Η Τελευταία Σκέψη | Κάρολος V 1082
Κάρολος V 1082]
Ξεκινώντας μια τόσο ιδιαίτερη και σύνθετη αναζήτηση σε ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα θα πρέπει αρχικά να καθορίσουμε με ακρίβεια τι είναι για εμάς «σκέψη», αλλά και τι την προσδιορίζει ως τελευταία, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τη στιγμή αλλά και την ουσία της. Σαν σκέψη μπορούμε να ορίσουμε την διεργασία του νου, ο οποίος, σε συνδυασμό με τον εγκέφαλο που αποτελεί το υλικό μέσο έκφρασής του, την αποδίδει ως αποτύπωμα στο πνευματικό και ως αποτέλεσμα στο υλιστικό πεδίο. Είναι συνεπώς μία δράση του νου που εκδηλώνεται έτσι, ώστε να προβάλλει με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός, μία σειρά απόψεων, κρίσεων και συμπερασμάτων, τα οποία μπορούν να γίνουν θεωρητικά κατανοητά. Κατά τη φάση και την εκδήλωση της δράσης αυτής, το αποτέλεσμα αλλά και ο βαθμός κατανόησης έχει να κάνει με το ίδιο το υποκείμενο που εκδηλώνει τη δράση αυτή, εάν αυτή δεν εξωτερικεύεται, ή και με περισσότερα άτομα εάν αυτή εκδηλώνεται και εκφράζεται δημόσια, χωρίς αυτό όμως να καθορίζει -και μονοσήμαντα να αντιστοιχεί- και το βαθμό κατανόησής της από τον καθένα.
Ο χρονικός προσδιορισμός που καθιστά μία τέτοια δράση ως τελευταία, θα πρέπει να ορίσει και το σύστημα αναφοράς με βάση το οποίο καθορίζεται ως τέτοια. Είναι άκρως απαραίτητος ο συγκεκριμένος προσδιορισμός διότι χρονικά, εντός δηλαδή της συγκεκριμένης διάστασης, θα πρέπει να αναλύσουμε πως κατανοούμε το πεπερασμένο του χρόνου στο οποίο αναφερόμαστε, τι δεσμεύσεις αυτό δημιουργεί, πως αυτές επιδρούν τόσο χωροχρονικά όσο και ψυχοσυνθετικά σε εμάς - και τελικά υπό το πρίσμα αυτών των παραμέτρων, πώς η σκέψη μας επηρεάζεται, κάτι που προφανώς δε θα συνέβαινε με τον ίδιο τρόπο εάν δεν υπήρχαν οι παραπάνω συνθήκες.
Η αντίληψή μας για τον χρόνο στο υλιστικό πεδίο αλλά και στο πεδίο όπου συνδυάζονται οι διαστάσεις που τον βιώνουμε, έχει να κάνει με μία σειρά από παραδοχές. Εφόσον αυτές τις ακολουθήσουμε, όπως κάνει άλλωστε η πλειονότητα των ανθρώπων, θα οδηγήσουν σε συμπεράσματα που θέτουν κάποιους κανόνες, αλλά επίσης, δεσμεύουν πολλούς από τους βαθμούς ελευθερίας της ίδιας της σκέψης μας, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω. Στην τωρινή –χρονικά- πορεία μας, ή πιο καλά εντός των ορίων της τρέχουσας ενσάρκωσής μας, υπάρχει μία αρχή και ένα τέλος. Υπάρχει μία συγκεκριμένη διακριτή διαδρομή που ορίζεται εντός της διάστασης του χρόνου, με όρια που προσδιορίζονται με σαφή τρόπο από την αρχή και το τέλος μας ως ενσάρκωση.
Εδώ βρίσκεται και το πρώτο ενδιαφέρον σημείο–παρατήρηση: τα χρονικά όρια, ή καλύτερα η αρχή και το τέλος, προσδιορίζονται με σαφή τρόπο για την παρουσία μας κατά τη φάση αυτή, δεν έχουν όμως καμία απολύτως σχέση ή σύνδεση με την ίδια την ύπαρξή μας, της οποίας ο χρόνος δεν προσδιορίζεται και δε συγκεκριμενοποιείται, τουλάχιστον με βάση τα υλιστικά πρότυπα και συνθήκες. Έχουμε δηλαδή κάτι που ενώ από τη μία πλευρά είναι τόσο προφανές και συγκεκριμένο, από την άλλη είναι χαώδες, αέναο και αδιευκρίνιστο, με συνέπεια κάθε χρονικός προσδιορισμός να μην έχει καταρχήν το ίδιο και πιθανά καθόλου νόημα προσεγγίζοντάς τον με τον συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό λοιπόν που με βάση τα δεδομένα και τους κανόνες της υλιστικής μας υπόστασης, με βάση τα ισχύοντα και «κοινώς» αποδεκτά της ενσαρκωμένης μας φύσης, έχει αρχή και τέλος, σε ένα άλλο επίπεδο φαντάζει ως μία ασυμπτωτικά συγκλίνουσα καμπύλη όπου ο άξονας του χρόνου δε μπορεί ποτέ να τμηθεί και συνεπώς να οριστεί κάποιο τέλος.
Όμως ας πάρουμε ως αρχικό δεδομένο την καθαρά υλιστική και κοινότυπη θα έλεγα συμπεριφορά, με όλα τα χαρακτηριστικά που την προσδιορίζουν και με όλες τις παραμέτρους που, είτε ως αποδοχή είτε ως θέση, την καθιστούν ως τέτοια. Σε αυτή τη περίπτωση ο άνθρωπος φτάνει στο τέλος, όπως αυτό το ορίσαμε, και μοιραία θα πρέπει κάτι να σκεφτεί, θα πρέπει κάτι νοητικά να εκτελέσει ως τελευταία δράση του σε αυτή του την ενσάρκωση. Το πρώτο που θα πρέπει να εξετάσουμε είναι εάν ο άνθρωπος αυτός, που κάλλιστα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς, έχει κάνει ποτέ τη σκέψη πως θα έρθει η ώρα για την τελευταία του σκέψη, πως κάποια στιγμή θα φτάσει το τέλος αυτής του της φάσης και πως η διαδρομή του εδώ, θα ολοκληρωθεί.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο γιατί αν κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει, τότε για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχει ο κίνδυνος να εκπλαγεί τόσο πολύ, που και μόνο το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το τέλος του, όπως αυτό ορίζεται, να μην του επιτρέψει τίποτα παραπάνω από το να παραμείνει χωρίς καμία αντίδραση. Ή να μπορέσει απλά να σκεφθεί ότι τίποτα δεν έχει γίνει όπως θα το ήθελε, ή τουλάχιστον όπως αυτή τη στιγμή νομίζει ότι θα έπρεπε να είχε γίνει. Ακόμα μπορεί να καταφέρει να αναλογιστεί κάποια πράγματα και ίσως δει -όπως χαρακτηριστικά λέγεται- όλη του τη ζωή σε έναν πολύ σύντομο χρόνο σα μια σειρά εικόνων, σα μία ταινία. Το βέβαιο είναι πως όντας μη προετοιμασμένος ο συγκεκριμένος άνθρωπος και υπό το καθεστώς της έκπληξης δε θα μπορέσει να σκεφτεί συνολικά και δε θα μπορέσει να εστιάσει σε πράγματα που πιθανώς θα έκανε εάν είχε ήδη προετοιμαστεί για τη στιγμή αυτή και εάν είχε συνειδητοποιήσει πως κάποτε αυτή η στιγμή θα έρθει.
Σε αυτή την κατηγορία τώρα, όπου ουσιαστικά αναμένουμε το γεγονός αυτό, υπάρχει η δυνατότητα της προετοιμασίας, άρα αναμφίβολα υπάρχει περισσότερος χρόνος ώστε αυτή η σκέψη να είναι για τον καθένα, όσο είναι δυνατόν πιο χρήσιμη, ουσιώδης και εποικοδομητική. Υπάρχει εδώ λοιπόν χρόνος, που στην προηγούμενη περίπτωση δεν υπήρχε και που εδώ βοηθά τους ανθρώπους να προετοιμαστούν ή και να αλλάξουν κάποιες φορές απόψεις. Επίσης, διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να κάνουν αυτή τη σκέψη σε διαφορετικούς χρόνους. Κάποιος μπορεί χρονικά να την κάνει νωρίτερα από κάποιον άλλο, συνεπώς ακόμα και μεταξύ αυτών που έχουν το χρόνο να προετοιμαστούν, κάποιοι έχουν περισσότερο από τους άλλους. Όμως σε κάθε περίπτωση στην κατηγορία αυτή, υπάρχει το γεγονός ότι γνωρίζουμε, αλλά και αναμένουμε κάποια στιγμή να βρεθούμε σε αυτή τη θέση.
Γενικά, οι άνθρωποι έχουμε την αίσθηση αυτού που ονομάζεται «τέλος» και γνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτό. Και αφού θα πρέπει να προετοιμαστούμε για κάτι, αυτό δε θα πρέπει να αναφέρεται σε ότι έχει συμβεί πριν, οπότε να αποτελεί και μία κρίση για αυτό; Είναι κάτι που υφίσταται ως υλιστική πεποίθηση και ως ένα αποτύπωμα κοινωνικά παγιωμένο, ή είναι κάτι που όταν το επεξεργαστούμε αισθανόμαστε περίεργα, που υπάρχει εσωτερικά και που μας φωνάζει σηματοδοτώντας τη σημαντικότητά του; Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως πεποιθήσεων και απόψεων, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και γνώσης περί αυτού που ονομάζουμε «τέλος», έχουν μία τεράστια αγωνία για αυτό και το αντιμετωπίζουν ως κάτι εξαιρετικά σημαντικό και πολλές φορές απόκοσμο. Γεγονός είναι πως η στιγμή αυτή θα έρθει για όλους και ότι κανείς δε μπορεί να την αποφύγει. Τι είναι όμως αυτό που την κάνει για όλους τόσο ιδιαίτερη; Μήπως στο υποσυνείδητο, ή ακόμα και στο ασυνείδητο, υπάρχει κάποια απάντηση ως αρχέτυπη καταγραφή που δημιουργεί αυτή την ανεξήγητη έκπληξη, ή απλά έχει να κάνει με την άγνοια του ανθρώπου για το μετά; Επομένως και για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα πράγματα αυτή τη τελευταία στιγμή, αλλά και πιθανώς με ποιο τρόπο θα κριθεί μετά;
Είναι πάντως πολύ συνηθισμένο το γεγονός ότι οι άνθρωποι, όσο πλησιάζουν πιο κοντά προς το βιολογικό τους τέλος τόσο αλλάζουν συμπεριφορά. Άλλοι γίνονται πιο πράοι, άλλοι πιο καταδεκτικοί, άλλοι αποκτούν μεγαλύτερες ανοχές, ενώ πάρα πολλοί είναι αυτοί που μετά τα πενήντα ή τα εξήντα τους ξαφνικά ανακαλύπτουν το Θεό και την εκκλησία. Υπάρχει δηλαδή μία αλλαγή συμπεριφοράς όσο το τέλος έρχεται πιο κοντά, κάτι που επιβάλλει να γίνουμε «καλύτεροι», ειδικότερα σε αυτό το σημείο της ζωής μας. Το ερώτημα είναι, πρέπει κάποιος να σπαταλήσει τόσα χρόνια κάνοντας αυτό που δεν πρέπει, για να φτάσει τελικά να κάνει αυτό που νομίζει ότι πρέπει, όπως αυτό προσδιορίζεται από αυτή την αλλαγή στάσης στη ζωή του; Και αυτά τα οποία κάνει τώρα, αυτά που αλλάζει, τροποποιεί ή βελτιώνει, τα κάνει γιατί τα κατάλαβε, τα κατανόησε, τα γνώρισε, τα άκουσε τώρα, ή γιατί αισθάνεται το χρόνο να τον πιέζει ασφυκτικά; Τα κάνει γιατί έτσι ξαφνικά αποφάσισε να γίνει κάτι άλλο και να βελτιωθεί, γιατί κατάλαβε ότι η στάση του ήταν λάθος και πρέπει να την αλλάξει, συναισθάνθηκε την κάθε πιθανή αδικία που διέπραξε, λυπήθηκε για τον κάθε συνάνθρωπό του που πιθανώς έβλαψε, αναλογίστηκε πόσο ανούσια σπατάλησε τη ζωή και συνεπώς το χρόνο που του δόθηκε, ή τα κάνει γιατί τρέμει τη στιγμή όπου θα ερωτηθεί και θα κριθεί για ότι έκανε, σκέφτηκε και ένοιωσε στο πέρασμα του από αυτή τη ζωή-ενσάρκωση και τρέμει για το αποτέλεσμά αυτής της ετυμηγορίας; Τρέμει τι θα πει πρωτίστως στον ίδιο του τον εαυτό για το σύνολο των πεπραγμένων του, τρέμει τι και ποιος πιθανώς θα εμφανιστεί μπροστά του και πως αυτός θα τον κρίνει; Και εάν αυτό το τέλος το έχει πρωτύτερα αναλογιστεί και έχει, όπως θα λέγαμε ο άνθρωπος «προετοιμαστεί», όσο αυτό βέβαια είναι δυνατό, τι θα είναι αυτό που θα διαφοροποιήσει ή καλύτερα, που θα πρέπει να διαφοροποιήσει αυτή την τελευταία σκέψη του από οποιαδήποτε άλλη έχει πιθανώς κάνει στη διάρκεια της ζωής του;
Αν θεωρήσουμε πως αυτή η τελευταία , έτσι όπως εδώ την ορίζουμε, σκέψη, έχει κάτι πραγματικά το ιδιαίτερο, έχει χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική λόγω του χρόνου στον οποίο γίνεται, δε θα αποτελεί μοιραία μία κατάληξη όλων των προηγούμενων σκέψεων πράξεων και ενεργειών που ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει ήδη εκτελέσει; Δεν είναι η κατάληξη αυτή το τέλος της πορείας του στη συγκεκριμένη ενσάρκωση και δεν αποτελεί έτσι η σκέψη του αυτή, την ετυμηγορία αναφορικά με τα πεπραγμένα του; Σαφώς και είναι έτσι και με κανένα τρόπο αυτή η τελευταία νοητική δράση δε μπορεί να είναι αποκομμένη από το σύνολο, αλλά και από τα επί μέρους χαρακτηριστικά της πορείας του ατόμου. Καταλήγουμε λοιπόν με τη χρήση της συγκεκριμένης λογικής να πούμε πως αυτή η πορεία θα καθορίσει τελικά και αυτή την τελευταία σκέψη που θα κάνουμε.
Από αυτόν το συλλογισμό προκύπτει ένα τεράστιο σφάλμα, ένα θα έλεγα άτοπο. Αυτό που είναι συνεχές και αναλλοίωτο, αυτό που δεν έχει αρχή και τέλος, που είναι η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου, έρχεται ο ίδιος και το περιορίζει χρονικά με τη στάση του και τον τρόπο που το διαχειρίζεται. Ενώ δηλαδή έχει θεωρητικά τη δυνατότητα να ενεργεί με τρόπο σωστό σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, έρχεται ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του να βάζει χρονικούς περιορισμούς με τη δημιουργία περιόδων όπου εντός τους λειτουργεί έτσι ή αλλιώς. Με τον τρόπο αυτό δε μπορεί ούτε τη γαλήνη να επιτύχει, πολύ δε περισσότερο την αρμονία. Δε μπορεί να ξεφύγει από τα δεσμά της υλιστικής και βέβηλης πολλές φορές υπόστασής του και να ανυψωθεί προς τον ανώτερο εαυτό του προκειμένου να λειτουργήσει, όχι στο επίπεδο της πραγματικότητας που βιώνει, αλλά στο επίπεδο ή προς το επίπεδο που πρέπει να ανέλθει. Και έτσι, είτε έχει προετοιμαστεί είτε όχι, η τελευταία σκέψη του, η ανασκόπηση δηλαδή της ζωής του, η αποτίμησή της, θα έχει γεύση πικρή και στενάχωρη, γιατί αυτό ακριβώς εκείνη την τελευταία στιγμή, και θα το δει και θα το συνειδητοποιήσει.
Σε κάτι που είναι συνεχές δεν υπάρχει χρονική διάκριση και όταν το ορίζουμε ως τελευταίο εντός μίας έννοιας που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αυτό καθιστάται προβληματικό εξορισμού. Πότε το τέλος μου θα έρθει, το τέλος της τρέχουσας ενσάρκωσής μου, είναι κάτι που τουλάχιστον αυτή τη στιγμή δεν το γνωρίζω. Για τον λόγο αυτό και εάν πρωτίστως επιθυμώ να είμαι με τον εαυτό μου ειλικρινής, θα πρέπει να αποδεχτώ ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Συνεπώς ούτε χρόνος προετοιμασίας υπάρχει, ούτε δυνατότητες περιόδων όπου εντός τους θα μπορώ να λειτουργώ με διαφορετικό χαρακτήρα ή τρόπο. Μόνο η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού καθαυτού σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα της επιλογής συγκεκριμένων συνθηκών και παραμέτρων εντός μίας περιόδου που είναι συνεχής, απαντά στο τι μπορεί να είναι αυτό που θα πρέπει να κάνω. Και μόνο η συνειδητοποίηση ότι η τελευταία σκέψη είναι η κάθε σκέψη που κάνω μπορεί να οδηγήσει στο ζητούμενο. Κάθε σκέψη μου λοιπόν είναι δυνητικά τελευταία και όταν αυτό, όχι μόνο γίνει πεποίθηση, αλλά μπορέσει επίσης να κυριαρχήσει και στο υλιστικό πεδίο, τότε πραγματικά η σκέψη αυτή δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια μίας στάσης και μίας δράσης που δεν υπόκειται σε χωροχρονικούς περιορισμούς αλλά θα γίνεται πράξη αυθεντικά και ειλικρινά, και θα εκφράζει θέσεις και αντιλήψεις με τρόπο συνεχή.
Εάν επιπλέον των παραπάνω έχουμε και την άποψη ότι υπάρχει κάποιο «μετά», στο οποίο η στάση ζωής μας εδώ καθορίζει κάποια πράγματα, τότε η αναγκαιότητα της αντιμετώπισης της συνέχειας της ενσάρκωσής μας με αυτό τον τρόπο και η κατανόηση πως δεν υπάρχει χρονική διακριτότητα καθίσταται επιτακτική διότι η τελευταία σκέψη της εδώ ενσάρκωσής μας είναι η πρώτη κάπου αλλού, αλλά και κάποια (όποια) εντός μίας ατελούς διαδρομής.
Δεν είναι δυνατόν, εάν δεν αντιμετωπίσω τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, να επιτύχω την αρμονία που χρειάζεται ώστε να μπορώ να σκεφτώ συνεχώς με τον τρόπο αυτό που επιθυμώ να είναι και ο «τελευταίος» όπως αυτό ορίζεται εδώ. Η συνέχεια και η ομοιόμορφη στάση και σκέψη εξασφαλίζει το γεγονός ότι, και θα είναι αυτή που πρέπει, και θα είναι αυτή που θέλω ανεξαρτήτως χρόνου, ενώ παράλληλα δε μπορεί να αλλοιώσει ούτε τα χαρακτηριστικά της διαδρομής μου, ούτε να προξενήσει εκπλήξεις ή μεταβολές.
Μέσα στις διαστάσεις που ζούμε και με την αντίληψη που έχουμε για το χρόνο θα πρέπει, όσο και εάν αυτό ακούγεται περίεργο, να σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλες διαστάσεις, εντός των οποίων, επίσης, αυτό που εμείς ορίζουμε εδώ ως τελευταίο, να έχει άλλη έννοια. Έτσι θα πρέπει να αναλογιστούμε πως αυτά που εμείς μπορούμε να ορίσουμε είναι: κατά πόσο είναι σωστό ή όχι, κατά πόσο είναι πραγματικό και ουσιώδες και κατά πόσο έχει συνέχεια, ώστε έτσι να αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό. Άρα θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι βαθμοί ελευθερίας της σκέψης μας, όπως αρχικά αναφέρθηκε, δεν θα περιορίζονται από αντιλήψεις οι οποίες, ούτε είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν, ούτε είναι εφικτό πιθανά να εξηγηθούν πλήρως.
Θα πρέπει να αφήσουμε την συνείδησή μας να μας καθοδηγήσει και να εμπιστευτούμε κάθε αρχέτυπη καταβολή εντός μας, προκειμένου να μην επηρεάσουμε άθελά μας την όποια συμπαντική αρμονία μπορεί να διαταραχθεί λόγω της άγνοιάς μας. Εάν δεχθούμε πως δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τα πάντα, τότε είναι προφανές ότι κάποια πράγματα λόγω αυτής της άγνοιας, μπορούν να διαταραχθούν χωρίς τη θέλησή μας και να έχουν επίδραση επάνω μας σε κάποια άλλη φάση και σε κάποια άλλη διάσταση. Συνεπώς, αυτή που πρέπει και οφείλουμε να εξασφαλίσουμε είναι η -όσο είναι δυνατή σύμφωνα με τη γνώση, τη συνείδηση και την αντίληψή μας- αρμονία, σε προσωπικό καταρχήν -και συνολικότερο κατ’ επέκταση επίπεδο- όσο αυτή μπορεί από εμάς τους ίδιους να επηρεαστεί.
Όλοι μας στη συγκεκριμένη παρουσία, στη συγκεκριμένη δηλαδή ενσάρκωση, υπάρχουμε για να κάνουμε κάποια πράγματα συνολικά και συνεχώς εντός της περιόδου αυτής. Σε καμία περίπτωση επιλεκτικά, πολύ δε περισσότερο κάποια στιγμή που μπορεί να είναι και η τελευταία. Αυτά τα πράγματα, αυτές οι δράσεις, έχουν αντίκτυπο και επιρροή σε σφαίρες που δεν ορίζονται μονοσήμαντα εντός της τρέχουσας ενσάρκωσης, αλλά παρά ταύτα μπορούν να επηρεαστούν από αυτήν. Έτσι, είναι πάρα πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πως η σκέψη μας ορίζει ακριβώς αυτό που είμαστε και συνεπώς αυτό γίνεται συνεχώς και με τρόπο που θα πρέπει να υποστηρίζει αυτή τη συνέχεια. Όταν το αποτέλεσμα είναι το σωστό, η συνέχεια αυτή οδηγεί αρχικά στην αρμονία και έπειτα σε ένα επίπεδο ανάτασης, σε μία επαφή με τον ανώτερο εαυτό μας και σε κάποιο επίπεδο παραπέρα εξέλιξης και ανέλιξης προς τη νιρβάνα.
Η καταγραφή και το αποτύπωμα που αφήνω είναι ακριβώς οι ίδιες μου οι σκέψεις που ταυτίζονται με εμένα και με χαρακτηρίζουν, αλλά αποτελούν επίσης τις γέφυρες με ότι δε μπορώ να κατανοήσω και ότι δε γνωρίζω. Είναι αυτές οι σκέψεις που μέσω του νου μου φτάνουν ουσιαστικά να επηρεάζουν πολύ περισσότερα από αυτά που νομίζω και που παίζουν ρόλο στη γενικότερη-συνολικότερη συμπαντική αρμονία.
Αν λοιπόν ο άνθρωπος δε λειτουργήσει έτσι, ποτέ δε θα επιτύχει να ενεργήσει συνολικά και ολοκληρωτικά όπως πρέπει, συνεπώς δε είναι δυνατό οι σκέψεις του, αλλά και η τελευταία της τρέχουσας ενσάρκωσής του, να τον προσδιορίσουν ως αρμονική συνιστώσα. Είναι σα να προσπαθήσουμε να κόψουμε σε τμήματα ένα κύκλο ή μία σπείρα και να προσδιορίσουμε σε αυτά περιόδους και υποσύνολα χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κομμάτι κύκλου ή ένα κομμάτι σπείρας, ούτε κύκλος είναι πια ούτε σπείρα. Πως θα φαινόταν εάν προσπαθούσαμε να σπάσουμε σε κομμάτια ένα κοχύλι και πως θα ακουγόταν εάν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τις φάσεις εντός του κύκλου της φύσης με τρόπο που η μία να μη συνδέεται με την άλλη; Πως θα φαινόταν άραγε εάν προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις εκβολές ενός ποταμού από την αρχή της θάλασσας στην οποία εκβάλει; Αυτή η συνέχεια της ύπαρξης είναι που πρέπει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι σκέψεις καθορίζουν και χαρακτηρίζουν τον ίδιο τον άνθρωπο, να καθοδηγήσει τον καθένα από εμάς ώστε να κατανοήσει ότι αυτό που ονομάζουμε τελευταία σκέψη μπορεί να μην είναι τίποτε περισσότερο από εμάς τους ίδιους όπως οι ίδιες μας οι σκέψεις μας διαμορφώνουν.
Αυτή λοιπόν η τελευταία είναι και δυνητικά μία αποτίμηση της πορείας μας και μία προβολή του εαυτού μας σε αυτό το πέρασμα, σε αυτή μας την ενσάρκωση. Εάν λειτουργήσουμε όπως περιγράφηκε παραπάνω τότε θα έχουμε καταφέρει να μεταβάλουμε αυτή την τελευταία σκέψη, έτσι όπως ασφυκτικά και πιεστικά την κάνει ο χρονικός προσδιορισμός να ακούγεται, σε ένα νέο ξεκίνημα, μία νέα αφετηρία μίας άλλης φάσης στην οποία ως όντα θα περάσουμε με μία παράλληλη αγαλλίαση και ικανοποίηση για τα πεπραγμένα της φάσης που αφήνουμε πίσω μας.
Η συνολική μας στάση και αντιμετώπιση αυτής μας της αποστολής θα μας έχει μετατρέψει στους επιμελείς μαθητές, οι οποίοι έχοντας ολοκληρώσει σε βάθος τη μελέτη τους βαδίζουν προς τις εξετάσεις με ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στον εαυτό τους και μία διάθεση να ξεπεράσουν ένα επίπεδο γνώσης προκειμένου να διαβούν το κατώφλι ενός νέου επιπέδου. Σε αυτή τη πορεία της μάθησης επιθυμούν τελικά να εξεταστούν, αλλά είναι επίσης και πρόθυμοι καθ’ όλη τη διάρκειά της να διδαχθούν και να αποδεχθούν τη γνώση, αλλά και να στηριχτούν πάνω σε αυτή για τα επόμενα βήματά τους.
Έτσι και με εμάς: πρέπει αυτό που είναι σωστό, αυτό που πρέπει να πράξουμε, αυτό που πρέπει να σκεφθούμε και συνεπώς αυτό που τελικά είμαστε, να είναι η συνεχής προβολή της εξέλιξής μας και αυτό να αποδεικνύεται συνεχώς χωρίς βέβηλους χωροχρονικούς περιορισμούς, χωρίς υλιστικές αλλοιώσεις. Η σκέψη μας και συνεπώς εμείς οι ίδιοι, πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι για το επόμενο στάδιο, για το επόμενο βήμα. Σε αυτό μας το δρόμο και σε αυτή μας την πορεία πρέπει να αναζητήσουμε την αρμονία και την επαφή με τα ανώτερα χαρακτηριστικά της ύπαρξης μας και πρέπει να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη σημασία της κάθε μας σκέψης και δράσης προσπαθώντας να μην δημιουργούμε αρνητικές συμπαντικές επιρροές και δονήσεις.
Πραγματικά πιστεύω ότι τότε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως τελευταία σκέψη εντός της τρέχουσας ενσάρκωσής μας δε θα ήταν τίποτε περισσότερο από πέρασμα σε μία επόμενη φάση και ολοκλήρωση μίας πορείας που οφείλουμε να φέρουμε εις πέρας. Δε θα ήταν τίποτε παραπάνω από την κάθε σκέψη που κάνουμε και δε θα συμβόλιζε τίποτε παραπάνω από τον ίδιο μας τον εαυτό εντός μίας συνειδητά αρμονικής εξελικτικής πορείας. Και τότε, η σημασία και η αξία της τελευταίας εδώ σκέψης, της πρώτης σκέψης κάπου αλλού και της όποιας σκέψης στο αέναο της ύπαρξής μας, θα ήταν η πραγματική προβολή της ίδιας της εξελικτικής μας δράσης ως ένα πολύ πολύ μικρό ίχνος συμπαντικής αρμονίας.