ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ & ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΙΑ: από τον μύθο στη πραγματικότητα |Γιώργος Γεωργιάδης

 

George1Γιώργος Γεωργιάδης

 


 

gc«’Σε παρακαλώ’ ψιθύρισε ο Μπεν. Ας υπάρξει μια ευκαιρία. Γύρισε προς τα πίσω για να βρει το δρόμο του. Και αυτό ήταν εκεί. Έπεσε βίαια πάνω του και αναπήδησε. Συνειδητοποίησε με φρίκη ότι τον είχε κυκλώσει. Όχι κυνηγώντας τον…  λοιδορώντας τον. Παίζοντας με αυτόν. Το πράγμα κινήθηκε με φρικιαστική ταχύτητα και ο Μπεν αισθάνθηκε γραμμές φωτιάς να πυροδοτούνται κατά μήκος στο μάγουλό του. Καυτό αίμα αναδύθηκε από τις βαθιές σχισμές και έτρεξε μέσα στο στόμα του και προς τα κάτω στη πλευρά του λαιμού του.

Ο Μπεν στριφογύρισε και έτρεξε κατευθείαν μέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Τα πόδια του ήταν τόσο βαριά, σαν βαρίδια από σίδερο, αλλά τα προέτρεψε να κουνηθούν. Μέσα από ένα κουβάρι ξεραμένων χόρτων, ξεπετάγονταν μερικά ωχρά πέτρινα σκαλοπάτια που ανέβαιναν ως τη βάση μιας τεράστιας πόρτας. Ο Μπεν συνειδητοποίησε που βρισκόταν. Ήταν ένα μαυσωλείο λαξευμένο στο βράχο του λόφου. Η βαριά, δυσκίνητη μπρούτζινη πόρτα ήταν περιζωμένη με χοντρές σιδερένιες στεφάνες από την κορυφή ως τη βάση και από τη μία πλευρά στην άλλη. Τα τμήματα της πόρτας κάτω από τις διασταυρωνόμενες στεφάνες ήταν χαραγμένα με περίπλοκες προσευχές και ξόρκια.

Η ελπίδα φούντωσε σαν σπίθα στο σκοτάδι του μυαλού του και έτρεξε προς τα εκεί. Στο δάσος πίσω του μπορούσε να ακούσει το πράγμα να τον κυνηγά θρυμματίζοντας τις φυλλωσιές. Σήκωσε το ένα του πόδι που ζύγιζε δέκα τόνους για να κάνει το πρώτο βήμα, αλλά όταν προσπάθησε να σηκώσει το άλλο, απλά δεν μπορούσε. Με μία κραυγή πόνου και ήττας κατέρρευσε.

Ακόμα κι έτσι ο Μπεν Τάλμποτ δεν παραιτήθηκε. Έριξε το βλέμμα του στη πόρτα που ήταν μισάνοιχτη. Αν μόνο μπορούσε να τη φτάσει, τότε θα μπορούσε να τραβήξει τον εαυτό του προς τα μέσα και να την κλείσει. Αυτή η μεγάλη πόρτα θα άντεχε ακόμα και την ίδια τη Κόλαση.

Τότε άκουσε το κροτάλισμα και το ξύσιμο από τα νύχια των αρπακτικών ποδιών πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια και ήξερε ότι ποτέ δεν θα έφτανε αυτή τη πόρτα. Τα μουδιασμένα δάχτυλα του Μπεν ξεσκάλιζαν ψάχνοντας για το μαχαίρι του αλλά το πράγμα ξεπρόβαλλε τεράστιο και τρομερό από πάνω του και το μαχαίρι έπεσε με θόρυβο πάνω στην παγωμένη πέτρα.»

3Θα μπορούσε μια βόλτα σε ένα πυκνό δάσος, κάτω από το φως ενός γεμάτου φεγγαριού, να καταλήξει σε μία τέτοια φρικιαστική και θανάσιμη εμπειρία; Μία εμπειρία που ανατρέπει κάθε καλά τακτοποιημένο ράφι στη γνωστική αρχειοθήκη του ανθρώπινου εγκεφάλου; Όνειρο ή πραγματικότητα; Μύθος ή αλήθεια; Μυθολογία, ανθρωπολογία, παλαιοντολογία, ιατρική, ψυχολογία, αποκρυφισμός, θρησκειολογία... τι είναι αυτό, τελικά, που έχει κάνει τόσες επιστήμες να ρίξουν τον ερευνητικό τους προβολέα πάνω σε ένα φαινόμενο, απίστευτο μεν, για κάθε «τετραγωνισμένο» νου, υπαρκτό δε, σε αναρίθμητες λαϊκές παραδόσεις ανά τον κόσμο; Γιατί η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και άλλες τέχνες, για περισσότερα από 2000 χρόνια γοητεύονται και μαγνητίζονται, κυρίως από αυτή τη τρομερή μορφή του λυκανθρώπου, αλλά και από άλλες θρυλικές μεταμορφώσεις ανθρώπων σε μορφές ζώων που χαρακτηρίζονται από υπερφυσικές δυνάμεις, καλύπτονται από μυστήριο και σπέρνουν το τρόμο στο ανθρώπινο είδος;

Απόλυτα σαφής απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, όπως επίσης δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά και η εύλογη απορία για την ύπαρξη ή μη των λυκανθρώπων, σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο εκτός της φαντασίας του ανθρώπου. Στην προσπάθεια να ξεμπλεχτεί το κουβάρι με τα νήματα του μύθου και της πραγματικότητας θα χρησιμοποιηθούν τρία «εργαλεία»: Μεταμόρφωση, Λυκανθρωπία, Δαιμονολογία. Διαχρονικά, πολλοί άνθρωποι φαντάζονται, ελπίζουν, επιδιώκουν τη μεταμόρφωση σε «κάτι» που θα τους προσφέρει, δύναμη και ικανότητες που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση, και γιατί όχι, ακόμα και αυτή την ίδια την αθανασία. Η επιστήμη προσπαθεί να «κοιτάξει» κατά πρόσωπο αυτή την ανθρώπινη αδυναμία, ερευνώντας την βιολογικά και ψυχολογικά, και τα ιερατεία την αφορίζουν στο όνομα της θρησκευτικής πίστης γιατί, φυσικά, αφαιρεί τη δογματική εξουσία και τα διαχειριστικά προνόμια ενός παντοδύναμου και ανώτερου Θεού, πάνω στη ζωή του αδύναμου και τρομοκρατημένου δημιουργήματός του, άρα κατ’ επέκταση αμφισβητεί και την ανάγκη ύπαρξης του εκάστοτε ιερατείου.

Οι πίστεις στις μεταμορφώσεις χάνονται στα βάθη των τελευταίων δύο, και παραπάνω, χιλιάδων χρόνων και αφορούν τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε Θεούς. Μύθοι καταγεγραμμένοι από τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Οβίδιο, τον Ηρόδοτο, τον Πετρώνιο και άλλους κλασσικούς συγγραφείς, παρουσιάζουν πολλά παραδείγματα μεταμορφώσεων και μιλούν για ανθρώπους που μεταμορφώνονται σε κτήνη. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στους Σκύθες Νευρούς γράφοντας: «Αυτοί είναι ίσως οι Νευροί που είναι μάγοι και αυτό γιατί και οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία λένε ότι μία φορά τον χρόνο, κάθε Νευρός γίνεται λύκος και αφού παραμένει έτσι για λίγες μέρες, επιστρέφει στην αρχική του μορφή.» (2) Σύμφωνα με τον Όμηρο, η μάγισσα Κίρκη μεταμόρφωσε τους άντρες του Οδυσσέα σε χοίρους και ο Δίας, σε έναν μύθο που παρουσιάζεται σε διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων, τα Αρκαδικά του Παυσανία και οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, μεταμόρφωσε τον Λυκάονα σε λύκο. Γιος του Πελασγού, ο Λυκάων ήταν μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας και πατέρας της Καλλιστώς και πενήντα ακόμα γιων. Ο Παυσανίας γράφει: «…ο Λυκάων όμως έφερε πάνω στο βωμό του Λύκαιου Δία ανθρώπινο βρέφος και θυσίασε το βρέφος για να βρέξει το βωμό με το αίμα. Λένε πως ο ίδιος ευθύς μετά την θυσία έγινε λύκος. Προσωπικά δέχομαι ως αληθινή την παράδοση αυτή, γιατί υπάρχει από παλαιά στους Αρκάδες και γιατί επί πλέον είναι εύλογη (…) Σ’ όλες τις εποχές συμβαίνει, πολλά που πραγματικά έγιναν κι άλλα που ακόμα και τώρα γίνονται, να τα κάνουν απίστευτα στους πολλούς εκείνοι που γύρω από ένα πυρήνα αληθείας δημιουργούν περίβλημα ψεύτικο. Λένε δηλαδή, πως μετά τον Λυκάονα πάντοτε όποιος θυσιάσει για τον Λύκαιο Δία γίνεται λύκος, αλλά όχι για όλη του την ζωή. Αν τον καιρό που είναι λύκος δεν φάει ανθρώπινο κρέας, ξαναγίνεται άνθρωπος κατά το δέκατο έτος, αν όμως φάει, μένει για πάντα θηρίο.» (3)

Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο Δίας επισκέφθηκε την οικία του βασιλιά έχοντας τη μορφή απλού ανθρώπου. Εκεί, αφού αποκάλυψε τη θεϊκή του ιδιότητα, είδε όλους τους παρόντες να υποκλίνονται μπροστά του, όχι όμως και τον βασιλιά. Ο Λυκάονας, αφού πρώτα έβαλε τα γέλια, θέλησε να υποβάλλει τον Δία σε μία αλάνθαστη δοκιμασία προκειμένου να αποκαλυφθεί αν ήταν πράγματι Θεός ή όχι. Του σέρβιρε τα μέλη ενός ομήρου του, τον οποίο είχε δολοφονήσει λίγο νωρίτερα, άλλα βραστά και άλλα ψητά, περιμένοντας να πέσει ο Δίας στη παγίδα και να φάει, μην έχοντας καταλάβει ότι το κρέας ανήκε σε άνθρωπο. Ο Θεός φυσικά αντιλήφθηκε τη μηχανορραφία και οργισμένος κατέστρεψε τον βασιλικό οίκο, παραδίδοντάς τον σε εκδικητικές φλόγες. Ο Λυκάονας δραπέτευσε στο δάσος, δεν γλύτωσε όμως την οργή του Δία, ο οποίος τον μεταμόρφωσε σε λύκο. Ο Οβίδιος γράφει: «Εκεί, από το στόμα του ηχούσαν ουρλιαχτά, και οι προσπάθειές του να μιλήσει ήταν όλες μάταιες. Τα ρούχα του μεταμορφώθηκαν σε άγριες τρίχες, τα χέρια του σε πόδια και έγινε ένας λύκος. Η θηριώδης φύση του φαινόταν στα λυσσασμένα του σαγόνια και η έμφυτη τάση του για φόνο τον κατηύθυνε, πλέον, εναντίον του ποιμνίου. Ακόμα και τότε, διακατέχονταν από τη μανία να χύνει αίμα. Αλλά, αν και ήταν λύκος, διατηρούσε ακόμη κάποια ίχνη από την αρχική του μορφή. Το γκριζωπό χρώμα των μαλλιών του ήταν ίδιο, στο πρόσωπό του διαφαίνονταν η ίδια βία, τα μάτια του γυάλιζαν όπως και πριν, ενώ παρουσίαζε την ίδια εικόνα βιαιότητας.»(4) Ο μύθος του Λυκάονα εξελίσσεται με διαφορετικό τρόπο σε πολλές ακόμα υπαρκτές εκδοχές, όμως στις περισσότερες από αυτές το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Αντίθετα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν θρύλοι και παραδόσεις για μεταμορφώσεις ανθρώπων σε λύκους, που έχουν αλιευθεί και επιλεχθεί μέσα από τον «ωκεανό» της παγκόσμιας μυθολογίας και λαογραφίας:

1Η μεταμόρφωση κατέχει περίοπτη θέση στις Νορβηγικές, Σκανδιναβικές και Τευτονικές μυθολογίες. Χαρακτηριστικότερη, είναι η περίπτωση των berserkir (πληθ. του berserkr), οι οποίοι σύμφωνα με τη Νορβηγική παράδοση ήταν άντρες με υπεράνθρωπες δυνάμεις, που φορούσαν πάνω από τις πανοπλίες τους τομάρια από αρκούδες ή λύκους και είχαν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε λύκους. Θεωρούνταν εξαιρετικοί πολεμιστές γιατί ήταν ικανοί να έρθουν σε παροξυσμό τρέλας ή δαιμονικής κατοχής, μία κατάσταση που τους πρόσφερε υπεράνθρωπες δυνάμεις και αναισθησία στο πόνο. «Κανένα σπαθί δεν τους πλήγωνε, καμία φωτιά δεν τους έκαιγε, μόνο ένα ρόπαλο μπορούσε να τους καταστρέψει, θρυμματίζοντας τα κόκκαλα ή τα κρανία τους. Τα μάτια τους έλαμπαν, λες και μια φωτιά έκαιγε στις κόγχες τους, και τα δόντια τους έτριζαν μέσα στα αφρισμένα στόματά τους. Τις ασπίδες τους τις ροκάνιζαν και μερικές φορές τις διαπερνούσαν δαγκώνοντάς τες. Καθώς ορμούσαν στη μάχη κραύγαζαν σαν σκύλοι ή αλυχτούσαν σαν λύκοι.» Κάτι παρόμοιο, μέσα από τη βόρεια Σκανδιναβική και Ισλανδική παράδοση, είναι και οι eigi einhamr. Το όνομά τους σημαίνει «αυτοί που δεν έχουν ένα δέρμα» και είναι άντρες που λατρεύονται από παγανιστές και έχουν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε ζώα, παίρνοντας, όχι μόνο τη μορφή (hamr) τους, αλλά και τις δυνάμεις και τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων πλασμάτων. Η μεταμόρφωση επιτυγχάνονταν όταν φορούσαν το τομάρι του ζώου. Σε αυτή τη περίπτωση το ανθρώπινο σώμα έμπαινε σε καταληπτική έκσταση, ενώ ο νους εισέρχονταν σε ζωική μορφή, διατηρώντας όμως την ανθρώπινη διάνοια. Όταν έπαιρναν τη μορφή λύκων τριγυρνούσαν ρημάζοντας ζώα, ανθρώπους και περιουσίες (5).

Στη Γαλλική παράδοση, ο louleerou είναι ένας άνδρας, νόθος ειδικότερα, ο οποίος κατά τη διάρκεια της πανσελήνου πρέπει να μεταμορφωθεί σε ένα διαβολικό κτήνος με χαρακτηριστικά λυκάνθρωπου. Ο θρύλος λέει ότι το πλάσμα, σε παροξυσμό, ορμά μέσα από ένα παράθυρο και τρέχοντας βουτά μέσα σε ένα πηγάδι. Κατόπιν αναδύεται φορώντας ένα γιδοτόμαρο που υποτίθεται ότι του χάρισε ο Διάβολος. Όντας μεταμορφωμένο, γυρνά την επαρχία τρέχοντας στα τέσσερα πόδια του, καταβροχθίζοντας όποιον σκύλο βρίσκει. Την αυγή βγάζει το γιδοτόμαρο και επιστρέφει σπίτι. Αν πληγωθεί ή σκοτωθεί όσο είναι ένας louleerou, με την πρώτη σταγόνα αίματός του που θα χυθεί, επανέρχεται στην ανθρώπινη μορφή του και φέρνει μεγάλη ντροπή στην οικογένειά του (6). 

Στην παράδοση των λαών της Νοτίου Αμερικής υπάρχει ο lobizon. Πρόκειται για λυκάνθρωπο που περπατά όρθιος στα πίσω του πόδια. Ο θρύλος υπάρχει σε μέρη της Βραζιλίας, της Παραγουάης και της Ουρουγουάης, όμως είναι ιδιαίτερα δυνατός στην Αργεντινή. Το πλάσμα περιγράφεται ως σχετικά κοντό στο ανάστημα, με κοφτερά νύχια, μεγάλα σκυλίσια αυτιά που κρέμονται, πόδια που μοιάζουν με παιδιού και ουρά. Καλύπτεται από μακρύ, μαύρο τρίχωμα και το βλέμμα του είναι κακό και ανατριχιαστικό. Σύμφωνα με την παράδοση της Αργεντινής, ο έβδομος γιος ενός έβδομου γιου, προορίζεται να γίνει ένας lobizon που θα αλλάζει μορφή τα μεσάνυχτα κάθε φορά που θα έχει πανσέληνο (ειδικά αν τύχει να είναι και ημέρα Παρασκευή), επανερχόμενος στη φυσική του ανθρώπινη μορφή την αυγή της επόμενης ημέρας. Ο θρύλος ήταν τόσο πιστευτός από το λαό της Αργεντινής, ώστε ο Συνταγματάρχης Χουάν Ντομίνγκο Περόν, διάσημος Πρόεδρος της Αργεντινής από το 1943 έως το 1945, με Προεδρικό Διάταγμα απαίτησε όλοι οι έβδομοι γιοι να βαφτίζονται σε δημόσιες τελετές, σαν ένα μέσο εξάλειψης αυτής της δεισιδαιμονίας (7). 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο oborot, ο λυκάνθρωπος της ρωσικής παράδοσης. Oborot σημαίνει «ένας μεταμορφωμένος» και πρόκειται για έναν άνθρωπο που αλλάζει μορφή με μαγικό τρόπο. Η διαδικασία ξεκινά με το άτομο να πηγαίνει σε ένα δάσος και να βρίσκει ένα κομμένο δέντρο. Καρφώνει το δέντρο με ένα χάλκινο μαχαίρι και αρχίζει να περπατά γύρω του, επαναλαμβάνοντας ένα ξόρκι: «Στη θάλασσα, στον ωκεανό, στο νησί, στο Μπαγιάν (8), στον άδειο βοσκότοπο τη λάμψη της ρίχνει η σελήνη, στα ξαπλωμένα ζωντανά, στο πράσινο δάσος, στη ζοφερή κοιλάδα. Λύκος δασύτριχος προς τα ζωντανά περιπλανάται, τα γελάδια με τα κέρατα αναζητά για τους λευκούς κοφτερούς κυνόδοντές του. Ο λύκος όμως στο δάσος δεν μπαίνει, ο λύκος όμως στη σκιερή κοιλάδα δεν βουτά. Σελήνη, σελήνη, χρυσο-κέρατη σελήνη, έλεγξε τις σφαίρες που πετούν, άμβλυνε των κυνηγών τα μαχαίρια, σπάσε των βοσκών τα ρόπαλα, ρίξε τον άγριο τρόμο στα γελάδια όλα πάνω, στους ανθρώπους, σε αυτά που ανατριχιάζουν όλα, ώστε τον γκρίζο λύκο να μηνπιάσουν, το ζεστό του δέρμα να μην γδάρουν! Ο λόγος μου δεσμεύει, δεσμεύει πιότερο κι από τον ύπνο, δεσμεύει πιότερο κι από του ήρωα την υπόσχεση!» Μετά το ξόρκι, το άτομο πηδά τρεις φορές πάνω από το δέντρο. Τότε μεταμορφώνεται σε λύκο και τρέχει μέσα στο δάσος (9).

Ανάλογους θρύλους, λιγότερο διαδεδομένους, βρίσκουμε μέσα στις παραδόσεις πολυάριθμων χωρών και λαών, μεταξύ των οποίων, της Γερμανίας (boxenwolf και vilkodlak), της Αβησσυνίας (budas), της Πορτογαλίας και Βραζιλίας (lobishomen), της Λευκορωσίας (wawkalak), των Σλαβικών λαών (vlokolak), όπως επίσης των Τσιγγάνων (ruvanush), αλλά ακόμα και των Ινουίτ, των Εσκιμώων της Αλάσκας (qisaruatsiaq).

Σύμφωνα με τις παραδόσεις, η ικανότητα για μεταμόρφωση μπορεί να αποκτηθεί μέσω μαγείας ή να χορηγηθεί από έναν ανώτερο δάσκαλο. Μαγικές αλοιφές που περιέχουν παραισθησιογόνα, μαγικά ζωνάρια ή ζώνες, ο χορός, η τυμπανοκρουσία και τα ξόρκια, όλα μπορούν να αποτελούν μέρος της διαδικασίας μεταμόρφωσης. Σύμφωνα με προηγούμενους θρύλους, ακόμα και η ένδυση με τομάρια ζώων μεταδίδει τις δυνάμεις και τα χαρακτηριστικά του ζώου. 

Σε πολιτισμούς όπου είναι πολύ δυνατές οι σαμανικές πρακτικές, η ικανότητα της μεταμόρφωσης λογίζεται ως επιδεξιότητα απαραίτητη για να την εκτέλεση των καθηκόντων του σαμάνου, στα οποία περιλαμβάνονται τα ταξίδια σε άλλα βασίλεια και οι συναλλαγές με πνεύματα. Σαμάνοι μπορούν να πάρουν τη μορφή του ζώου-πνεύματος που τους προστατεύει ή να ενεργοποιήσουν ζώα από τα οποία αποκομίζουν μαγικές δυνάμεις. Η μορφή του ζώου που μπορεί να αποκτηθεί μετά από μεταμόρφωση, ποικίλει ανάλογα με την γεωγραφία και συνήθως είναι κοινή για μια περιοχή. Έτσι, σε μέρη του πλανήτη όπου ο λύκος ήταν κοινός και υπαρκτός κίνδυνος για ζώα και ανθρώπους, αποτελούσε και τη κυριαρχούσα επιλογή στις μεταμορφώσεις. Παρ’ ότι δε, υπάρχουν πολυάριθμες, διαφορετικές επιλογές ζώων, όπως ερπετά, λεοπαρδάλεις, τίγρεις, πάνθηρες, τσακάλια, κουκουβάγιες, αλεπούδες, κροκόδειλοι, λιοντάρια, καρχαρίες, ο λύκος προκαλεί την εκδήλωση του μεγαλύτερου φόβου παγκοσμίως. 

Κοινό στοιχείο στους περισσότερους θρύλους, αποτελεί η ύπαρξη του γεμάτου φεγγαριού. Οι μεταμορφώσεις ευνοούνται κατά τη διάρκεια της πανσελήνου. Η σελήνη κυβερνά τη νύχτα, άρα πλάσματα της νύχτας, συμπεριλαμβανομένων υπερφυσικών οντοτήτων όπως φαντάσματα, δαιμόνια, πνεύματα, νεράιδες, βρικόλακες και φυσικά, λυκάνθρωποι, είναι τέκνα της σελήνης που αντλούν ικμάδα από τις φωτεινές της ακτίνες. Από τους αρχαίους χρόνους η σελήνη συνδέθηκε με την ψευδαίσθηση και τις απειλητικές, αρνητικές επιρροές.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι ακτίνες της σελήνης μπορούν να επιφέρουν αιφνιδιαστικές κρίσεις και φρενοβλάβεια, γεγονός που έφερε τη δημιουργία του όρου lunacy (10) («παραφροσύνη»). Ο φυσικός του 16ου αι., Παράκελσος, είπε ότι η σελήνη είχε «τη δύναμη να πάρει τη λογική μέσα από το κεφάλι ενός ανθρώπου, στερώντας του τις διαθέσεις και τις εγκεφαλικές αρετές.» Η σελήνη, πρόσθεσε, είχε τη πιο δυνατή της επιρροή όταν ήταν γεμάτη.(11) Η Καθολική Εκκλησία επετέθη στις πίστεις της δύναμης της σελήνης, αλλά διαφοροποιήθηκε θεωρώντας ότι η πραγματική αιτία της τρέλας ήταν ο Διάβολος, ο οποίος ενεργούσε πάνω στην επιφάνειά της. Αναφορά για την επιρροή της σελήνης γίνεται και στο Malleus Maleficarum (12), το εγχειρίδιο του δεσπόζοντα ιεροεξεταστή, που γράφτηκε το 1486 από δύο Δομινικανούς, τον Χάινριχ Κράμερ και τον Τζέιμς Σπρένγκερ: «Τα άστρα μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και τους ίδιους τους διαβόλους. (Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι ότι) κάποιοι άνθρωποι που αποκαλούνται παράφρονες (13), κακοποιούνται από διαβόλους, κάποιες φορές περισσότερο από άλλες. Οι διάβολοι θα μπορούσαν να τους κακοποιούν συνέχεια, αν και οι ίδιοι, δεν επηρεάζονταν πολύ από συγκεκριμένες φάσεις της Σελήνης.»

Οι δεσμοί σελήνης και τρέλας απέκτησαν ρίζες στον Αγγλικό νόμο, όταν ο Σερ Γουίλιαμ Χέιλ, αρχιδικαστής της Αγγλίας το 1600, έγραψε: «Η σελήνη έχει μεγάλη επιρροή σε όλες τις ασθένειες του εγκεφάλου… ειδικά την άνοια. Τέτοια άτομα, κατά κανόνα, στην πανσέληνο και στην αλλαγή της σελήνης, ειδικά κοντά στις ισημερίες και το θερινό ηλιοστάσιο, βρίσκονται συνήθως στο ζενίθ της διαταραχής τους.»(14)

Η Βρετανική Νομοθετική Πράξη του 1842 για την Παραφροσύνη όριζε, χρησιμοποιώντας και πάλι τη λέξη lunatic για να συνδέσει τον όρο με τη σελήνη, ότι παράφρων (lunatic) ήταν κάποιος που είχε διαύγεια πνεύματος κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων που προηγούνταν της πανσελήνου, αλλά που ενεργούσε περίεργα κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκατεσσάρων ημερών.(15) Τους τελευταίους τρεις αιώνες συνέδεσαν ακόμα με τις φάσεις της σελήνης, επιληπτικές κρίσεις, αυτοκτονικές τάσεις, αλλά και δολοφονικές ενέργειες, με τις θεωρίες αυτές να στηρίζονται σε πολυάριθμες υποθέσεις που ερεύνησαν επιστήμονες όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά οι περισσότερες θεωρίες βασίζονταν στην επιρροή που ασκείται από τη σελήνη μέσω της βαρύτητας. Η σύγχρονη επιστήμη δεν υποστηρίζει τη σχέση μεταξύ των φάσεων της σελήνης και της παραφροσύνης, και μάλιστα από πολλούς επιστήμονες τονίζεται ότι η σελήνη ασκεί μεγαλύτερη ελκτική επιρροή όσο πιο κοντά βρίσκεται στη γη. Αντίθετα όταν η σελήνη είναι γεμάτη ή νέα, στη πραγματικότητα είναι στη μακρινότερη απόσταση από τη γη. Παρ’ όλα αυτά βέβαια, στις λαϊκές παραδόσεις η πίστη στη σχέση αυτή συνεχίζει να υπάρχει.

Ο λυκάνθρωπος είναι βέβαια το πιο τρομακτικό υπερφυσικό πλάσμα που επηρεάζεται από τη σελήνη, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Είναι ένας καταραμένος άνθρωπος που υπόκεινται σε ένα είδος σεληνιακής τρέλας, κάθε μήνα, κατά τη διάρκεια της πανσελήνου, και παίρνει τη μορφή λύκου επιδιδόμενος σε ένα βίαιο ξέσπασμα με αποτελέσματα τον θάνατο και τη καταστροφή. Δεν συνδέονται όλοι οι θρύλοι λυκανθρώπων με τη σελήνη, αλλά από τους αρχαίους καιρούς μέχρι και τους σύγχρονους, πάντα υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που πίστευαν ότι μεταμορφώνονται σε λύκους, κάθε πανσέληνο. Η Ιατρική περιγράφει το φαινόμενο αυτό ως Λυκανθρωπία, ορίζοντάς την ως μία κλινική διαταραχή, κατά την οποία ένα άτομο πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε λύκο και ενεργεί αναλόγως. Παρά τους μύθους και τις λαϊκές παραδόσεις, η λυκανθρωπία θεωρείται ως κλινική διαταραχή από τον 2ο αι. Ο Κλαύδιος Γαληνός (129–199 μ.Χ.), σπουδαίος γιατρός της εποχής, τη θεωρούσε μελαγχολική νόσο με παραλήρημα. Ο Ρωμαίος Μάρκελλος ο Σιδήτης (2ος αι.) περιέγραψε τα συμπτώματά της. Τον 7ο αι., ο Έλληνας γιατρός, Παύλος ο Αιγινήτης (625–690 μ.Χ.) που βάσισε τα γραπτά του σε αυτά του Μάρκελλου ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τη λυκανθρωπία με τη μελαγχολία.

1Τα συμπτώματα σύμφωνα με τον Παύλο: «…είναι χλωμοί, έχουν εξασθενημένη όραση, τα μάτια τους είναι ξηρά, η γλώσσα τους πολύ ξηρή και η ροή σιέλου έχει πάψει. Είναι όμως διψασμένοι και τα πόδια τους έχουν ανίατες πληγές εξαιτίας των συχνών πτώσεων.»(16) Η συνιστώμενη θεραπεία της εποχής ήταν μία μορφή «ιατρικού εξορκισμού» που είχε στόχο να οδηγήσει την ασθένεια έξω από το σώμα: αιματοχυσία μέχρι το σημείο της λιποθυμίας, δίαιτα «ευεργετικής διατροφής» και μπάνια σε γλυκό νερό με ξινόγαλο, ενώ ο ασθενής καθαριζόταν με τοξικά βότανα.(17) Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Ιεράς Εξέτασης η λυκανθρωπία συνδέθηκε με δαιμονικές επιρροές. Οι περισσότεροι δαιμονολόγοι θεωρούσαν ότι επρόκειτο για μία παραίσθηση, προϊόν παραφροσύνης, ή μίας ασθένειας που είχε προκληθεί από τον Διάβολο. Όμως, παρά την ύπαρξη πολλών διατριβών, γραμμένων από αυτούς τους δαιμονολόγους, τον 16ο και 17ο αι. υπήρξαν πολλοί ειδικοί που θεωρούσαν τη λυκανθρωπία, απλά και μόνο τρέλα, που δεν χρειαζόταν τη βοήθεια ή τη μαγγανεία του διαβόλου για να εκδηλωθεί. Μετά το τέλος της Ιεράς Εξέτασης, μπαίνοντας στον 19ο αι., η λυκανθρωπία θεωρήθηκε ως τρέλα, παραφροσύνη, υστερία, μελαγχολία, και παραίσθηση. Με την εμφάνιση μάλιστα του τομέα της ψυχολογίας, σχεδόν εξαφανίστηκε από την ιατρική λογοτεχνία.

Από το 1873 μέχρι και το 1975, καταγράφεται μόνο μία περίπτωση, το 1928 από τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Σε ένα δοκίμιό του, σχετικά με τον τρόπο που τα παιδιά ευαισθητοποιούνται στις ασυναίσθητες δυναμικές των γονέων τους, αναφέρεται σε μία υπόθεση που έχει κοινά γνωρίσματα με τη λυκανθρωπία. Σε αυτή τη περίπτωση, η μητέρα που ήταν φρενοβλαβής, κινούνταν τριγύρω πάντα στα τέσσερα, γρυλίζοντας σα γουρούνι, γαυγίζοντας σα σκύλος και βρυχώμενη σαν αρκούδα. Τα παιδιά έβλεπαν εφιάλτες με αυτήν ως μάγισσα ή επικίνδυνο ζώο.(18)

Ομοίως σήμερα, ο όρος «λυκανθρωπία» αναφέρεται περισσότερο στην κλινική ψυχολογική κατάσταση και όχι στη μυθική, μαγική, ή δαιμονική μεταμόρφωση. Συνδέεται με τη σχιζοφρένεια, τη διαταραχή πολλαπλών προσωπικοτήτων, τη διπολική διαταραχή, την υπερβολική χρήση ναρκωτικών ουσιών, τη πνευματική καθυστέρηση, τη νεκροφιλία και άλλες ψυχολογικές διαταραχές. Μπορεί, σύμφωνα πάντα με την ψυχολογία, να σχετιστεί με το «κτήνος μέσα μας», ένα κομμάτι της ψυχής που έχει αποσπαστεί ώστε να είναι ικανός ο άνθρωπος να κυριαρχήσει πάνω στα πολύ βασικά του ένστικτα και να αποβάλλει οποιαδήποτε ζωώδη συμπεριφορά. Αν το δει κανείς με «όρους Γιουνγκ», πρόκειται για μέρος της Σκιάς, μίας κρυμμένης, πρωτόγονης και καταπιεσμένης προσωπικότητας, που φτάνει πολύ πίσω, μέχρι τους αρχικούς πρόγονους της ανθρωπότητας. Στις περιπτώσεις της λυκανθρωπίας, αυτή η κρυμμένη πλευρά βρίσκει πεδίο έκφρασης. Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά μιας λυκανθρωπικής συμπεριφοράς είναι:

• έντονη αποξένωση του ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη κοινωνία,

• εμμονή σε δαιμονικά πράγματα,

• συχνές επισκέψεις σε νεκροταφεία και άλλα μοναχικά μέρη,

• διενέργεια μυστικής διαδικασίας ή τελετουργίας για την υποτιθέμενη μεταμόρφωση,

• πίστη ότι στο ανθρώπινο σώμα πραγματικά μεγαλώνουν, τρίχες, κυνόδοντες, πόδια ζώου,

• ακόρεστη δίψα για αίμα,

• συμπεριφορές λύκου, όπως το ουρλιαχτό, το τρέξιμο στα τέσσερα, το ροκάνισμα αντικειμένων με τα δόντια, οι επιθέσεις σε ανθρώπους και ζώα με διάθεση φόνου, το δάγκωμα και σχίσιμο ωμής σάρκας, 

•υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της κτηνοβασίας, 

• υποτιθέμενη ανάκτηση ανθρώπινης μορφής, 

• ακολουθία σωματικής εξάντλησης, σύγχυσης και κατάθλιψης, 

• εξασθενημένη διανοητική λειτουργία.

Μέρος αυτών των συμπτωμάτων συναντούμε σε μία σύγχρονη υπόθεση λυκανθρωπίας που αφορά κάποιον «Κο Γ.», καταγεγραμμένη το 1975 στο περιοδικό του Καναδικού Ψυχιατρικού Συλλόγου. Επρόκειτο για έναν 37χρονο αγρότη, ο οποίος μετά την απόλυσή του από τον στρατό, σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τις αγροτικές του εργασίες ή άλλες καθημερινές δραστηριότητες. Πιστεύοντας ότι βγάζει γούνα, άφησε τις τρίχες του προσώπου του να μεγαλώσουν.

 

Κοιμόταν σε νεκροταφεία και πολλές φορές ξάπλωνε στη μέση λεωφόρων ενώ κινούνταν οχήματα. Επίσης γρύλιζε προς το φεγγάρι και έλεγε ότι αυτή η συμπεριφορά οφειλόταν στο ότι μεταμορφωνόταν σε λύκο. Κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική, όπου οι γιατροί διέγνωσαν χρόνιο εγκεφαλικό σύνδρομο ακαθόριστης προέλευσης με αποτέλεσμα την χρόνια αδιαφοροποίητη σχιζοφρένεια. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν, οργανικά, την εκδήλωση της ψύχωσής του κατά τη διάρκεια της πανσελήνου.

Αν όμως ο «Κος Γ.» ζούσε σε μία κεντρο-Ευρωπαϊκή χώρα, μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα, η αντιμετώπισή του θα ήταν εντελώς διαφορετική. Δαιμονολόγοι της εποχής, θα είχαν έντονες αντιπαραθέσεις για το αν επρόκειτο για μεταμόρφωση καθοδηγούμενη από τον Διάβολο και τους δαίμονές του, ή ήταν απλά μια δαιμονικά εμπνευσμένη παραίσθηση. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Ζαν Μποντέν και ο Τζόζεφ Γκλάνβιλ αποδέχονταν τη μεταμόρφωση ως γεγονός. Ο Γάλλος Ζαν Μποντέν (1529-1596) ήταν πρώην καλόγερος, θεωρητικός πολιτικός, και βοήθησε την Ιερά Εξέταση ενάντια στη μαγεία, ενθαρρύνοντας τα βασανιστήρια και τις σκληρές τιμωρίες. Πίστευε ότι οι μάγισσες μεταμορφώνονταν σε λύκους και άλλα κτήνη, προβαίνοντας σε μοχθηρές βίαιες πράξεις και τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες κατά την διάρκεια των Σαμπάτς.(19) Στο βιβλίο του, De la Demonomanie des Sorciers («Η Δαιμονομανία των Μαγισσών»), του 1580, αναφέρεται σε διάσημες υποθέσεις λυκανθρώπων της εποχής, υποστηρίζοντας ότι η πραγματικότητα της μεταμόρφωσης στηρίζεται από τον μύθο, όπως επίσης και από τα γραπτά των Αγίων, Θωμά Ακινάτη και Αυγουστίνου. Μία από τις διασημότερες υποθέσεις που περιγράφει, είναι η δίκη των λυκανθρώπων του Πολινύ, στη Γαλλία. Τον Δεκέμβριο του 1521, δύο άντρες (20) κατηγορούμενοι για μαγεία και κανιβαλισμό, βρέθηκαν μπροστά στον Γενικό Ιεροεξεταστή του Επισκόπου του Μπεσανκόν. Κατά τη διάρκεια της δίκης ομολόγησαν ότι υπηρετούσαν τον Διάβολο με αντάλλαγμα την προστασία των κοπαδιών τους και χρήματα. Ο ένας από αυτούς, μάλιστα, περιέγραψε μία τελετή στην οποία λάμβαναν μέρος για να μεταμορφωθούν σε λυκανθρώπους: «Σε ένα δάσος, κοντά στο Σαστέλ Σαρνόν, συναντηθήκαμε με πολλούς άλλους, άντρες και γυναίκες, που δεν γνώριζα, και χορέψαμε κρατώντας όλοι στα χέρια μας ένα πράσινο δαδί με μπλε φλόγα. Υπό την επήρεια ακόμα της πλάνης ότι θα αποκτούσα χρήματα, ο Μισέλ με έπεισε να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη ταχύτητα και για να το πετύχουμε αυτό, αφού πρώτα γδύθηκα εντελώς, πέρασε στο σώμα μου μία αλοιφή. Κατόπιν νομίζω ότι μεταμορφώθηκα σε λύκο. Στην αρχή, κατά κάποιο τρόπο, τρόμαξα βλέποντας τα τέσσερα πόδια λύκου που είχα αποκτήσει, όπως και τη γούνα που είχα βγάλει πάνω μου, όμως ανακάλυψα ότι μπορούσα πλέον να κινούμαι με τη ταχύτητα του ανέμου. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τη βοήθεια του παντοδύναμου αφέντη μας, ο οποίος ήταν παρών κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας, αν και αντιλήφθηκα τη παρουσία του μόνον όταν πήρα και πάλι την ανθρώπινη μορφή μου…» Είπε ακόμα ότι βγήκαν πολλές φορές σαν λύκοι, και ότι σε μία από αυτές τις εξόδους κυνήγησε ένα μικρό αγόρι, ηλικίας έξι-επτά χρονών, προκειμένου να το κομματιάσει και να το φάει. Το παιδί όμως έβαλε πολύ δυνατά τις φωνές και αυτός αναγκάστηκε να απλώσει γρήγορα πάνω του την αλοιφή ώστε να επανέλθει στην ανθρώπινη μορφή του. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών τους, όπως είπε, επιτέθηκαν σε μία γυναίκα και κομμάτιασαν, τόσο αυτή, όσο και έναν άντρα που προσπάθησε να τη σώσει, αλλά και δύο μικρά κοριτσάκια τα οποία χαρακτήρισε ιδιαίτερα νόστιμα (21). 

Επιστρέφοντας στους δαιμονολόγους της Ιεράς Εξέτασης, οι πιο πολλοί, όπως οι Ανρί Μπογκέ, Νικολά Ρεμύ και Φραντζέσκο Μαρία Γκουατσό, κατήγγειλαν τη λυκανθρωπία ως πλάνη. Παρέθεταν τις έγκυρες δηλώσεις που έκανε ο Άγιος Αυγουστίνος στις αρχές του 5ου αι. και αυτές του Αγίου Θωμά Ακινάτη, τον 13ο αι. Ο Αυγουστίνος είπε ότι η μεταμόρφωση είναι αποτέλεσμα θαύματος και ο Διάβολος δεν έχει θαυματουργές δυνάμεις. Έτσι, η μεταμόρφωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία παραίσθηση δημιουργημένη από τον Διάβολο και τους δαίμονες. Στην Πόλη του Θεού, ο Αυγουστίνος έγραψε: «Γενικά πιστεύεται, ότι από τα ξόρκια κάποιων μαγισσών και τη δύναμη του Διαβόλου, οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν μορφή και να γίνουν λύκοι, χωρίς όμως να χάνουν την ανθρώπινη λογική και κατανόηση αποκτώντας τη διάνοια ενός απλού ζώου. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με τον εξής τρόπο: ότι συγκεκριμένα ο Διάβολος δεν δημιουργεί μία νέα φύση, αλλά ότι είναι ικανός να κάνει κάτι να φαίνεται, ως αυτό που δεν είναι στη πραγματικότητα.

Γιατί, με κανένα ξόρκι και καμία μοχθηρή δύναμη, δεν μπορούν, ούτε ο νους ούτε το σώμα, να αλλάξουν υλική μορφή και να δημιουργηθούν τα άκρα και να αποκτηθούν τα χαρακτηριστικά οποιουδήποτε ζώου… αλλά ο άνθρωπος με φανταστικό και παραισθητικό τρόπο, μεταμορφώνεται σε ζώο, ακόμα κι αν αυτός ο ίδιος πιστεύει ότι είναι τετράποδος.»

Το 906 μ.Χ. εμφανίστηκε το Canon Episcopi («Επισκοπικός Κανόνας») ένα από τα πλέον σημαντικά εκκλησιαστικά έγγραφα του Μεσαίωνα. Όταν δημοσιοποιήθηκε από τον Reggino de Prum, παρουσιάστηκε σαν αρχαίο αυθεντικό έγγραφο του 4ου αι. Όποια κι αν ήταν η πραγματική καταγωγή του, υποστήριζε τη γνώμη του Αυγουστίνου, και μαζί με το Malleus Maleficarum που κυκλοφόρησε αργότερα, εναρμονισμένο με τον Κανόνα, επηρέασαν σημαντικά τους δαιμονολόγους του 17ου αι. περνώντας μία συγκεκριμένη γραμμή:

εάν κάποιος πίστευε ότι μεταμορφώνεται σε λύκο, αυτό συνέβαινε εξαιτίας ενός ξορκιού παραίσθησης από μία μάγισσα. Όσο για τους λύκους που έτρωγαν ανθρώπους, αυτοί δεν ήταν λυκάνθρωποι, αλλά πραγματικοί λύκοι, στη κατοχή δαιμόνων.

Συμπερασματικά, η εκκλησία για μία ακόμα φορά, σε μία πολύ δύσκολη περίοδο για το ποίμνιό της, ιδιαίτερα στη κεντρική Ευρώπη, φρόντισε αντί να συμπαρασταθεί και να στηρίξει ψυχολογικά τους πληθυσμούς, να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις προς όφελός της, επιδεικνύοντας τις σκοταδιστικές, δογματικές της θέσεις και υποστηρίζοντάς τες με τον πιο βίαιο τρόπο. Η Ευρώπη ζει τον Μεσαίωνα μια εποχή γεμάτη από πολέμους και ταυτόχρονα μία τρομακτική επιδημία πανούκλας εξολοθρεύει σχεδόν το μισό πληθυσμό της. Σε όλες αυτές τις περιοχές της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας, ακόμα και σε μέρη της Ισπανίας, οι λύκοι βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν. Καθώς έχουν μειωθεί σημαντικά τα θύματα που έβρισκαν στο πρόσωπο των κυνηγών, στρέφονται στα ζωντανά, στα κατοικίδια ζώα και στους ανθρώπους που ζουν σε χωριά. Στον 16ο και 17ο αι. υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες σχετικές με τέτοιες επιθέσεις, και θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να παρουσιαστούν. Εκείνη την εποχή όμως οι ιστορίες αυτές μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη, μεταφέροντας ταυτόχρονα και τον τρόμο που έβρισκε κι αυτός τους δικούς του οπαδούς. Οι αφηγήσεις έδωσαν τη θέση τους στα γραπτά, και οι θρύλοι των λυκανθρώπων βρήκαν τη δική τους θέση στη λογοτεχνία.

Πολύ νωρίτερα όμως, μόλις στον 1ο αι. μ.Χ., ένας Ρωμαίος συγγραφέας, ο Πετρώνιος, παρουσίασε ίσως για πρώτη φορά στη λογοτεχνία, ένα κλασσικό παραμύθι με λυκάνθρωπο, στο έργο του «Σατυρικόν». Στο γνωστότερο τμήμα του έργου που είναι «Το Συμπόσιο του Τριμαλχίωνα», παρουσιάζει στοιχεία της παράδοσης των λυκανθρώπων, όπως η μεταμόρφωση μέσω τελετουργίας κάτω από το φως της σελήνης, τη βίαιη επίθεση ζώων, αλλά και την συμπαθητική πληγή που αποκαλύπτει την πραγματική ταυτότητα του λυκάνθρωπου (όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ένας λυκάνθρωπος τραυματιζόταν, μόλις χυνόταν η πρώτη σταγόνα αίματος, επανερχόταν στην ανθρώπινη μορφή του).

Στη συνέχεια, και στο πέρασμα των αιώνων, ο μύθος του λυκάνθρωπου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς, μέχρι και σήμερα. Τα λογοτεχνικά έργα, οι μικρές ιστορίες, τα παραμύθια, είναι αναρίθμητα, ξεκινώντας από μεσαιωνικά ρομάντζα όπως η μικρή ιστορία Bisclavert από το έργο Lais της Marie De France τον 12ο αι. και το Guillaume De Palerme της ίδιας εποχής, μέχρι και τα πιο γνωστά, Le Meneur de Loups του Αλέξανρου Δουμά (1857), A Pastoral Horror του Arthur Conan Doyle (1890), The Mark of the Beast του Rudyard Kipling (1891), The Phantom Farmhouse του Seabury Quinn (1923), The Werewolf of Paris του Guy Endore (1933), The Kill του Peter Fleming (1942), The Howling (1977) του Gary Brandner και τόσα άλλα, χωρίς να ξεχνάμε και το πασίγνωστο παραμύθι των Αδελφών Γκριμ «Η Κοκκινοσκουφίτσα», στην οποία παρουσιάζεται μία μορφή λυκανθρώπου, για να φτάσουμε μέχρι το διάσημο μπεστ-σέλλερ για το 2010 του Jonathan MaberryThe Wolf Man, το οποίο ήταν, ουσιαστικά, προσαρμογή σε γραπτό διήγημα, της ομώνυμης γνωστής ταινίας του Αμερικανικού κινηματογράφου που παρουσιάστηκε το 1941. Ο κινηματογράφος με τη σειρά του, ξεκινώντας από το 1913 και τη βουβή ταινία The Werewolf, έδωσε πολλές γνωστές ταινίες, με διασημότερες όλων, την προαναφερθείσα του 1941 με τον Lon Chaney Jr. στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τις πιο σύγχρονες, Wolf (1994) με τον Jack NicholsonUnderworld (2003) με την Kate Beckinsale, και The Wolfman (2010) με τον Benicio Del Toro.

Πριν όμως τερματιστεί αυτό το ταξίδι από τις Μεταμορφώσεις στη Λυκανθρωπία, ή από το μύθο στη πραγματικότητα, ή όπως ο καθένας από τους αναγνώστες θέλει να περιγράψει όλα αυτά τα φαινόμενα, πρέπει να τονιστεί πως διάφοροι εσωτεριστές, αποκρυφιστές ή ερευνητές του ανεξήγητου, συνδέουν τη λυκανθρωπία με τη μετεμψύχωση ή/και τον αόρατο κόσμο. Φυσικά ο τρόπος που εκδηλώνεται δεν έχει καμία σχέση με την έννοια της μετεμψύχωσης, όπωςτουλάχιστον παρουσιάζεται σε παραδοσιακές φιλοσοφίες όπως η Πλατωνική και νέο-Πλατωνική και θρησκείες όπως ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός. Στη περίπτωση αυτή, ενώ υπάρχει το φαινόμενο της ύπαρξης ενός νέου οχήματος (το σώμα του ζώου) για ένα νεκρό άνθρωπο, δεν έχουμε στη πραγματικότητα το θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά τη προσωρινή μετάβαση σε μία λανθάνουσα κατάσταση που θα μπορούσε να νοηθεί σαν πνευματικός ή ψυχικός θάνατος.

Πρόκειται στην ουσία για μια εναλλακτική ή διττή ύπαρξη ενός ανθρώπου εν ζωή, για την οποία όμως, ο ίδιος δεν έχει καμία συνείδηση. Χαρακτηριστικά, ο Ελίφας Λεβί, μεγάλοςΓάλλος αποκρυφιστής του 19ου αι., στα Μυστήρια της Μαγείας αναφέρεται σε ένα «φάντασμα που κατοικεί σε έναν άγριο και αιμοδιψή άνθρωπο, περιπλανάται με τη μορφή του λύκου, όσο εκείνος έχει έναν επώδυνο ύπνο στο σπίτι και ονειρεύεται πως είναι πραγματικός λύκος.»

Όσον αφορά στη θεωρία του αόρατου κόσμου, πιστεύεται από πολλούς ερευνητές ότι οι λυκάνθρωποι δεν ζουν στο φυσικό μας σώμα αλλά ότι είναι δαιμονικές οντότητες προερχόμενες από το αστρικό πεδίο. Κάποιες περιπτώσεις συναντήσεων με λυκάνθρωπους θυμίζουν συναντήσεις με φαντάσματα, γεγονός που ενισχύει τη θεωρία του αόρατου κόσμου ή μιας άλλης διάστασης. Για παράδειγμα, ο Έλλιοττ Ο’ Ντόνελ, γνωστός Ιρλανδός ερευνητής συγγραφέας έχει καταγράψει υποθέσεις για συναντήσεις ανθρώπων με φαντάσματα λυκανθρώπων.(22) Σχετικά πρόσφατα, ο Βρετανός παραψυχολόγος Robin Furman αναφέρθηκε στο φάντασμα ενός λυκάνθρωπου, το οποίο συνάντησε στο σπίτι του, στο Γκρίμσμπι. Η κόρη του διαμαρτυρόταν συνέχεια για την ύπαρξη μιας φιγούρας που την κοιτούσε στη κάμαρά της και ο Robin αναγκάστηκε να αλλάξει δωμάτιο μαζί της για να ερευνήσει το θέμα. Πράγματι, είδε κι εκείνος με τα μάτια του τη μορφή ενός ψηλού άντρα με κεφάλι λύκου, που δεν είχε όμως καμία εχθρική στάση απέναντί του, παρά τον κοιτούσε με περιέργεια. Μετά η μορφή ξεθώριασε και εξαφανίστηκε.

Από τότε δεν είδαν ποτέ ξανά την ίδια μορφή.

Ίσως όμως, στο μέλλον, τους επισκεφθεί και πάλι…

«Το κυνήγι είναι αιώνιο.

Η πείνα της είναι αιώνια.

Για τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια κυνηγά συνεχώς κατά τη διάρκεια της νύχτας ενώ ο κόσμος από κάτω αναποδογυρίστηκε και άλλαξε. Η Θεά του Κυνηγιού είναι ασθενική και πεινασμένη, το μοχθηρό της μάτι σε εγρήγορση, τα δόντια της έτοιμα να δαγκώσουν. Το στόμα της λαχταρά την γεύση της

ζωής που ρέει προς τα κάτω στο λαιμό της. Τα αστέρια τρέπονται σε φυγή μακριά από αυτήν σαν τα πρόβατα και στην πλήρη ανάπτυξη της δύναμής της κυβερνά το σύνολο του νυχτερινού ουρανού.

Με το νέο φεγγάρι, όταν η θεά του Κυνηγιού κοιμάται, τα κοπάδια των αστεριών επιστρέφουν στα αέναα πεδία τους, σκεπτόμενα κάθε φορά ότι το κτήνος έφυγε. Κάθε φορά απροετοίμαστα για την επιστροφή της, όντας λαμπερή, αστραφτερή και πάλι πεινασμένη να κυνηγήσει ανάμεσά τους.

Αιώνια πεινασμένη.

Αιώνια κυνηγώντας.»

(«Ο Λυκάνθρωπος» Τζόναθαν Μάμπερυ – Εισαγωγή) 

 


  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ & ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

(1) Maberry, Jonathan. The Wolfman. Tor Books, 2010.

(2) Ηρόδοτος, «Μελπομένη», Βιβλίο Δ’, 105.

(3) Παυσανίας, «Αρκαδικά», VIII, 2, 3-3, 1.

(4) Οβίδιος, «Μεταμορφώσεις», Ι 198.

(5) Baring-Gould, Sabine. The Book of Werewolves. London: Smith, Elder & Co.,1865.

(6) Ό.π.

(7) «Crying Wolf in Argentina.» Fortean Times. Σελ. 06, Σεπτέμβριος 2000.

(8) Σύμφωνα με τους Σλάβικους θρύλους πρόκειται για ένα μυστηριώδες νησί που έχει την ιδιότητα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, και στο οποίο κατοικούν οι άνεμοι.

(9) Όπως 6.

(10) Η λέξη lunacy έχει ρίζα τη λατινική λέξη luna που σημαίνει «σελήνη».

(11) Katzeff, Paul. Full Moons. Secaucus, N.J.: Citadel Press, 1981.

(12) «Το Σφυρί των Μαγισσών».

(13) Στο πρωτότυπο κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη lunatics που έχει και πάλι ρίζα το λατινικό luna.

(14) Guiley, Rosemary Ellen. Moonscapes: A Celebration of Lunar Astronomy, Magic, Legend and Lore. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall, 1991.

(15) Ό.π.

(16) Adams, Francis. The Seven Books of Paulus Aegineta. Printed for the Sydenham Society. London, 1847.

(17) Ό.π.

(18) Guiley, Rosemary. The Encyclopedia of Vampires, Werewolves, and other Monsters. Visionary Living Inc., 2005.

(19) Πρόκειται για παγανιστικά, θρησκευτικά φεστιβάλ, Κέλτικης και Γοτθικής προέλευσης, που υπάρχουν ακόμα και στις μέρες μας.

(20) Επρόκειτο για τους Πιερ Μπουργκό (αποκαλούμενος και ως Μεγάλος Πέτρος εξαιτίας του μεγέθους του) και Μισέλ Βερντάν.

(21) Όπως 19.

(22) O’Donnell, Elliott. Great Ghost Stories. London: Foulsham & Co., 1983.