Η Ιδέα της Ενότητας στην Ελληνική Σκέψη | Έρικα Γεωργιάδη

Έρικα Γεωργιάδη 


 

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ένα μικρό μέρος μίας εργασίας μου με θέμα «Το Ολυμπιακό Ιδεώδες της Παγκόσμιας Αδελφότητας» που θα παρουσιάσω στο Πανεπιστήμιο Warwick του Coventry στην Αγγλία, τον ερχόμενο Αύγουστο, ως επίτιμη ομιλήτρια προσκεκλημένη από τη Θεοσοφική Εταιρεία Αγγλίας.

Η ιδέα της πρωταρχικής ενότητας έχει εγγενή σχέση με την έννοια της παγκόσμιας αδελφότητας γιατί δείχνει θεωρητικά την διασύνδεση και αλληλεξάρτησή μας. Όταν ο Πλάτωνας αναφέρεται στη φύση του σύμπαντος, παραδέχεται την ύπαρξη, όχι μόνο ενός ουσιώδους συνδετικού κρίκου που μας ενώνει όλους, αλλά και μίας συμπαντικής ψυχής επίσης, που κατακλύζει τα πάντα με διάνοια. Στον «Τίμαιο» αναφέρεται στον Μακρόκοσμο ως ζώντα και ευφυή[1] και ισχυρίζεται ότι υπάρχει, τόσο μία παγκόσμια, όσο και μία ατομική ψυχή:  

… συνέθεσε το σύμπαν θέτοντας νου στη ψυχή και ψυχή στο σώμαθεωρώντας ότι το έργο του θα ήταν το κάλλιστο και άριστο μέσα στη φύσηΣύμφωνα με την εύλογη πιθανότητα πρέπει να πούμε ότι αυτός ο κόσμος είναι έμψυχος, ζωντανός, και ότι έγινε αληθινά χάρη στη πρόνοια του Θεού. … Όλα τα νοητά ζωντανά περιλαμβάνονται μέσα σ’ εκείνον τον κόσμο, όπως αυτός εδώ εμπεριέχει εμάς και τ’ άλλα ορατά θρέμματα. (Πλάτων, Τίμαιος, μετάφραση Β. Κάλφας, 1995).

Για τον Πλάτωνα δεν συνδεόμαστε όλοι μεταξύ μας μόνο μέσω της παγκόσμιας ψυχής, αλλά και μέσω της ύπαρξής μας μέσα στο κόσμο που είναι και ο ίδιος ένα ζωντανό πλάσμα. Από την άλλη ο Πλωτίνος στη κοσμολογία του επικεντρώνεται σε τρεις αρχές: στη Μονάδα, τη Διάνοια και τη Ψυχή και δεν αναφέρεται στην αρχή του Κόσμου ή στο τέλος του, αλλά σε μία διαδοχή εκπορεύσεων σχετική με τις τρεις κοσμολογικές αρχές[2]. Η ιδέα της ενότητας ήταν τόσο κεντρική για τον Πλωτίνο που φθάνει μέχρι το να θέσει το ερώτημα εάν υπάρχει κάτι άλλο εκτός της ενότητας:[3]

Όταν υποστηρίζουμε ότι ο κόσμος υπήρχε πάντοτε στο παρελθόν και θα υπάρχει στο μέλλον, αν και έχει σώμα, στον βαθμό που ανάγουμε την αιτία στη Βούληση του Θεού, ίσως εν πρώτοις να λέμε αλήθεια, δε δίνουμε ωστόσο καμία σαφή εξήγηση. (ΠλωτίνοςΕννεάδες 2-1-1, Οδυσσέας Χατζόπουλος, 2000). 

Χάρη στην ενότητα τα όντα είναι όντα. Αυτό είναι εξίσου αληθές για τα πράγματα των οποίων η ύπαρξη είναι πρωταρχική και για όλα όσα μπορούν σε οποιοδήποτε βαθμό να συμπεριληφθούν μεταξύ των όντων. Τι θα μπορούσε να υπάρχει παρά μόνο σαν ένα πράγμα; Στερημένο από ενότητα, ένα πράγμα παύει να είναι αυτό που αποκαλείται. Δεν υπάρχει στρατός παρά μόνο σαν μία ενότητα και ο χορός και η αγέλη πρέπει να είναι ένα πράγμα. Ακόμη και το σπίτι και το πλοίο απαιτούν ενότητα, ένα σπίτι, ένα πλοίο. Εάν φύγει η ενότητα δεν απομένει τίποτα. Έτσι ακόμη και τα συνεχή μεγέθη δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς σύμφυτη ενότητα. Αν τα διασπάσετε, το ίδιο τους το είναι αλλοιώνεται στο μέτρο της απώλειας της ενότητας… (Ό.π. 6-9-1).

Ο Πλωτίνος δεν αναφέρεται στη Μονάδα ως έννοια γιατί ποτέ δεν τη καθορίζει, παρ’ όλα αυτά η Μονάδα είναι η καίρια βάση της φιλοσοφίας του. Η Μονάδα δεν μπορεί να γίνει γνωστή ή αντιληπτή μέσω της λογικής γιατί μία τέτοια διαδικασία απαραίτητα διαφοροποιεί και ξεχωρίζει τα πράγματα. Ισχυρίζεται ότι η Μονάδα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσω της άμεσης εμπειρίωσης του μεγαλείου της. Τέτοια εμπειρική βίωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω πρακτικών, όπως στοχασμός για την ουσία όλων των πραγμάτων.[4]  Επιπρόσθετα, διατείνεται ότι η διαδικασία αυτού του στοχασμού δεν οδηγεί τον νου στην επιστροφή στην πρωταρχική ουσία του, γιατί η Μονάδα δεν είναι από μόνη της μία αιτία αλλά μία αιώνια πιθανότητα.[5]

Ο προ-Σωκρατικός φιλόσοφος Αναξαγόρας αναφέρεται επίσης στην ουσιώδη ενότητα των πάντων, αλλά τονίζει την ανομοιότητα:

Αλλά πριν αυτά διαχωριστούν, όταν (ή «από τότε») όλα τα πράγματα ήταν ενωμένα, ούτε καν ένα χρώμα δεν είχε εκδηλωθεί, γιατί η ανάμιξη όλων των πραγμάτων δεν το επέτρεπε … Αφού αυτό είναι έτσι, είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι όλα τα πράγματα υπήρχαν στο σύνολο (frag4b). Τα πράγματα στον έναν Κόσμο δεν είναι ξεχωριστά το ένα από το άλλο, ούτε διαρρηγμένα με ένα τσεκούρι, ούτε το ζεστό από το κρύο, ούτε το κρύο από το ζεστό (Αναξαγόρας, από παράθεση του McKirahan, 2011).

Ο Αναξαγόρας αναφέρεται σε μία ουσιώδη ενότητα από την οποία κατάγονται τα πάντα, όπως επίσης και στην ανομοιότητα που προέρχεται από μία τέτοια ενότητα: χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, τις έννοιες του κρύου και του ζεστού. Με αυτή τη μεταφορά τονίζει την αλληλεξάρτηση και διασύνδεσή μας γιατί το ένα φαινόμενο δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο. Η ανομοιότητα στην ουσία εξαρτάται και προέρχεται από την ενότητα και το αντίθετο.

Ο Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ, ιστορικός και φιλόσοφος γενικότερα γνωστός για την ερμηνεία του στις Πυθαγόρειες διδασκαλίες, υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αν και έχουν διασωθεί πολύ λίγα από τα γραπτά του, ο Διογένης Λαέρτιος τον παραφράζει:[6]

Η αρχή των πάντων είναι η ενότητα (μονάς).  Η ενότητα είναι η αιτία της αόριστης δυαδικότητας ως μία ύλη. Και η ενότητα και η αόριστη δυαδικότητα είναι πηγές των αριθμών. Τα σημεία εκπορεύονται από τους αριθμούςΟι γραμμές - από τα σημείαΑπό γραμμές είναι τα επίπεδα σχήματαΑπό επίπεδα είναι τα ογκομετρικά σχήματαΑπό αυτά – λογικά αποδεκτά στερεά – στα οποία τα τέσσερα στοιχεία είναι – φωτιά, νερό, γη και αέρας, που κινούμενα και εναλλασσόμενα ολοκληρωτικά, εγείρουν το σύμπαν – εμπνευσμένο, ευφυές, σφαιρικό, στο μέσον του οποίου είναι η γη. Και η γη είναι επίσης σφαιρική και κατοικείται σε όλες τις πλευρές της. (Διογένης ΛαέρτιοςΒιβλίο 8, 25, από παράθεση του Romanov, 2005).

Βλέπουμε και πάλι την έμφαση στην ενότητα και την ανομοιότητα. Ο Πυθαγόρας αποδίδει στη Μονάδα την καταγωγή των πάντων και ισχυρίζεται ότι η εκτυλισσόμενη δυαδικότητα της ζωής εξαρτάται και συνδέεται με αυτή τη βασική ενότητα που αγκαλιάζει τα πάντα. Σε αυτό το θέμα οι, Πλάτωνας, Πλωτίνος, Αναξαγόρας, Αλέξανδρος Πολυίστωρ και πολλοί άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι, αναγνωρίζουν στη κοσμολογική τους μεταφυσική μία ουσιώδη ενότητα που μας ενώνει όλους, και με τον τρόπο αυτό αγκαλιάζουν την αφηρημένη έννοια της παγκόσμιας αδελφότητας.

Τώρα θα κάνουμε μία σύντομη αντιπαράθεση μεταξύ της Αρχαίας Ελληνικής σκέψης (9ο – 6ο αι. π.Χ.) και της Κλασσικής (5ο – 4ο αι. π.Χ.), ξεκινώντας με τα γραπτά των, Όμηρου (850 π.Χ.), Ησίοδου (750/650 π.Χ.) και Αισχύλου (525  455 π.Χ.που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ελληνικής κουλτούρας.

Στα Ομηρικά έπηepics, δεν υπάρχουν ίχνη εθνικισμού. Ο Όμηρος εκφράζει ομοιογένεια χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις, έτσι όπως αυτές προέρχονται από πρότυπα ανώτερων και κατώτερων φυλών. Σαν παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αφήγησή του στον Τρωικό πόλεμο. Αναγνωρίζει τους ήρωες και των δύο πλευρών και αναφέρεται στους Τρώες με την ίδια ευλάβεια και τον ίδιο σεβασμό που αναφέρεται και στους Έλληνες. Αναφέρεται επίσης σε αυτούς που μιλούν κάποια ξένη γλώσσα χρησιμοποιώντας τον επιθετικό προσδιορισμό «αλλόθροοι», προσδιορισμός που σημαίνει άνθρωποι που μιλούν κάποια διαφορετική γλώσσα, και όχι ως «βάρβαροι». Μόνο μία φορά χρησιμοποιεί τη λέξη «βαρβαρόφωνοι» για να αναφερθεί στους Καρίους, οι οποίοι μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα με έναν πολύ περίεργο τρόπο.[7]

Όταν αναφερόταν στους Αιγύπτιους, ο Όμηρος δεν μιλούσε για το σκούρο χρώμα τους, και αναφέρεται στους Αιθίοπες (Αιθιοπία είναι μία ελληνική λέξη που σημαίνει «καμένο ή ηλιοψημένο πρόσωπο») με τον ακόλουθο τρόπο: «οι ‘άνθρωποι με το καμένο πρόσωπο’ από το μακρινό νότο, των οποίων το χρώμα δεν τους εμποδίζει από το να είναι ευνοούμενοι των Θεών»[8]. Έτσι, εθνικισμός βασισμένος στη γλώσσα, ή φυλετική προκατάληψη βασισμένη στο χρώμα, δεν βρίσκονται στα γραπτά του Ομήρου. Τα κύρια διαχωριστικά μοντέλα που τονίζει, είναι σχετικά με το φύλο (γυναίκες - άντρες) και το κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς.[9] Για παράδειγμα, οι γυναίκες θεωρούνται κατώτερες των αντρών,[10] και οι πλούσιοι ή οι ευγενείς (άριστοι) θεωρούνται ως οι καλύτεροι άνθρωποι. Αυτό που υποδεικνύει την ιδέα της αδελφότητας στα γραπτά του Ομήρου είναι η αναφορά του στον Δία ως «πατέρα όλων των ανθρώπων και Θεών», όπως επίσης και στο ότι το κοινό στοιχείο μεταξύ όλων των ανθρώπων είναι η θνησιμότητά τους.[11]

Ο Ησίοδος αναφέρεται στις εποχές των ανθρώπων: την Χρυσή, την Αργυρή, τη Χάλκινη και την εποχή του Σιδήρου. Η Χρυσή Εποχή είναι αυτή η περίοδος κατά την οποία όλη η ανθρωπότητα ζούσε ειρηνικά και ευτυχισμένα, ενώ η Εποχή του Σιδήρου είναι αυτή των σκληρών χρόνων. Η έννοια της Χρυσής Εποχής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το «σπέρμα της ιδέας ότι η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για ένα τρόπο ζωής που τερματίζει τις συγκρούσεις και φέρνει παγκόσμια ειρήνη.»[12]

Στα έργα του Αισχύλου, προκατάληψη βασισμένη στο χρώμα δεν υπάρχει. Μία αναφορά στο χρώμα βρίσκουμε στο έργο του «Πέρσες», όχι όμως ρατσιστική αλλά απλά για να τονίσει τη διαφορά στο χρώμα του δέρματος.[13]

Αν και στην Αρχαία Ελληνική λογοτεχνία δεν υπάρχουν ίχνη ρατσισμού, στον Ελληνικό Κλασσικό κόσμο, η ιδέα της παγκόσμιας αδελφότητας ήταν μία άγνωστη έννοια. Μεταξύ των Κλασσικών Ελλήνων υπήρχαν διάφορα είδη διαχωρισμών και ανισοτήτων. Υπήρχαν διαχωρισμοί φύλων, με τις γυναίκες γενικά απομονωμένες και εξαιρούμενες από τη δημόσια ζωή. Υπήρχαν ταξικοί διαχωρισμοί, με αυτούς που είχαν γεννηθεί σε πλουσιότερες οικογένειες να έχουν περισσότερα προνόμια σε σύγκριση με αυτούς που είχαν γεννηθεί σε φτωχές. Υπήρχαν ανισότητες στο πολιτικό καθεστώς: σκλάβοι, ελεύθεροι, αυτόχθονες και αλλοδαποί.[14] Για παράδειγμα, η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες επιτρεπόταν μόνο σε Έλληνες. Οι Βάρβαροι (εννοώντας αυτούς που δεν μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα), όπως και οι γυναίκες, δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν στους αγώνες.[15] Επίσης είναι σχετικό να σημειώσουμε ότι η δουλεία στην Κλασσική Ελλάδα δεν βασιζόταν στο χρώμα του δέρματος. Δούλοι ήταν εκείνοι που αιχμαλωτίζονταν κατά τη διάρκεια πολέμων και προέρχονταν απο κατεκτημένες χώρες:

[H]istorically it is pretty well proved now that the ancient Greeks and Romans knew nothing about race. They had another standard—civilized and barbarian—and you could have white skin and be a barbarian and you could be black and civilized (C.L.R. James quoted in Lang, 2002).

There were also divisions resulting from the animosity expressed toward outsiders, or against the citizens of one city towards the citizens of other Hellenic city: for example, the rivalry between Spartans and Athenians, or the Ionian against the Dorian.

Participation in the Eleusinian mysteries, is worth noting was open to women and to foreigners, who could speak the Hellenic language as well as to slaves.[16] Also the participation in the Kabirian Mysteries was open to all.

The reason why in Classical Hellas prejudice based on language became a social phenomenon seems to be the result from conflicts between the Hellenes and other people, such as the Persians, as well as contact with ideas of other cultures. For example Herodotus wrote that: ‘The Egyptians' call all who do not speak their language barbarians’.[17]

In Ancient Hellenic literature there is no trace of racial prejudice based on colour or language. However they had social divisions based on socio economic status the wealthy is the best one, gender division and slaves. Even though, the Ancient Hellenic thought did not expressed an ideal society, the notion of universal brotherhood in the Western world can be traced to it in ideas such as the Golden Age and that Zeus was considered father of all men, and in the total absence of racial distinctions such as the idea of superior and inferior races. 

 


  

[1] McDonough, 2010

[2] Moore, 2008.

[3] Ibid

[4] More, 2008

[5] Ibid

[6] Romanov, 2005.

[7] Baldry, 1965, p. 9

[8] Ibid p. 10

[9] Ibid p. 11

[10] Ibid p. 13

[11] Ibid p. 12 

[12] Ibid p. 16

[13] Ibid p. 18

[14] Ibid p. 4

[15] Ibid p. 22

[16] Price, 1999

[17] Herodotus, cited in Baldry, pg. 21 

Baldry, C.H. (1965) ‘The Unity of Mankind in Greek Thought’, United States of America: Cambridge University Press

McDonough, Richard. ‘Plato’s Organicism’ 2010. Internet Encyclopeadia of Philosophy - A Peer Reviewed Academic Resource. 14 Apr. 2012. <http://www.iep.utm.edu/platoorg/#SH2b>.

Moore, Edward, (2008) ‘Plotinus’, Internet Encyclopaedia of Philosophy - A Peer Reviewed Academic Resource. Available: http://www.iep.utm.edu/plotinus/#H2. Last accessed 14th April 2012.

Price, Simon. ‘The Eleusinian Mysteries, p. 102.’ Religions of the Ancient Greeks. United Kingdom: Cambridge University Press, 1999.

Romanov, Oleg. "Alexander Polyhistor (1st C. BCE)." Internet Encyclopeadia of Philosophy - A Peer Reviewed Academic Resource. 2005. 14 Apr. 2012. <http://www.iep.utm.edu/alexpoly/>.