 9, No. 4. (Autumn, 1957)
Galewicz, Cezary , Texts of Power, the Power of the Text: Readings in Textual Authority across History and Cultures, Wydawn. Homini (January 2006)
Hanegraaff, Wouter, (Ed.), In collaboration with J.-P. Brach, R. van den Broek and A. Faivre. Dictionary of Gnosis and Western Esotericism. 2 vols. Brill, Leiden, 2005.
Idel, Moshe, 'Johannes Reuchlin, Kabbalah, Pythagorean Philosophy, and Modern Scholarship,' p.41-2 Manning, John, The Emblem, (London: Reaktion Books, 2004)
Voss, Angela, ‘From Allegory to Anagoge: The Question of Symbolic Perception in a Literal World,’ Astrology and the Academy (Cinnabar Press: 2004)
HPSM 152: Alexandrian Hermetism, Neo-Platonism, and Astrology: The Rebirth of Esoteric Knowledge, (Exeter: EXESESO, 2005)
Westerhoff, Jan C.,‘A World of Signs: Baroque Pansemioticism, the Polyhistor and the Early Modern Wunderkammer,’ Journal of the History of Ideas, Vol. 62, No. 4 (Oct. 2001), pp. 633-650