Μια Ξενάγηση στα Πλάσματα του Αόρατου Κόσμου, Μέσα από την Ελληνική Λαϊκή Παράδοση | Ιωάννα Μαρκουίζου

 

IwannaΙωάννα Μαρκουίζου 


 Φανταστικά πλάσματα που δεν υπάρχουν παρά μόνο στη ζωηρή μας φαντασία; Ή μήπως υπάρξεις μιας άλλης διάστασης, πολύ διαφορετικής από εκείνη που συλλαμβάνουμε με τις αντικειμενικές μας αισθήσεις; Είναι αλήθεια πως όποιος δεν έχει κάποια εμπειρία επικοινωνίας με τέτοιου είδους πλάσματα και τον κόσμο τους, σαφώς δεν είναι σίγουρος αν αυτά είναι φανταστικά ή πραγματικώς υπαρκτά. Όπως και να έχει όμως αυτά τα πλάσματα φανταστικά ή όχι, είναι ικανά να εξάψουν τη φαντασία των ανθρώπων. Ακολουθώντας τα χνάρια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, στον αόρατο κόσμο με τα πλάσματα που ζουν στο μεταίχμιο της φαντασίας και της πραγματικότητας, θα κάνουμε ένα ταξίδι στο κόσμο του μύθου που ζωντανεύει μέσα από μαρτυρίες και διηγήσεις απλών ανθρώπων… 

► Τα στοιχειά της φύσης 

1Η Ελληνική λαογραφία ονομάζει Νεράιδες όλα τα αόρατα πλάσματα που ζουν στη φύση, χωρίς να κάνει καμία διάκριση, είτε πρόκειται για όντα που ζουν στο νερό, είτε στους ανέμους στα δάση και στα βουνά. Παρότι τους δίνει την ίδια ονομασία, περιγράφει έναν διαφορετικό χαρακτήρα για το κάθε είδος, ανάλογα δηλαδή με το στοιχείο στο οποίο κατοικούν. Συνήθως, οι Νεράιδες παρουσιάζονται σαν πανέμορφες κοπέλες-πνεύματα, προστάτες πηγών, ποταμών, λαγκαδιών, λιμνών και γενικότερα τόπων όπου αναβλύζει νερό, απεικονιζόμενες συχνά, να στέκονται στις όχθες των πηγών, μόνες ή πολλές μαζί, να χτενίζουν ή να λούζουν τα πολύ μακριά μαλλιά τους, τραγουδώντας μαγευτικές μελωδίες, όντας ικανές να γοητεύσουν και να πλανέψουν όποιον βρεθεί μπροστά τους. 

«Ουλούθε που βγαίνει νερό εκεί μένει και Νεράιδα. Για τούτο ο άνθρωπος τη νύχτα που ήθελε να περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό δε μίλαγε, για να μην του πάρει η Νεράιδα τη φωνή του. Αλλά κάμποσες βολές (και τούτο ακόμα το λένε μερικές γυναίκες ότι το είδανε) το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε, μένει χωρίς να κουνηθεί ολότελα, και τότε πλια η Νεράιδα είναι κει σ’ το νερό. Αλλά για να φύγει η Νεράιδα και τρέξει πάλε το νερό είναι ετούτο: ο άνθρωπος πετάει μια πέτρα μες’ στο νερό, και τότες αμέσως η Νεράιδα φεύγει και το νερό τρέχει. Τη Νεράιδα τότε ούλοι δεν τη βλέπουνε, μον’ τα άλογα τη γλέπουνε και φρουμάζουνε και ξαφνιάζονται και δε θέλουνε να περάσουνε από κει...»ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Όσοι τις είδαν τις περιγράφουν πολύ ψηλές, όμορφες γυναίκες, με μια ιδιαίτερη λάμψη γύρω τους, με λευκά μακριά φορέματα που πέφτουν σαν ένα ακανόνιστο ύφασμα, το οποίο φτάνει ως κάτω στο έδαφος, καλύπτοντας όλο το κάτω μέρος του σώματός τους. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ένα μυστήριο έως το σημείο που μερικοί πιστεύουν πως οι Νεράιδες κρύβουν τα πόδια τους γιατί έχουν κάποιο ελάττωμα, εικάζουν πως το ένα από αυτά είναι ανθρώπινο και το άλλο γαϊδουρινό ή τραγίσιο. Αγελούδες, Γιαλούδες, Καλές Κυράδες, Καλομοίρες, είναι μερικά από τα ονόματα που προσδίδονται σ’ αυτές. 

Ενώ συνηθέστερα μαρτυρούνται σαν θηλυκές μορφές, ενίοτε, σε λιγοστές περιπτώσεις συναντώνται και με αρσενική όψη. Μια τέτοια εκδοχή είναι τα λεγόμενα Γοργόνια1, τα οποία περιγράφονται σαν όμορφα αγόρια που εμφανίζονται σε χωράφια, αμπέλια και σε καλλιεργημένα κτήματα. Τα χαρακτηρίζουν σαν πλάσματα που αγαπούν τη σκληρή εργασία και που συχνά τους αρέσει να βοηθούν τους ανθρώπους στο όργωμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα και γενικά στις εργασίες που αφορούν την καλλιέργεια της γης. Νεράιδες με αρσενική όψη επίσης εμφανίζονται και σε πηγές, να κάνουν ότι και οι θηλυκές, να χτενίζουν δηλαδή τα μαλλιά τους με περίτεχνα χτένια χρυσά ή ασημένια. Υπάρχουν ακόμα αναφορές και για ολόκληρες κοινωνίες Νεραϊδών που έχουν θεαθεί σε απόκρημνες ρεματιές ή σε απρόσιτες πλαγιές βουνών. 

Τις Νεράιδες μπορεί να τις συναντήσει κανείς το μεσημέρι ή τα μεσάνυκτα ή, όπως λέει κι ο λαός, τις βλέπουν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι. Οι υπόλοιποι τις ακούν, βλέπουν τα φαινόμενα που προκαλούν, μα δεν μπορούν να τις δουν. Τραγουδούν μαγευτικά κι αυτοί που μπορούν να τις δουν, τις βλέπουν να χορεύουν σ’ ένα μεγάλο κύκλο κρατώντας η μια το χέρι της άλλης. Έχουν θεαθεί να χορεύουν τις νύκτες σε όχθες πηγών και σε πέτρινα αλώνια. Αγαπούν τη μουσική και έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν τους ανθρώπους πώς να παίζουν διάφορα μουσικά όργανα. Οι περισσότερες ιστορίες αναφέρονται στην εκμάθηση λύρας.

«Ένας λυριστής Κρητικός, που έμενε ‘ς την Κάσο και ‘ς την Κάρπαθο, έβλεπε πολλές φορές τις Νεράιδες ‘ς την βρύση, και τον παρακινούσαν να παίζει τη λύρα και να τραγουδεί.»ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Συχνά αισθάνονται μεγάλο οίκτο για τους ανθρώπους που υποφέρουν και τους προσφέρουν τη βοήθειά τους. Μια από τις σπουδαιότερες ικανότητες που προσδίδεται σε αυτές είναι η κατοχή θεραπευτικών δυνάμεων, με τις οποίες μπορούν να θεραπεύσουν ανίατες ή μόνιμες ασθένειες. Διοχετεύουν τη δύναμη αυτή είτε σε ένα κομμάτι κλαριού το λεγόμενο νεραϊδόξυλο, είτε σε νερό το οποίο αμέσως μετατρέπεται στο περίφημο αθάνατο νερό ή νερό της ζωής. Αρέσκονται επίσης στο να αλλάζουν μορφή παίρνοντας τη μορφή διαφόρων ζώων όπως της γάτας, του σκύλου, του μι κρού αρνιού κ.ά. Και το κάνουν αστραπιαία από τη μια στιγμή στην άλλη, αφήνοντας έκπληκτους τους ανθρώπους που βρίσκονται εμπρός τους. 

Τους αρέσει να παίζουν με τα μικρά παιδιά, τους πετούν λόγου χάρη μικρά λιθαράκια για να τους τραβήξουν την προσοχή και άλλα παρόμοια. Μάλιστα, παρουσιάζονται και σαν καλές μητέρες που συχνά θυσιάζονται για να προστατέψουν τα παιδιά τους. Και όταν οι μητέρες Νεράιδες παίζουν με τα παιδιά τους ή τα νανουρίζουν, αντηχεί τόσο δυνατά στις κοιλάδες το γλυκό τους τραγούδι, που όποιος το ακούσει συνεπαίρνεται και χάνει την αίσθηση του χρόνου. 


6Βέβαια δεν είναι πάντοτε καλές με τους ανθρώπους. Αν τύχει και κάποιος άνθρωπος προσβάλει την ησυχία τους, τότε μεγάλος τρόμος τον περιμένει. Οι Νεράιδες αρχίζουν να κάνουν δυνατούς κρότους, να πετροβολούν και να δέρνουν με κλαδιά. Έως και ανεμοστρόβιλους μπορούν να σηκώσουν, σύμφωνα πάντα με τις λαϊκές διηγήσεις.  

Πολλές εξιστορήσεις αναφέρουν αρπαγές ανδρών, γυναικών, ακόμη και μικρών παιδιών από τις Νεράιδες. Άνθρωποι που μένουν χαμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα και που όταν επιστρέφουν έχουν τόσο μεγάλο σοκ που για αρκετό καιρό δεν μπορούν ούτε να μιλήσουν, ούτε να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε τρόπο με τους γύρω τους. 

Όταν πια συνέρχονται, το μόνο που θυμούνται είναι ότι ακολούθησαν κάποιες  ασπροφορεμένες γυναίκες που τραγουδούσαν με τέτοιο τρόπο που ποτέ ξανά δεν είχαν ακούσει και πως δεν έχουν καμία ανάμνηση για το που πήγαν ή τι έκαναν καθ’όλο το διάστημα που είχαν λείψει. Ο λαός τους χαρακτηρίζει ως παρμένους, ή νεραϊδοπαρμένους. 

Αλλά και οι άνθρωποι δεν διστάζουν ν’ αρπάξουν Νεράιδες. Οι θρύλοι λένε πως αν κάποιος κατορθώσει να κλέψει το λευκό τους πέπλο, που φορούν σα μαντήλι στο κεφάλι τους, τότε σιγά-σιγά αυτές χάνουν την αιθέρια μορφή τους και η όψη τους γίνεται όμοια με ανθρώπινη. Έτσι υπήρξε μια εποχή που πολλοί νεαροί άνδρες άρπαξαν Νεράιδες κατ’ αυτόν τον τρόπο και τις έκαναν γυναίκες τους κι έκαναν και παιδιά μαζί τους. Οι Νεράιδες, καθ’ όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους, ένιωθαν δυστυχισμένες και δεν έπαυαν να ψάχνουν απεγνωσμένα το λευκό μαντήλι τους για να απελευθερωθούν κι αν τύχαινε να το βρουν το έπαιρναν και χάνονταν μονομιάς, αφήνοντας πίσω τους ότι είχαν αποκτήσει όλον αυτόν τον καιρό στον κόσμο των ανθρώπων. Για αυτόν τον λόγο κάποιοι άνδρες έκαιγαν το μαντήλι μόλις το έπαιρναν, για να εξασφαλίσουν ότι η Νεράιδα δεν θα έφευγε ποτέ από κοντά τους. 

Οι θρύλοι μιλούν ακόμα για μάγους, μάγισσες και μαγγανευτές που με ειδικά ξόρκια και πρακτικές, αιχμαλώτιζαν όλων των ειδών τα στοιχειά της φύσης και τα ανάγκαζαν να τους υπηρετούν για διάφορους σκοπούς. 

Κάποιες εξιστορήσεις αναφέρονται σε Νεράιδες που είναι στοιχειά των δέντρων. Μια δοξασία που χάνεται τόσο βαθειά μέσα στο χρόνο, ώσπου οι ρίζες της ανταμώνουν την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία και τις νύμφες των δασών, τις Δρυάδες ή Αμαδρυάδες Κόρες. Λέγεται λοιπόν πως κάθε δέντρο που μεγαλώνει μόνο του (χωρίς την επέμβαση του ανθρώπου) σε απομακρυσμένες περιοχές ή μέσα στα δάση, κάθε συκιά, καρυδιά, μουριά, βελανιδιά, πλατάνι… έχει το καθένα το στοιχειό του. Το στοιχειό αυτό γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει μαζί με το δέντρο. Είναι, λένε, η ψυχή του δέντρου. 

Εμφανίζονται συνήθως με τη μορφή κάποιου μικρού ζώου, κάτω από το δέντρο όπου ζουν και το οποίο προστατεύουν. Μα αν κανείς προσπαθήσει να το αγγίξει, το ζώο άξαφνα μεταμορφώνεται σε νεαρή γυναίκα.

«Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει απάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από αυτά τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε.» ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΤΟΜΟΣ Α΄ 

Είναι φυσικό και απόλυτα λογικό, τα στοιχειά των δέντρων να εχθρεύονται τους ανθρώπους, αν σκεφτούμε πως οι άνθρωποι κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό σε αυτά. Γι’ αυτό εκείνοι που γνωρίζουν για τα όντα αυτά, λένε πως αν κάτσει κανείς για πολλή ώρα κάτω από τον ήσκιο ενός δέντρου το οποίο το έχει υπό την προστασία του ένα τέτοιο ον, ή αποπειραθεί να το πληγώσει και να αφαιρέσει κάποιο μέρος του, τότε το στοιχειό τον «λαβώνει», ο άνθρωπος αρρωσταίνει και συχνά φτάνει ως το θάνατο. 

Ένα ακόμη είδος Νεραϊδών είναι αυτές που ζουν στους ανέμους, τα λεγόμενα αερικά ή αγερικά. Αυτές έχουν μεγάλα φτερά και πετούν και για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στους ανθρώπους, προς χάριν παιχνιδίσματος ή για να δείξουν πως ενοχλούνται απ’ αυτούς, σηκώνουν στροβίλους ανέμου άλλοτε μικρούς και άκακους και άλλοτε δυνατούς και καταστροφικούς, τις επονομαζόμενες ανεμοξουριές, ανεμο ξούρια ή ανεμοστρόφιλες. 

Κάποιες άλλες Νεράιδες ζουν επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε απόκρημνες σπηλιές και σε πυκνόφυτες πλαγιές, αδιάβατες και απρόσιτες για τους ανθρώπους. Μονάχα το τραγούδι τους ακούγεται από μακριά. 

Υπάρχουν και αφηγήσεις για Νεράιδες «θαλασσινές», που παρασέρνουν με τη σαγήνη τους ψαράδες με τα ψαροκάικα τους ή άλλα πλοία με το πλήρωμά τους. Τους βγάζουν από την πορεία τους και τους οδηγούν σε απόμακρα νησιά και ακρογιαλιές και αν θυμώσουν μαζί τους, τους ρίχνουν επάνω σε βράχους και ξέρες. 

«Ένα καράβι μία φορά το ετριγύρισαν σ’ το πέλαγο Ανεράιδες. Του κάκου επροσπαθούσανε οι άνθρωποι του καραβιού να τσοι ξεφορτωθούνε, όσο που ένας ναύτης εστάθηκε καπάτσος να πάρει μιανής το φατσιόλι από το κεφάλι τση και έτσι την έκαμε δική του. Την επήρε και γυναίκα του και έκαμε με δαύτη ένα παιδί. Μα όταν μία μέρα η Ανεράιδα εύρηκε το φατσιόλι τση που τση είχε κρυμμένο ο άντρας τση, το επήρε και εχάθηκε. Ο γιος τση που έμεινε σ’ τη Ζάκυθο έλεγε που είχε μάθει από τη μάννα του να γνωρίζει τα μελλάμενα.» ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β΄

 

 

2Όλων των ειδών τις Νεράιδες τις αποκαλούν και «Καλορίζικες» γιατί λένε πως όποιος αποκτήσει φιλικές σχέσεις μαζί τους, εκείνες μοιράζονται απλόχερα μαζί του, τις απόκρυφες γνώσεις τους και κάνουν τον άνθρωπο να διαπρέπει σε διάφορους τομείς. Γίνεται λόγος για αυτές ότι κατέχουν τη γνώση της θεραπευτικής, της μαντικής, πως γνωρίζουν που βρίσκονται κρυμμένοι θησαυροί όχι μόνο υλικοί αλλά και πνευματικοί και γνωστοποιούν στους ανθρώπους το πώς θα μπορέσουν να τους βρουν και να τους αποκτήσουν. 

Ακόμη και τη σημερινή εποχή, που οι άνθρωποι έπαψαν πια να έχουν εκείνον τον ισχυρό δεσμό, που διατηρούσαν άλλοτε, με τη φύση και τα πλάσματά της (ορατά και αόρατα), τα σημάδια της ύπαρξης αυτών των όντων παραμένουν ανεξίτηλα, για να θυμίζουν στους ανθρώπους πως κάποτε είχαν τη δυνατότητα να έρχονται σε επαφή μαζί τους. Εκτός από τις καταγεγραμμένες διηγήσεις της λαογραφίας και τις πρόσφατες προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων, υπάρχουν πολλοί τόποι και χωριά που το όνομά τους σχετίζεται με τις Νεράιδες και που ο κάθε ένας έχει να μας πει τη δική του ιστορία. 

Δεκάδες χωριά της Ελλάδας έχουν την ονομασία Νεράιδα (στα Τρίκαλα, στην Καρδίτσα, στην Κοζάνη, στη Λίμνη Πλαστήρα, στην Κρήτη… κ.α.) και είναι άλλες τόσες περιοχές, που το πρώτο συνθετικό του ονόματός τους είναι Νεράιδα όπως Νεραϊδοχώρι, Νεραϊδοβούνι, Νεραϊδόραχη, Νεραϊδόβρυση και πολλά άλλα. Επίσης υπάρχουν και τόποι που έχουν κάποιο όνομα που προσέδιδαν σε αυτές, με τον ιδιωματικό γλωσσικό χαρακτήρα της εκάστοτε περιοχής. 

Ένας τέτοιος τόπος, είναι η Αγελουδοκαμάρα στην Τήνο, πρόκειται για ένα μέρος όπου το προσεγγίζεις περνώντας μια λαγκαδιά και το οποίο είναι γεμάτο μικρές πηγές, κατάφυτο από ελιές και πολλούς μικρούς θάμνους. Έχει διάσπαρτους τεράστιους, γρανιτένιους βράχους οι οποίοι είναι «φαγωμένοι» στο εσωτερικό τους από το πέρασμα του νερού και των δυνατών ανέμων, ένας από αυτούς τους βράχους, ο μεγαλύτερος της περιοχής έχει σχηματίσει στο εσωτερικό του μια σπηλιά λίγων μέτρων με στρογγυλεμένη οροφή και αποτελεί την αιτία για την ονομασία της περιοχής, καθώς πιστεύεται από τα παλιά χρόνια πως εκεί ήταν ένας τόπος συνάντησης των αγελούδων (Νεράιδων) (2).

 

► Οι καλικάντζαροι

 

Οι Καλικάντζαροι είναι πλάσματα που μοιάζουν με τους Νάνους της Σκανδιναβικής Μυθολογίας, καθώς παρουσιάζονται να εργάζονται υποχθονίως, στα βάθη της γης. Μοιάζουν επίσης με τους σάτυρους και τους σειληνούς της Ελληνικής Μυθολογίας, αφού παρουσιάζονται συχνά να χορεύουν μεθυσμένοι από κρασί, να ασελγούν πάνω σε διάφορα ζώα αλλά και να συνευρίσκονται ερωτικά με Νεράιδες. 

Υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με τους Καλικαντζάρους, ο οποίος, είτε αποτελεί μια αλληγορία με βαθύτερο νόημα από το προφανές, είτε όχι. Ο θρύλος λοιπόν τους θέλει να βρίσκονται κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους στα έγκατα της γης και να ροκανίζουν με τα δόντια τους ή με εργαλεία τους τρεις ή τέσσερις στύλους-κολώνες 3 που στηρίζουν τη γη, μέχρι που απομένει ίσα-ίσα μία τρίχα για να πέσουν. Υπάρχει όμως μία περίοδος 12 ημερών από τις 25 Δεκεμβρίου έως και τις 5 Ιανουαρίου, όπου οι  πύλες που τους κρατούν μακριά από την επιφάνεια μένουν ανοιχτές και αφύλαχτες, έτσι οι Καλικάντζαροι ανεβαίνουν, δράττοντας την ευκαιρία, ανενόχλητοι στην επιφάνεια της γης και προξενούν διάφορα απρόσμενα στους ανθρώπους. Όταν καθαγιάζονται τα ύδατα στις 6 Ιανουαρίου και λόγω των ιερών ψαλμών που ακούγονται κατά την ημέρα  εκείνη, λέγεται πως οι Καλικάντζαροι δεν αντέχουν, έτσι τρέχουν και πάλι να κρυφτούν βαθειά μέσα στη γη απ’ όπου ήρθαν και οι πύλες σφαλίζουν πίσω τους. Όταν επιστρέφουν με χαρά και με μεγάλη όρεξη να αποτελειώσουν την καταστροφή των στύλων της γης, προς μεγάλη τους έκπληξη βρίσκουν τη ζημιά που είχαν με τόσο κόπο κάνει, πλήρως αποκατεστημένη και έτσι ξεκινούν πάλι από την αρχή. 

«…Αυτοί κατοικούν στον Κάτω κόσμο, όπου εκεί είναι τρεις ξύλινες κολόνες και κρατούν όλην την γη. Οι Καλικαντζαραίοι θέλουν να κόψουν τις κολόνες να καταστρέψουν τον κόσμο, κι αρχίζουν με τα τσικούρια τους όλον τον χρόνο και κόβουν τις τρεις κολόνες και τις φέρνουν ‘σ το αμήν να τις κόψουν, ώσπου έρχονται τα Χριστούγεννα και τρέχουν και ανεβαίνουν απάνω. Και μόλις έρθουν τα Φώτα το ρίχνουν στο φευγιό. Και έτσι πάνε πάλι στον Κάτω κόσμο, όπου βρίσκουν πάλι τις κολόνες γερές από την αρχή, και αρχίζουν πάλι όλον το χρόνο την ίδια δουλειά…» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Η λαϊκή δοξασία αναφέρει αυτά τα πλάσματα κυρίως σαν ένα είδος δαιμονίων. Οι απόψεις σχετικά με το τι πραγματικά είναι αυτά τα όντα διίστανται, άλλοτε περιγράφονται σαν κακόβουλα και πονηρά δαιμόνια, άλλοτε σαν τιμωρημένες ψυχές που έχουν διαπράξει βαριά εγκλήματα όπως είναι οι αυτόχειρες, άλλοτε σαν σκιές ψυχών που είναι αναγκασμένες να πλανώνται στη γη για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως είναι οι ψυχές εμβρύων από αποβολές σε προχωρημένη εγκυμοσύνη (τα λεγόμενα Πλανηταρούδια) (4) και τέλος σε μερικούς τόπους όπως είναι η Τήνος5, υποστηρίζουν ότι είναι άνθρωποι που κάθε χρόνο εκείνες τις ημέρες, καταλαμβάνονται από κάποιο δαιμόνιο με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η εξωτερική τους όψη και να μην μπορούν να ορίσουν τη συμπεριφορά τους. 

«Οι Καρκάντσαλοι έχουν την κατοικία τους ‘ς τουν Άδη, κι ρουκανούν μι τα δόντια τους τα στύλια, απ’ βαστούν τουν ουρανό να μην πέσει κι πλακώσει τη γη….» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

3Τους ονομάζουν επίσης Λυκοκάντζαρους, Σκαλικαντζέρια, Καρκαντσέλια, Κωλοβελόνηδες, Πλανήταρους, Καλσαγγάρους, Καρκαντζόλους, Καήδες, Παγανά, Καλλισπούδηδες και τα θηλυκά Καλικαντζαρούδες και Βερβελούδες. Ο κάθε ένας από αυτούς όμως, έχει το δικό του όνομα, που είναι συνήθως ιδιαίτερα αστείο και τις περισσότερες φορές φανερώνει το χαρακτήρα ή την εμφάνισή του. Μερικά από αυτά τα ονόματα είναι: Μαντρακούκος (φημολογείται πως είναι το όνομα του αρχηγού των Καλικαντζάρων), Μαλαγάνας, Τρικλοπόδης, Καταχανάς, Στραβολαίμης, Κατσιποδιάρης κ.α. Όσον αφορά τη μορφή τους, οι λαϊκές εξιστορήσεις τους περιγράφουν πάρα πολύ άσχημους, βρώμικους, με κουρελιασμένα ενδύματα, μαύρους και μαλλιαρούς, με πολύ σουβλερά, μακριά και βρώμικα νύχια. Μερικοί υποστηρίζουν πως έχουν ανάστημα όμοιο με ανθρώπου, κάποιοι άλλοι πως είναι πολύ κοντοί σαν νάνοι ή σαν παιδιά 5 έως 6 ετών, ενώ περιγράφονται και μικροσκοπικοί, ίσα με το ύψος ενός δακτύλου ή μιας παλάμης, μα πάντα πολύ αδύνατοι και ξερακιανοί. Συνηθέστερα παρουσιάζονται με καμπούρα, ουρά και κόκκινα μάτια. Σύμφωνα με τις διηγήσεις ο κάθε ένας από αυτούς έχει και ένα κουσούρι, κουτσός, στραβός, με ένα μάτι, στραβοπρόσωπος, στραβοπόδαρος, στραβοχέρης και κάθε είδους άλλη παραμόρφωση. Παρόλα αυτά τα κουσούρια που τους καταλογίζονται, εμφανίζονται πάρα πολύ ευκίνητοι με την ικανότητα να χοροπηδούν και να σκαρφαλώνουν σε μεγάλα ύψη. Η τροφή τους είναι τόσο αποκρουστική για τους ανθρώπους όσο και οι ίδιοι οι Καλικάντζαροι, καθώς τους αρέσει να τρώνε σκουλήκια, βατράχους, φίδια, σαύρες και γενικότερα ότι πιο αηδιαστικό και ρυπαρό, χωρίς ωστόσο να μπορούν να αντισταθούν στις λιχουδιές που μαγειρεύουν οι άνθρωποι, όπως το χοιρινό κρέας και κάθε λογής γλυκό. 

Σαν χαρακτήρες φημίζονται κακότροποι, με μεγάλη επιθυμία να προκαλούν προβλήματα στους ανθρώπους, δίγνωμοι και φιλόνικοι αλλά ταυτόχρονα κουτοί και ευκολόπιστοι, γι’ αυτό και οι άνθρωποι αρέσκονται στο να τους περιπαίζουν. 

Γ ε ν ι κ ό τ ε ρ α , πάντως, παρά την περιγραφή τους ως πλάσματα κακόβουλα, μοχθηρά και πονηρά απέναντι στους ανθρώπους, τις περισσότερες φορές οι πράξεις τους δενείναι πραγματικά κακές και καταστροφικές, μοιάζουν περισσότερο σαν κακόγουστες φάρσες ή παρατραβηγμένα αστεία πειράγματα. Σπάνιες και λιγοστές είναι οι εξιστορήσεις που μιλούν για άγριες επιθέσεις Καλικαντζάρων. 

Σε πολλές ιστορίες απαντώνται να χορεύουν τρελούς χορούς, σέρνοντας μαζί τους διάφορα παράξενα μουσικά όργανα που κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο και αν τη στιγμή εκείνη δουν κάποιον άνθρωπο να περνά, τον τραβούν στο χορό τους και τον στροβιλίζουν τόσο γρήγορα χωρίς να τον αφήνουν στιγμή, έως ότου, κατάκοπος πια, να καταρρεύσει και να πέσει στο έδαφος. Πολλές φορές χορεύουν και με Νεράιδες μέσα σε αλώνια ή σε απομακρυσμένες περιοχές. 

«Ο Κωλοβελώνης συχνά χορεύει με τις Καλοκυράδες. Αν τύχει και ιδούν κει που χορεύουν κανένα άντρα ή γυναίκα τον πιάνουν από το χέρι, και απομένει ξερός. Και το πρωί με τα διαβάσματα τον συνεφέρνουν.» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Η παράδοση τους δείχνει να σκαρφίζονται όλων των ειδών τις σκανταλιές. Εμφανίζονται πάντοτε την ώρα του λυκόφωτος, κάθε που σμίγει η μέρα με τη νύκτα. Ανεβαίνουν στις στέγες των σπιτιών και πετούν πετραδάκια κάνοντας πολύ θόρυβο, ξυπνώντας και τρομάζοντας τους ανθρώπους.

 4Προσελκύονται στα σπίτια από τις μυρωδιές των γλυκών και των φαγητών που ετοιμάζουν οι άνθρωποι, λόγω των γιορτινών ημερών. Μπαίνουν μέσα από τις καπνοδόχους των τζακιών και κάνουν ότι αταξία βάλουν στο νου τους. Μαγαρίζουν6 οτιδήποτε φαγώσιμο βρεθεί μπροστά τους, αναποδογυρίζουν τα σκεύη που περιέχουν αλεύρι ή λάδι και χύνουν κάτω το νερό από τις κανάτες και τις στάμνες. Κάνουν ακόμα και άλλες πολλές ζημιές, ποδοπατούν φρεσκοπλυμένα ρούχα, κρύβουν πράγματα του σπιτιού στα πιο απίθανα μέρη, κάνουν τις ακαθαρσίες τους κοντά στα φαγητά ή στις στάχτες του σπιτιού που φυλάσσονται για οικιακή χρήση και πολλά-πολλά άλλα. Ενώ φοβούνται υπερβολικά τη φωτιά, έχουν μια ιδιαίτερη σχέση ειδικά με τη στάχτη. Μιααπό τις συνήθειες που έχουν είναι να σκορπούν τη στάχτη του τζακιού εδώ και κει, ή να αφήνουν τις ακαθαρσίες τους πάνω της. Σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, μέσω της στάχτης μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να γεννηθούν νέοι Καλικάντζαροι. Κάποιοι λένε πως στην στάχτη αφήνουν την οργή τους, ένα είδος «κατάρας» για τους ανθρώπους. Για τον λόγο αυτόν, τη στάχτη που συγκεντρώνονταν μέσα στην περίοδο αυτών των δώδεκα ημερών την πετούσαν μακριά από τα σπίτια, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιηθεί ούτε για οικιακή χρήση (αλισίβα, προσθήκη σε τρόφιμα κ.α.), ούτε καν για λίπασμα. Αυτήν την στάχτη συνήθιζαν να την ονομάζουν παγανήσια, από τα Παγανά (άλλη ονομασία των Καλικαντζάρων). 

«Κατά τα δωδεκαήμερα μια γριά εσυντραύλιζε με τη μασιά τη στάχτη. Εκεί που τη συντραύλιζε της εφάνει πως είδε εις τη στάχτη κάτι σαν ποντίκια ή γατάκια, και τα εχτύπησε. Αυτά όμως ούτε ποντίκια ήσαν, ούτε γατάκια, αλλά Καλικάντζαροι και αμέσως αφανιστήκανε. Μόνον εκείνος όπου εκτυπήθει δεν εμπόρεσε να φύγει…»ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Υπάρχουν και κάποιες λιγοστές αναφορές, όπου γίνεται λόγος για ακραίες συμπεριφορές των Καλικαντζάρων σε βάρος των ανθρώπων. Λέγεται ότι στήνουν καρτέρι στα τρίστρατα και στα σταυροδρόμια τις νύχτες και σαν περάσει κάποιος άνθρωπος πηδούν στους ώμους του, σφίγγοντάς τον πολύ δυνατά και του κάνουν διάφορες ερωτήσεις κι αν η απάντηση που θα τους δώσει δεν τους ικανοποιήσει τότε τον πνίγουν ή του κομματιάζουν το πρόσωπο με τα σουβλερά τους νύχια. Εχθρικές τάσεις έχουν επίσης προς τα νεογέννητα παιδιά, μπαίνουν στην κούνια τους και τα πνίγουν ή τα απάγουν και τα κάνουν κι αυτά Καλικαντζάρους. Μια από τις δοξασίες περιγράφει πως κατασκευάζουν από αγκαθωτούς βάτους μικρές κούνιες που κρεμούν στη ράχη τους και μέσα σ’αυτές τοποθετούν τα μωρά που αρπάζουν. Καθώς τις κουνούν πολύ δυνατά, τα μωρά ματώνουν και οι Καλικάντζαροι ρουφούν και τρέφονται από το αίμα τους. Για να μην πάθουν τέτοιου είδους κακό τα νεογέννητα, οι μητέρες που γεννούσαν κατά την περίοδο εκείνη, πήγαιναν αμέσως τα μωρά τους στον ιερέα για να τα προστατέψει διαβάζοντάς τους μια ειδική ευχή ή τελούσαν απευθείας το Μυστήριο της βάπτισης. 

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι μία διήγηση που προέρχεται από την Κύπρο7, στην οποία περιγράφεται ένα ιδιαίτερο τυπικό για το πώς μπορείς να αιχμαλωτίσεις έναν Καλικάντζαρο. Εάν καταφέρεις, λέει, να πιάσεις έναν και να του δέσεις στο πόδι μια λινή κόκκινη κλωστή, τότε παραμένει σαν πιστός δούλος σου για έναν ολόκληρο χρόνο, έχει τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας όποια εργασία και αν του ζητήσεις να κάνει, όσο δύσκολη κι αν είναι και επιπλέον δεν καταναλώνει ούτε τροφή ούτε νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους! Όταν περάσει ένας χρόνος ακριβώς, επιστρέφουν οι σύντροφοί του, τον ελευθερώνουν και φεύγει μαζί τους. 

Λέγεται ακόμη, πως σε κάποιους τόπους απόμερους, μακριά από τις πόλεις και τα χωριά, οι Καλικάντζαροι μπορούν να μπαινοβγαίνουν από τη γη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο. 

«Τα Τριποτάματα είναι ένας τόπος άγριος και δασώδης, που βγαίνουν πάντα φαντάσματα φοβερά. Εκεί μαζεύονται και μένουν οι Καλικάντζαροι. Κανείς άνθρωπος φρόνιμος δεν πατάει εκεί το πόδι του. Αλλ’ όποιος είναι παλαβός γιατρεύεται, και στέλνουν λοιπόν εκεί τους τρελούς…» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄

Τελικά, όσα και να πεις ή γράψεις γι’ αυτά τα λιλιπούτια, αστεία πειραχτήρια, θα είναι πάντοτε φτωχά και λίγα, αν σκεφτεί κανείς πόσες και πόσες γενιές έχουν μεγαλώσει, ακούγοντας διηγήσεις για τις σκανταλιές τους και πόσα μικρά παιδιά έχουν ξαγρυπνήσει, κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, μήπως και μπορέσουν να συναντήσουν κανένα από αυτά.

 

►Σκοτεινές οντότητες 

 

5Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, υπάρχουν κάποιες οντότητες που ζουν μέσα στις άγριες ερημιές και εμφανίζονται μετά τα μεσάνυκτα, όταν το σκοτάδι της νύχτας έχει πυκνώσει πια για τα καλά. Αυτές οι οντότητες, είτε στοιχειώνουν κάποιο συγκεκριμένο μέρος, είτε εμφανίζονται σε σταυροδρόμια, είτε πηγαίνουν ως ανεπιθύμητοι, νυκτερινοί επισκέπτες, στα σπίτια των ανθρώπων. 

Στα μυστηριώδη αυτά πλάσματα ανήκουν και τα χαμοδράκια ή σμερδάκια, που κάποιοι τα ονομάζουν και τελώνια. Η ιστορία της προέλευσής τους είναι αρκετά φρικτή και λυπητερή. Τα παλιά χρόνια, ως γνωστόν, τα ήθη υπήρξαν πολύ αυστηρά και λόγω αυτού του θέματος γίνονταν διαφόρων ειδών ακρότητες, ώστε να καλυφθούν κάποιες πράξεις που εκείνη την εποχή θεωρούνταν επιλήψιμες και ανήθικες. 

Οι γυναίκες λοιπόν που διατηρούσαν κρυφά ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, συχνά έμεναν έγκυες και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το κρατούσαν κρυφό με κορσέδες και φαρδιά ενδύματα και όταν έφτανε η ώρα να γεννήσουν, πήγαιναν σε ένα απόμερο μέρος, συνήθως σε λαγκαδιές και όταν η γέννα τελείωνε, άφηναν το νεογέννητο βρέφος αβοήθητο, μέχρι που τελικά πέθαινε από την πείνα ή την παγωνιά. Συχνά το έπνιγαν κι οι ίδιες οι μανάδες. Και λέγεται, πως λόγω του φρικτού αυτού θανάτου, το βρέφος μεταμορφωνόταν σε δαιμόνιο και στοίχειωνε εκείνο τον τόπο όπου άφησε την τελευταία του πνοή. 

Η μορφή τους, παριστάνεται είτε σαν ένα κανονικό βρέφος, που μπορεί να σέρνεται ή να περπατάει, είτε σαν ένα βρέφος μαύρο και τριχωτό με κόκκινα μάτια, είτε σαν μικρός δαίμονας με μαύρα φτερά. Κλαίει και φωνάζει όπως ένα μικρό μωρό και ζητά βοήθεια από τους διαβάτες που το συναντούν, μα σαν το πιάσουν στα χέρια τους από όμορφο και χαριτωμένο, παίρνει ξαφνικά την πιο άσχημη και φρικαλέα όψη ή σε άλλες περιπτώσεις μεταμορφώνεται σε μικρήφωτιά8 που κινείται πηδώντας, ώσπου χάνεται. Πολλές φορές επισκέπτονται τη μητέρα τους, την ώρα που εκείνη κοιμάται και τη θηλάζουν τόσο δυνατά, μέχρι που να τρέξει αίμα από το στήθος της. Συχνά επιτίθενται και σε ζώα όπου τρέφονται πίνοντας το αίμα τους. 

«Στο χωριό Μαρκοβούνι το σμερδάκι το λεν Κολέττα, γιατ’ η παλιοκολέττα μας έφτιασε τούτη τη συμφορά… Όντας ήτανε νια, έκαν’ ένα μπαράκι (εξώγαμο), και για να μην την ιδούνε…. το ‘πνιξε και το ‘ριξε σε νια ρεματιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός κ’ εψοφάγανε τα πρόατα, τα ίδγια, τα βόιδια. Κάποτ’ ήρθε ένας αδερφός τουν Τσιλιγκραίωνε αλαφροΐσκιωτος, και γλέπει το έρμο, λιαρό και σαν κόκκινο ερχότανε. Το παίρνει από πίσω, φτάνει ‘ς τη ρεματιά, πώρρηξε η Κολέττα το παιδί, και χάνεται κει πέρα. Το μάθανε πλια ούλοι οι Μαρκοβουνιώτες. Δεν ηξέραμε πώς ναν το ξορκίσουμε…» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄

Μια άλλη οντότητα που συναντάται τη νύχτα, είναι η Μόρα, Βραχνάς, Περγαλιό ή Μώρος. Πολλοί την ονομάζουν απλά Εφιάλτη. Την περιγράφουν σαν ένα μικρό παιδί, όμορφο, με γαλανά μάτια, που φορά στο κεφάλι ένα χρυσό σκούφο, ενώ κατ’ άλλους είναι ένας νάνος πολύ άσκημος και μαλλιαρός. Αυτό το πλάσμα πηγαίνει αργά τη νύχτα στα σπίτια, κάθεται πάνω στο στήθος των ανθρώπων που κοιμούνται, τους πλακώνει κόβοντάς τους την ανάσα και προσπαθεί να τους πνίξει. Σπάνια καταφέρνει να πνίξει ενήλικους ανθρώπους, το μόνο που τους προκαλεί είναι μια έντονη ζαλάδα που διαρκεί για μερικές ώρες, τα μωρά όμως ή τα μικρά παιδιά τα πνίγει με ευκολία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν κατορθώσεις να αρπάξεις το σκούφο που φορά, προκειμένου να τον πάρει πίσω θα κάνει ότι και αν του ζητήσεις, μπορεί επίσης να υποδείξει που βρίσκονται κρυμμένοι θησαυροί. 

«Η Μόρα είναι μαλλιαρή και άσκημη και πλακώνει τους ανθρώπους…Κάθε μικρομάννα, αν τύχει και την πλακώσει η Μόρα την ίδια, κάνει κάθε τρόπο να της αρπάξει τη σκούφια της, γιατ’ έτσι θα την έχει του χεριού της, και δεν θα μπορεί να πλακώσει το παιδί της. Μπορεί να της γυρέψει και φλωριά και ότι άλλο, αλλά να προσέχει να μην της δώσει πίσω την σκούφια, γιατί τότες τα φλωριά θα γίνουν κάρβουνα.» ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄ 

Η Μόρα παρουσιάζεται συχνά, να προσελκύεται από «αλαφροΐσκιωτους» και να γίνεται κάτι σαν πιστός τους ακόλουθος εφ’ όρου ζωής. Φανερώνεται μπροστά τους κάθε νύχτα που πλαγιάζουν. Λέγεται ότι γίνεται ο ήσκιος του σπιτιού τους. Τους βοηθά να ξαναβρούν χαμένα πράγματα, τους προστατεύει από κακοτοπιές προειδοποιώντας τους για μελλοντικά γεγονότα, τους χαρίζει πλούτη και υγεία. Αρκεί οι άνθρωποι αυτοί να μην φανερώσουν ποτέ σε άλλον την επαφή τους μαζί της, γιατί μόλις προδώσουν το μυστικό, η Μόρα παίρνει την εκδίκησή της, φέρνοντας πολλά κακά που ταλανίζουν για πολλές γενιές την οικογένεια. 

Σύμφωνα με μια λαϊκή διήγηση (9) μία Μόρα δημιουργείται και στοιχειώνει ένα σπίτι, αν τύχει και περάσει κάποιος άνθρωπος τη στιγμή που ρίχνονται τα θεμέλια και ο ήσκιος του πλακωθεί από τις πέτρες. 

Μία ακόμη κακοποιός οντότητα της λαϊκής μας παράδοσης, είναι η Λάμια. Η οποία αναφέρεται με την ίδια ονομασία και τα ίδια χαρακτηριστικά από την αρχαιότητα ακόμα, ως ένας κακοδαίμονας της αρχ. Ελληνικής Μυθολογίας. Εμφανίζεται σαν μια πανύψηλη, τερατώδης γυναίκα μεγάλης ηλικίας, με πολύ μακριά, λευκά μαλλιά. Ζει μέσα σε έρημα, βαθειά πηγάδια που το νερό τους έχει στερέψει, ή μέσα σε βαθιές και ανήλιαγες σπηλιές που φτάνουν ως τα έγκατα της γης. Τριγυρνάει τις νύχτες και μπαίνει στα σπίτια, ψάχνοντας για μικρά παιδιά ή νεογέννητα μωρά, τα πνίγει ή απομυζά το αίμα τους και τρώει την καρδιά τους. Όταν για πολύ καιρό, μείνει νηστική, τότε επιτίθεται σε κοπάδια ζώων. 

Αφού μπήκαμε στον κόσμο των πλασμάτων της νύκτας, θα είναι μεγάλη παράληψη, στο σημείο αυτό να μην αναφέρουμε δυο λόγια και για τους βρικόλακες, που τόσο πολύ έχουν απασχολήσει την Ελληνική Λαογραφία και όχι μόνο. Θα δούμε τα γνωρίσματά τους, όπως ακριβώς τα περιέγραφαν, μέσα από τις διάφορες προφορικές διηγήσεις, «οι παλιοί» στο τόπο της καταγωγής μου, στην Τήνο. «Οι παλιοί Τήνιοι», πίστευαν πως αυτοί που έδιναν τέλος στη ζωή τους διαπράττοντας την αυτοκτονία, εκείνοι που συνήθιζαν να κάνουν πολύ κακό στους συνανθρώπους τους ενόσω ζούσαν, ή εκείνοι που κάποιος τους είχε δέσει με βαριά κατάρα, μετά το θάνατό τους υπήρχε κίνδυνος να γίνουν βουρβουλάκοι ή βρουκόλακες. Είχαν επίσης την πεποίθηση, ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί εάν κάποιος ιερέας δεν τελούσε σωστά το τυπικό της κηδείας, φαινόμενο συχνό εκείνη την εποχή, εφόσον οι περισσότεροι ιερείς ήταν αγράμματοι. 

Ο βουρβούλακας, σύμφωνα με τους Τηνίους, ήταν άνθρωπος ο οποίος συνέχιζε να υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Έβγαινε τα μεσάνυκτα από το μνήμα του, τριγυρνώντας στους δρόμους και στα χωράφια. Αρχικά η συμπεριφορά του έμοιαζε φυσιολογική, όμοια με εκείνη που είχε και όταν βρισκόταν εν ζωή. Συχνά χτυπούσε τις πόρτες στα σπίτια των συγγενών του, αναζητώντας την επαφή μαζί τους, ή προσπαθούσε να τελειώσει εργασίες που δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει. Μετά το πέρας όμως μερικών ημερών, άρχιζε να φέρεται παράλογα και επιθετικά, σκορπώντας τον τρόμο γύρω του. Κατασπάραζε ζώα, πρόβατα, αγελάδες, κατσίκια, χωρίς να διστάζει να κάνει το ίδιο και με τους ανθρώπους, ξεκινώντας, μάλιστα, απειλώντας πρώτα τα οικία του πρόσωπα. Λέγεται ότι τρία τέτοια περιστατικά, είχαν λάβει χώρα κατά τα τέλη του 1800 με αρχές του 1900, στο χωριό Μπερδεμιάρος της Τήνου. 

Για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο φαινόμενο, πήγαιναν τις πρώτες πρωινές ώρες στον τόπο ταφής εκείνου που είχε «βρουκολακιάσει» και άνοιγαν το μνήμα του, όπου μέσα έβρισκαν το σώμα του χωρίς κανένα σημάδι αλλοίωσης, παρατηρούσαν επιπλέον, σημάδια ανάπτυξης στα μαλλιά και στα νύχια του νεκρού καθώς και άλλες ενδείξεις που μαρτυρούσαν τη νυκτερινή του δραστηριότητα, όπως λάσπη στα παπούτσια του, ίχνη αίματος στα ρούχα ή στο πρόσωπο. 

Στη συνέχεια, ο ιερέας τελούσε ένα είδος εξορκισμού και έπειτα καλούσε να προσέλθουν όλοι οι συγγενείς και οι γνωστοί του νεκρού για να δώσουν συγχώρεση σε τυχόν αδικήματα που είχαν δεχτεί από αυτόν ή να αποσύρουν κάποια κατάρα που είχαν δώσει εις βάρος του.10 Μετά από αυτό συνήθως «ο νεκρός ησύχαζε», όπως έλεγαν. Σε περίπτωση όμως που αυτό δεν είχε αποτέλεσμα και ο βουρβούλακας συνέχιζε να δρα, τότε έπαιρναν το σώμα του, το φόρτωναν σε ένα καΐκι και το μετέφεραν μακριά, σε κάποιο ακατοίκητο νησάκι όπου και το έθαβαν, έτσι καθώς ο βουρβούλακας αδυνατούσε να περάσει το θαλασσινό νερό, ησύχαζαν πια από αυτόν. Πολλοί αναφέρουν πως γίνονταν ταφές βρικολάκων σε ένα νησάκι που βρίσκεται ανάμεσα στη Μύκονο και στην Τήνο, ονόματι Ρήνια.

 

►Στοιχειά-φύλακες

 

Η λαϊκή μας παράδοση μιλά και για την ύπαρξη, ενός άλλου είδους όντων, τα οποία περιγράφει σαν πνεύματα-φύλακες. 

7Αυτά εμφανίζονται σαν στοιχειά που είναι φύλακες-προστάτες στάβλων, σπιτιών, χωριών, εκκλησιών, πηγαδιών, κρυμμένων θησαυρών, σπηλαίων, περιβολιών, λόγγων, βουνών… και περιγράφονται σαν ένα εγρηγορός, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τους τόπους και τα αντικείμενα, κοντά στα οποία κάνει την εμφάνισή του. Η μορφή που έχουν αυτού του είδους τα όντα είναι πολυποίκιλη, ανάλογα με το

τι είναι αυτό που προστατεύουν. Κάθε σπίτι, λέγεται πως έχει από ένα στοιχειό ή ήσκιο. Άλλοτε είναι ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι, άλλοτε ένα μεγάλο φίδι το οποίο πολλές φορές έχει δυο κεφάλια και το ονομάζουν λαφιάτη, άλλοτε ένα μικρό κριάρι, ένας χρυσός πετεινός, μα τις περισσότερες φορές είναι σαν μικρή προβατίνα με χρυσή ράχη. Το στοιχειό του σπιτιού συνηθίζουν να το αποκαλούν χρυσοφλυδάκι ή κλειδί της γης. Το παρομοιάζουν σαν το γούρι του σπιτιού, γιατί προστατεύει το σπίτι

και φέρνει καλοτυχία σε όσους ζουν μέσα σε αυτό. Δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να το δουν, παρά μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι ή τα μικρά παιδιά. Οι υπόλοιποι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή του, από τα φαινόμενα που συμβαίνουν εξαιτίας του μέσα στο σπίτι. Πολλές από τις λαογραφικές διηγήσεις, το παρουσιάζουν να κάνει τα πιθάρια με τα τρόφιμα να μένουν πάντοτε γεμάτα ή να παίρνει οτιδήποτε πέσει στο πάτωμα του σπιτιού και να το επιστρέφει δίνοντας στη θέση αυτού, πολύ ανώτερα σε αξία αγαθά. Σε σπάνιες περιπτώσεις αναφέρεται να κάνει κακό, παρά μόνο όταν νοιώσει πως στο σπίτι μπήκε κάποιος που θέλει το κακό της οικογένειας ή κάποιος που έχει σκοπό να φέρει οποιαδήποτε ζημιά μέσα στο σπίτι (κλοπή, καταστροφές, μαγικά δεσίματα κ.ά.). Τότε αρχίζει να προκαλεί διάφορα φαινόμενα. Είτε στο σπίτι σαν σημάδια που φανερώνουν και προμηνύουν την κακή διάθεση του ανθρώπου, όπως μια ξαφνική πλημμύρα του πατώματος από νερό ή κρότους που ακούγονται στους τοίχους, στην οροφή ή στο πάτωμα του σπιτιού, είτε επιτίθεται ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο, άλλες φορές κτυπώντας τον σε διάφορα σημεία του σώματός του, ή γκρεμίζοντάς τον από τη σκάλα, ή κάνοντάς τον πνιγεί με το κέρασμα που του προσφέρουν. 

Οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια, πίστευαν πολύ σε αυτό το στοιχειό και συνήθιζαν να του αφήνουν καθημερινά, σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού, διάφορες προσφορές, με ότι διέθεταν όπως μια κούπα με γάλα, ένα κομμάτι ψωμί, μια χούφτα σταφίδες κ.ά. Θεωρούσαν μεγάλο κακό να πειράξει κάποιος ή να προσπαθήσει να σκοτώσει το στοιχειό του σπιτιού του, γιατί τότε μεγάλη συμφορά θα έβρισκε το σπίτι και την οικογένεια, η μια δυστυχία θα ακολουθούσε την άλλη, έως ότου να επέλθει ο θάνατος και στο τελευταίο μέλος της οικογένειας αυτής. Σε αυτήν την περίπτωση, η μόνη διέξοδος ήταν να πουλήσουν ή να παρατήσουν οι άνθρωποι αυτοί ότι είχαν στον τόπο εκείνο και να φύγουν μακριά. Όπως και να έπρατταν ό μ ω ς ακόμη και αν οι ίδιοι γλίτωναν, λέγεται πως το σπίτι συνέχιζε να παραμένει για πάντα στοιχειωμένο, καταραμένο και δεν μπορούσε να κατοικήσει ούτε για μία μέρα άνθρωπος μέσα σε αυτό.] 

Τα πηγάδια έχουν και αυτά από ένα στοιχειό-προστάτη. Ιδιαίτερα εκείνα που είναι μεγάλα και βαθειά και εκείνα που έχουν μέσα τους δαιδαλώδεις σπηλιές. Όπως φανερώνεται μέσα από την Ελληνική λαογραφία, το στοιχειό του πηγαδιού μοιάζει, τις περισσότερες φορές, σαν ένας κοντός ανθρωπάκος που επειδή είναι κατάμαυρος, τον προσφωνούν αράπη, συχνά κρατά στα χέρια του μια μικροσκοπική πίπα καπνού και φορά ένα μικρό σκουφάκι στο κεφάλι. Ανεβαίνει και κάθεται στο χείλος του πηγαδιού πειράζοντας και τρομάζοντας τους περαστικούς, έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στις όμορφες γυναίκες και πολλές φορές αποκτά τόση μεγάλη εμμονή με κάποιες από αυτές, έως το σημείο να πασχίζει με κάθε τρόπο να τις πλανέψει, ώστε να πέσουν μέσα στο πηγάδι για τις έχει πάντοτε δικές του. 

Επίσης, κάθε χωριό έχει και αυτό το δικό του στοιχειό, το οποίο εμφανίζεται στα όρια του συνοικισμού. Πολλές από τις ιστορίες, δείχνουν τα στοιχειά των χωριών να παλεύουν αναμεταξύ τους και όποιο βγαίνει νικητής από τη μάχη, το χωριό που προστατεύει, απολαμβάνει κάθε είδους ευημερία, ενώ στο χωριό εκείνο, που το στοιχειό του ηττάται, συμβαίνουν πολλές δυστυχίες, όπως κακές σοδειές, μεγάλη θνησιμότητα σε ζώα, ακόμα επιδημικές αρρώστιες και μαζικοί θάνατοι στους κατοίκους. 

Από τις πιο θρυλικές παρουσίες στοιχειών, είναι εκείνα που φυλάνε κρυμμένους θησαυρούς. Οι θησαυροί λέγεται πως είναι θαμμένοι στα πιο απίθανα και απόκρημνα μέρη, μέσα σε στοές, πηγάδια βαθειά, σε θεμέλια κάστρων, σε σπηλιές που μπορείς να προσεγγίσεις μόνο από θάλασσα, ή σε σπηλιές που την είσοδό τους έχει καλύψει εντελώς η θάλασσα, σε πρόποδες βουνών, αλλά και σε πιο προσεγγίσιμα σημεία, όπως σε χωράφια και σε περιβόλια. Είναι όμως όλοι τους, είτε μαγεμένοι με διάφορα ξόρκια, είτε καταραμένοι και απαιτούν διαφόρων ειδών θυσίες αιματηρές για να κατακτηθούν, είτε τους έχουν υπό την προστασία τους φοβερά και τρομερά στοιχειά. Οι θησαυροί αυτοί φημολογείται πως ανήκουν σε διάφορες εποχές, στην αρχαία Ελληνική, στην εποχή των πειρατών και των κουρσάρων, στην εποχή της φραγκοκρατίας και στην εποχή της Τουρκικής κατοχής. 

Το πιο γνωστό και πολυσυζητημένο στοιχειό, που σχετίζεται με θησαυρό είναι η γουρούνα με τα γουρουνάκια και όποιος γνωρίζει το θρύλο γι’ αυτήν, θεωρεί δικαιολογημένο αυτό το γεγονός. Ο θρύλος αφηγείται πως κάτω από κάποια παλιά χαλάσματα, υπάρχει κρυμμένος ένας θησαυρός των αρχαίων Ελλήνων, ο οποίος κατέχει μια μαγική δύναμη και όποιος τον αποκτήσει θα είναι ευλογημένος για όλη του τη ζωή. Τα χρήματα του θησαυρού δεν θα σωθούν ποτέ και όποια δουλειά και αν αποφασίσει να κάνει, θα αποδίδει στο μέγιστο δυνατό. Πρόκειται για μια ξύλινη αντίκα, ένα σεντούκι που δεν είναι σίγουρο το τι περιέχει, αλλά το κύριο γνώρισμά του είναι ότι επάνω του έχει σκαλισμένη μια γουρούνα με τα γουρουνόπουλά της. Ο θρύλος αυτός, λέγεται, πως ήταν καταγεγραμμένος σε κάποια αρχαία Ενετικά χειρόγραφα, δεν αναφέρονταν όμως πουθενά, σε ποια περιοχή της Ελλάδος  θα βρουν τον πολυπόθητο αυτόν θησαυρό. Έτσι εάν κάποιος αποφάσιζε να τον αναζητήσει, θα έπρεπε να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του σε αυτόν τον σκοπό. Όταν θα πλησίαζε αρκετά, τότε θα εμφανιζόταν εμπρός του, με σάρκα και οστά, η γουρούνα με τα γουρουνάκια. Αυτός θα έπρεπε να την ακολουθήσει και αν κρίνονταν άξιος, η γουρούνα θα του υποδείκνυε σε ποιο μέρος θα βρει τον θησαυρό, διαφορετικά θα χάνονταν από τα μάτια του, το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ήταν πάρα πολλοί αυτοί που επιδόθηκαν στην ανακάλυψη αυτού του πολύτιμου θησαυρού, Έλληνες και Φράγκοι, αλλά και στα νεότερα χρόνια η αναζήτηση δεν έλαβε τέλος. Πολλοί ήταν επίσης και εκείνοι, που τους φανερώθηκε η γουρούνα με τα γουρουνόπουλα, μα φαίνεται πως κανένας από τους αναζητητές, έως και σήμερα, δεν κρίθηκε άξιος να φτάσει ως τον θησαυρό. Ένας, ακόμη, γνώριμος φύλακας θησαυρών, είναι ο μικρός αραπάκος, που προειδοποιεί τους ανθρώπους να μην αγγίξουν τα χρυσάφια και τα φλουριά του. Οι άνθρωποι συνήθως, λόγω του μεγέθους που διαθέτει, τον αψηφούν και τότε εκείνος ψηλώνει και θεριεύει, παίρνοντας στα χέρια του, πότε ένα ρόπαλο, πότε μία βουκέντρα (11), ζητώντας, με αυτόν τον τρόπο, να προστατέψει τον θησαυρό και να τους τιμωρήσει για την ανυπακοή τους. 

Ο αράπης, πάντως, σαν φύλακας του θησαυρού, δεν παρουσιάζεται να θέλει τα πολύτιμα αυτά αγαθά δικά του, αλλά να εχθρεύεται τους άπληστους ανθρώπους. Συνηθίζει να φανερώνεται στον ύπνο ανθρώπων που έχουν πραγματική ανάγκη και να τους υποδεικνύει που να ψάξουν να βρουν το θησαυρό, με τον όρο να μη μιλήσουν σε κανέναν άλλον για αυτό, όσοι παραβούν τον όρο που τους θέτει, αντί για φλουριά, ασήμια και πετράδια, βρίσκουν κάρβουνα. 

Μέσα στις υπόγειες στοές και στα χαλάσματα των κάστρων, φοβεροί δράκοντες που βγάζουν φωτιές, δηλητηριώδη φίδια, ή η θρυλική σκύλα που σαν αγριεύει από τα δόντια της πετάγονται σπίθες, λέγεται πως είναι τα στοιχειά που φυλάσσουν τους μεγαλύτερους και αμύθητους θησαυρούς, που έστω και ένα μικρό μέρος τους, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φτάνει για να αγοράσει κανείς μια ολόκληρη πολιτεία. 

Μέσα στις λαϊκές αφηγήσεις συναντάμε όλων των ειδών τα στοιχειά, σε κάθε σπηλιά, βουνό, σταυροδρόμι, σε κάθε γωνιά, με το κάθε ένα να έχει έναν δικό του, μοναδικό χαρακτήρα, άλλοτε είναι καλοκάγαθα, άλλοτε κακόβουλα και μοχθηρά. Σαν να αντιπροσωπεύουν την ενέργεια που είναι συσσωρευμένη στο κάθε μέρος και να μαρτυρούν τη σφοδρότητα των γεγονότων που βαραίνουν τον εκάστοτε τόπο, ή το αντίθετο.

 


 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ & BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

(1) Το όνομά τους δεν προέρχεται από τις Γοργόνες, λέγονται έτσι γιατί χαρακτηριστικό τους είναι να εργάζονται γοργά, γρήγορα.

(2) Αγελούδες, λένε οι Τήνιοι τις Νεράιδες. Οι οποίες, σύμφωνα με τις προφορικές διηγήσεις, έκαναν την εμφάνισή τους σε τόπους όπου υπήρχε νερό, σε λαγκάδια, ρεματιές, πηγές και βρύσες. Τρόμαζαν τους περαστικούς και έκαναν τα ζώα τους να αφηνιάζουν. Τις έβλεπαν επίσης συχνά οι γυναίκες που πήγαιναν να πλύνουν ρούχα με το πρώτο φως της ημέρας. Λέγεται ότι η παρουσία τους ήταν πολύ επιβλητική, καθώς παρουσιάζονταν σαν ολόλαμπρες, πανύψηλες γυναίκες, ντυμένες στα λευκά. Η μορφή τους και η απόκοσμη λάμψη που σκόρπιζαν ολόγυρά τους, ήταν αρκετά για να κάνουν τους ανθρώπους, να τραπούν, έντρομοι σε φυγή.

(3) Σύμφωνα με κάποιους οι στύλοι είναι πέτρινοι ενώ άλλοι αναφέρουν πως είναι ξύλινοι.

(4) Η παρομοίωση των καλικαντζάρων με τις ψυχές είναι ένα ακόμα γνώρισμα, που εάν το συμψηφίσουμε με την υπόγεια διαμονή τους, οδηγούμαστε πάλι στην ελληνική μυθολογία και στον Άδη και τις ψυχές του Κάτω Κόσμου, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 Δεκεμβρίου περίπου) μπορούσαν να περάσουν τις ανοικτές σιδερένιες πύλες του κάτω κόσμου και να βρεθούν για λίγο ανάμεσα στους εν ζωή ανθρώπους.

(5) Στην Τήνο τους Καλικάτζαρους τους λένε Καλσαγγάρους, και πιστεύουν πως είναι άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα στην περίοδο των δώδεκα ημερών και κάθε χρόνο αυτοί αποκτούν μια παράλογη συμπεριφορά, τριγυρνώντας τις νύκτες στους δρόμους κάνοντας μεγάλο σαματά, μπαίνοντας μέσα σε σπίτια και κάνοντας όλων των ειδών τις ζημιές. Κάποιοι λένε μάλιστα πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια μακριά μαύρη ουρά που την κρύβουν καλά κάτω από τα ρούχα τους για να μην φαίνεται, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου!

(6) Μολύνουν, λερώνουν.

(7) Ιστ. 603, σελ.342, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ.Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ 1960,ΤΟΜΟΣ  Β΄.

(8) Πολλές εξιστορήσεις μιλούν για την ανεξήγητη εμφάνιση μιας μικρής συστάδας από κόκκινες φλόγες. Πρόκειται για δαιμόνια-πνεύματα της φωτιάς που η λαϊκή μας παράδοση τα ονομάζει, συνήθως, τελώνια.

(9) Ιστ.457, σελ.256, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΝΙΚ.Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ 1960, ΤΟΜΟΣ Α΄.

(10) Σε αυτό το γεγονός πίστευαν πολύ, μάλιστα, οι μεγάλες γυναίκες αν τύχαινε να ξεστομίσουν κακή κουβέντα για κάποιον που είχε πεθάνει, συνήθιζαν να γυρνούν τη χρυσή τους βέρα ή άλλο χρυσό δακτυλίδι, γύρω από το δάκτυλό τους λέγοντας τρεις φορές: «Το δακτυλίδι μου γυρνώ, σ’ αυτό να πάει το κακό!». Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν πως το δακτυλίδι απορροφούσε την κατάρα και απέφευγαν να πάει στον νεκρό άνθρωπο μην τύχει και μείνει «άλιωτος».

(11) Ένα μακρύ, ξύλινο ραβδί, με αιχμηρή, σιδερένια άκρη. Εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για το κέντρισμα των αγελάδων.  

ΝΙΚ. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΙ Α΄& Β΄, ΑΘΗΝΑΙ 1960 ΑΙΚ. ΤΣΟΤΑΚΟΥ-ΚΑΡΒΕΛΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, ΕΚΔ. ΣΟΚΟΛΗ 2003.