Οι παραδόσεις των Αιγυπτίων για την Λητώ. Η θεά Βουτώ, η λατρεία της και η σχέση της με την κόμπρα - θεά Ετζο - Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου (1954-2013)
Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου (1954-2013)
Η Λητώ ως τροφός του Ώρου
Σύμφωνα με την αρχαία θρησκευτική παράδοση των Αιγυπτίων, ο Όσιρις και η Ίσις ήταν δίδυμα παιδιά των θεών Γκεμπ και Νουτ, που κατά μια αντιστοιχία είναι ο Κρόνος και η Ρέα των Αιγυπτίων. Κατά την κυοφορία τους, μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους, ο Όσιρις και η Ίσις αγαπήθηκαν και καρπός της αγάπης τους υπήρξε ο Ώρος (1). Όταν δε αυτός γεννήθηκε η μητέρα του Ίσις τον εμπιστεύτηκε στην Λητώ για να τον αναθρέψει κρυφά από τον Τυφώνα που τον καταδίωκε και ο οποίος είχε ήδη φονεύσει τον Όσιρη. Η Λητώ μετέφερε τον Ώρο στην νήσο Βούτου (2) όπου ανέβαινε ο Όσιρις από τον Άδη και του δίδασκε την πολεμική τέχνη και τον ενεθάρρυνε για να αντιμετωπίσει τον Τυφώνα (3). Σύμφωνα με τον θρησκευτικό συγκρητισμό των Ελλήνων ο Όσιρις είναι ο Διόνυσος (4) ( Σημ. Η παράγραφος αναφέρεται στο κείμενο του έργου «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», ο αριθμός με το κεφαλαίο γράμμα αναφέρεται στην σελίδα της στερεότυπης έκδοσης του συνόλου των έργων του Πλουτάρχου ).
Ο θρησκευτικός συγκρητισμός των Ελλήνων είχε ήδη καταγραφεί από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει, ειδικά για το θέμα που εξετάζουμε, ότι ο Ώρος είναι ο Απόλλων και ο Όσιρις είναι ο Διόνυσος (5). Η αντιστοίχηση αυτή του Ηροδότου σημαίνει ότι ο Ώρος όπως παρουσιάζεται στην αιγυπτιακή θρησκευτική παράδοση έχει κάποια ομοιότητα, στα σχετικά με αυτόν μυθολογούμενα, με τον Απόλλωνα των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει και για τον Όσιρη με τον Διόνυσο. Αν όμως ξεφύγουμε από την ειδική εξέταση της ομοιότητας για κάθε θεό ξεχωριστά και προβούμε σε μία γενικότερη θεώρηση του θέματος, θα δούμε ότι ο συγκριτισμός αυτός καταρρέει θρησκειολογικά λόγω των ανακολουθιών που προκύπτουν ως προς τις σχέσεις των θεών μεταξύ τους. Ο Ώρος είναι γιος του Όσιρη για τους Αιγυπτίους, αλλά ο Απόλλων δεν είναι γιος του Διονύσου για τους Έλληνες. Στο ελληνικό πάνθεο ο Απόλλων και ο Διόνυσος είναι αδέλφια, παιδιά του Διός από διαφορετικές μητέρες, Λητώ και Σεμέλη αντίστοιχα.
Ο πατέρας της ιστοριογραφίας Ηρόδοτος είναι ο πρώτος που κατέγραψε τις αντιστοιχίες των θεοτήτων των διαφόρων θρησκειών με τις θεότητες του ελληνικού πανθέου. Ειδικά για τις θεότητες των Αιγυπτίων των σχετικών με την παρούσα μελέτη ο Αλικαρνασσεύς κάνει τις ίδιες αντιστοιχίσεις με τον μεταγενέστερό του Πλούταρχο.
Η συμφωνία αυτή δείχνει ότι οι συγκριτικές διαδικασίες στον τομέα της θρησκείας άρχισαν πολύ νωρίς για τους Έλληνες, ώστε κατά την εποχή του Ηροδότου ( 5ος αιών π.Χ. ) να έχουμε ήδη μια αποκρυσταλλωμένη συγκριτική θρησκευτική φόρμα που παρέμεινε αμετάβλητη μέχρι την εποχή του Πλουτάρχου ( 1ος μ.Χ. αιών ). Αυτή η συγκριτική θρησκευτική φόρμα είναι η πλέον αυθεντική ως προς τον παραλληλισμό που κάνει για τους θεούς που εξετάζουμε στην παρούσα μελέτη. Το γεγονός, ότι αυτό που καταγράφει ο Ηρόδοτος το δέχεται και ο πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών και υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας (βλ. Ηθικά 792F), θεολόγος, φιλόσοφος και ιστορικός Πλούταρχος, μας πείθει για την ορθότητα της αρχικής διατύπωσης της σύγκρισης του Ηροδότου. Βέβαια υπάρχουν και άλλες διατυπώσεις θρησκευτικής σύγκρισης για τις θεότητες που εξετάζουμε, όπως του Διοδώρου του Σικελιώτου, ο οποίος αντιστοιχεί την Ίσιδα με περισσότερες τις μιας θεότητες, την Δήμητρα, την Θεσμοφόρο ( πρόκειται για την Δήμητρα της γιορτής των Θεσμοφορίων ), την Σελήνη και την Ήρα. Ανάλογη πολλαπλή αντιστοιχία κάνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης με τον Όσιρη, στον οποίο αντιστοιχεί τον Σέραπιν, τον Διόνυσον, τον Πλούτωνα, τον Άμμωνα, τον Δία και τον Πάνα. Στον Σέραπιν ο Διόδωρος κάνει μία και μοναδική αντιστοιχία με τον Πλούτωνα και στον Ώρο με τον Απόλλωνα (6). Στον πολυθεϊσμό δεν υπάρχει δογματική αυστηρότητα και η συγκριτική διαδικασία επιτρέπει την πολλαπλή και αμφίδρομη αντιστοίχηση των θεοτήτων των διαφόρων πανθέων. Έτσι έχουμε αλλοεθνείς και αλλόθρησκους προσκυνητές στα διάφορα λατρευτικά κέντρα της αρχαίας Ελλάδος ( π. χ. Δελφοί, Ελευσίς, Δήλος και αλλού ), αλλά και Έλληνες, καθώς και Πέρσες, προσκυνητές σε ναούς της Αιγύπτου ( π. χ. Βουτού ).
Πριν κλείσουμε την παράγραφο αυτή καλό θα είναι να αναφέρουμε ότι ο Ηρόδοτο αναφέρει πως η αιγυπτιακή θεά Βούβαστις είναι η Άτρεμις των Ελλήνων (7). Μάλιστα ο Ηρόδοτος μας δίνει και μια περιγραφή του ναού της Βουβάστιδος στην ομώνυμή της αιγυπτιακή πόλη (8). Σήμερα η Βούβαστις λέγεται Τελλ Μπέστα και είναι κοντά στο Ζαγαζίκ. Η αναφορά αυτή στην Βούβαστη έγινε επειδή θα γίνει λόγος γι’ αυτήν στη συνέχεια.
Τα περί την Βουτώ
Η Βουτώ ήταν αρχαιότατη θεά των Αιγυπτίων και τροφός του θεού Ώρου. Όταν ο Τυφών αναζητούσε τον Ώρο για να τον φονεύσει όπως φόνευσε και τον πατέρα του Όσιρη, η θεά Ίσις, σύζυγος του Όσιρη και μητέρα του Ώρου, εμπιστεύτηκε το παιδί της στην Βουτώ για να τον κρύψει.
Η Βουτώ έκρυψε τον Ώρο στην νήσο Χέμμη, για την οποία έλεγαν οι Αιγύπτιοι ότι ήταν πλωτή. Έλεγαν μάλιστα ότι δεν ήταν εξ’ αρχής πλωτή, αλλά άρχισε να πλέει όταν ήλθε σ’ αυτήν ο Ώρος για να μην τον βρει ο Τυφών.
Στην νήσο Χέμμη ανέθρεψε η Βουτώ τα τέκνα του Όσιρης και της Ίσιδος, Ώρο και Βούβαστη.
Οι Έλληνες έλεγαν την Βουτώ Λητώ, τον Ώρο Απόλλωνα και την Βούβαστη Αρτέμιδα. Όλα αυτά μας τα βεβαιώνει ο Ηρόδοτος στην περιγραφή που μας δίνει για το μαντείο της Λητούς στην πόλη Βουτού και για τον ναό του Απόλλωνος στη νήσο Χέμμη. Για το μαντείο της Λητούς ο Ηρόδοτος μας λέει:
Πολλές φορές ως τώρα μνημόνευσα το μαντείο της Αιγύπτου. Σίγουρα όμως αξίζει να μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό. Το μαντείο αυτό είναι ιερό της Λητούς. Το έχουν χτίσει σε μια μεγάλη πόλη, κοντά στο στόμιο του Νείλου που το λένε Σεβεννυτικό, όπως ανεβαίνει κανείς το ποτάμι από τη θάλασσα προς τα μεσόγεια. Η πόλη όπου βρίσκεται το μαντείο λέγεται Βουτού. Το ανέφερα και προηγουμένως. Εκεί υπάρχει ιερό του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Ο ναός της Λητούς όπου υπάρχει το μαντείο, είναι κι αυτός μεγάλος και έχει και προπύλαια δέκα οργυιές ύψος. Θα μιλήσω τώρα για κείνο που μου προκάλεσε το μεγαλύτερο θαυμασμό, απ’ όσα επιτρέπεται να δει κανείς εκεί. Μέσα στο τέμενος, το αφιερωμένο στη Λητώ, βρίσκεται ένας ναός χτισμένος μόνο από μία πέτρα και στο ύψος και στο μήκος. Κάθε πλευρά του έχει τις ίδιες διαστάσεις σε ύψος και σε μήκος και είναι σαράντα πήχες η καθεμιά. Το επιστέγασμα της σκεπής είναι από άλλη πέτρα τοποθετημένη από πάνω, και η παρωροφίδα είναι τέσσερεις πήχες (9).
Η παρωροφίς που αναφέρει ο Ηρόδοτος είναι λίθος ή ξύλο της στέγης που εξέχει σαν γείσο ή υδρορρόη (10).
Όλες οι πόλεις που ήταν αφιερωμένες στη Λητώ ονομάζονταν Λατοπόλεις, μόνο η Βουτώ φύλαξε το αιγυπτιακό της όνομα, Βούτου πόλις ή Βούτος ή Βουτού, όπως κάποιοι την αποκαλούσαν. Ο Στέφανος Βυζάντιος ( Εθνικά, λήμμα Βούτος ) μας πληροφορεί ότι η Βούτος είναι πόλη της Αιγύπτου, αλλά ο ( Έλλην εκ Συρίας ιστορικός ) Ηρωδιανός ( 170 – 255 μ. Χ. ) την χαρακτηρίζει ως κώμη. Η πόλη αυτή καλείτο και Βούτω , από την οποία και η Λητώ έλαβε το όνομα Βουτώ, επειδή είχε στην πόλη αυτή χρηστήριο ( μαντείο ). Σ’ αυτή την πόλη με το μαντείο της Βουτούς – Λητούς γινόταν λαμπρό πανηγύρι στο μεγαλοπρεπή ναό της, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (11).
H θεά Εdjo της Βουτούς και η θεά Λητώ της Λυκίας
Στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία υπάρχει η παράδοση για τις περιπέτειες του θεού Ώρου, που είναι γιος του Οσίριδος και της Ίσιδος, όταν τον κατεδίωκε ο Σεθ και αφού προηγουμένως είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Σύμφωνα με τον μύθο ο Σεθ αφού σκότωσε τον Όσιρη άρχισε να καταδιώκει τον γιο του Ώρο για να φονεύσει και να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την βασιλεία της Αιγύπτου. Η Ίσις θέλοντας να σώσει τον Ώρο κατέφυγε στα έλη του Δέλτα του Νείλου για να τον κρύψει (12). Ο Ώρος θρησκειολογικά είναι το θείο βρέφος, η πηγή του αγαθού, που καταδιώκεται από το κακό που ενσαρκώνει ο Σεθ. Είναι η αγαθότης της θεότητος που, μολονότι σε νηπιακή ηλικία, προορίζεται να συντρίψει το κακό και να άρει τις συνέπειες της παρουσίας και της δράσης του. Ο μύθος αυτός στην Βουτώ κυρίως (στα βορειοδυτικά του Δέλτα) αλλά και στην Γιαμέτ ( Yamet ) (στα ανατολικά) έχει λάβει ένα βουκολικό χαρακτήρα. Το θείο βρέφος Ώρος, το γεράκι νεοσσός, βρίσκεται κρυμμένο στην φωλιά ενώ η Ίσις, ο θηλυκός ικτίνος ( περδικογέρακο ) φυλάει σκοπιά για τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο Σεθ, το τέρας, ο άγριος χοίρος.
Τα ζώα – θεότητες των βάλτων συμπαρίστανται στην αλλόφρονα από τον φόβο για το παιδί της μητέρα και την βοηθούν: Η θεά κόμπρα Έτζο ( Edjo ), ο θεός ερωδιός Ντζεxάτ ( Djehat ) και η θεά αγελάδα Σεκχέτ – Χορ ( Sekhet – Hor ). Ο κακός Σεθ, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του, αποτυγχάνει να βλάψει το θείο βρέφος. Ένας ανάλογος μύθος υπάρχει στην περιοχή των Φιλισταίων και Χαναναίων, όπου ο σκοπός του ήταν να παρέχει απλά μια αιτιολογία για την τέλεση της τοπικής λατρείας, ενώ η παράδοση της Βουτούς ( ο βουτικός κύκλος ) με τον ουσιαστικό ανθρωπισμό του δίνει ένα πιο θετικό χαρακτήρα στο σύνολο του μύθου και της λατρείας που πηγάζει απ’ αυτόν (13). Κατά την ανθρωποποίηση του αιγυπτιακού μύθου της Βουτούς η θεά Ίσις προσπαθεί να φυλάξει το θείο βρέφος της Ώρο από την κακία του Σεθ. Οι αγαθές θεότητες, μεταξύ των οποίων και η Έτζο, βοηθούν την θεά μητέρα και το βρέφος της. Έτσι το κακό αποτυγχάνει. Ο Σεθ δεν βρίσκει την Ίσιδα και τον Ώρο. Ο θεός Ώρος με την βοήθεια της Έτζο μεγαλώνει στην Βουτώ και τελικά νικά τον Σεθ (14).
Η Έτζο ( Edjo, Uatchit, Udjat, Wadjit, είναι η ονομασίες της θεάς Κόμπρας του Δέλτα του Νείλου. Οι διάφορες παραλλαγές του ονόματος είναι θέμα τοπικών ιδιωμάτων ), σύμφωνα με την θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, είναι η θεά Κόμπρα προστάτης της Κάτω Αιγύπτου (15). Το λατρευτικό κέντρο της θεάς ήταν στην πόλη Βουτώ του βορειοδυτικού Δέλτα του ποταμού Νείλου, στην περιοχή των ελών (16). H πόλη Βουτώ είχε αναδειχθεί ως η πόλη της θεάς κόμπρας Έτζο και ήταν διάσημη σε όλο το βασίλειο της Αιγύπτου (17). Η θεά Έτζο είναι η προστάτης και τροφός του Ώρου και απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της θεομήτορος Ίσιδος, η οποία της εμπιστεύεται το θείο βρέφος της για να το προστατεύσει και να το αναθρέψει στην ιερή της πόλη. Απ’ το όνομα της πόλης, που η Έτζο είναι η πολιούχος της, έχουμε άλλο ένα όνομα για την θεά. Η πόλη Βουτώ δίνει το όνομά της στην θεά, που ονομάζεται και αυτή Βουτώ η Βουτού. Σ’ αυτή την πόλη κάποτε έφθασαν Έλληνες και γνώρισαν την παράδοση για την Έτζο - Βουτώ και παρακολούθησαν την λατρεία της. Είναι άγνωστες οι συγκριτικές θρησκευτικές διαδικασίες που ακολούθησαν. Δεν γνωρίζουμε ποιες φάσεις θρησκευτικής όσμωσης έλαβαν χώρα και πότε ολοκληρώθηκαν. Αυτό όμως για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι ότι κατά την εποχή του επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος την Αίγυπτο είχε γίνει αποδεχτή η αντιστοίχηση της Έτζο με την Λητώ, του Οσίριδος με τον Διόνυσο, της Ίσιδος με την Δήμητρα, και του Σεθ με τον Τυφώνα.
Ίσως η συνεργασία του Ψαμμητίχου Α’ με τους Ίωνες και τους Κάρες ( δες § 3. 3 ) να ήταν η αρχή της συγκριτικής διαδικασίας μεταξύ της παράδοσης για την Έτζο των Αιγυπτίων και της Λητούς των Μικρασιατών. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το ότι η απαρχή της θρησκείας της Λητούς βρίσκεται στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Λυκίας, όπου λατρεύεται ως η «Μητέρα του ιερού» της πόλης Ξάνθου παρά τον ποταμό Ξάνθο της Λυκίας, όπως μας πληροφορεί μια τρίγλωσση επιγραφή επί στήλης από το Λητώο της Ξάνθου (18). Και κάτι ακόμη για την Λητώ της Μικράς Ασίας, είναι και αυτή θεά των ελών και υπό την προστασία της βρίσκονταν οι τάφοι (19). Όπως είδαμε πιο πάνω η Έτζο είναι θεά των ελών και η πόλη Βουτώ βρίσκεται ακριβώς στην περιοχή των ελών του δυτικού Δέλτα του Νείλου. Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα οι Ίωνες και οι Κάρες έκαναν τις θρησκευτικές συγκρίσεις και ταύτησαν την Λητώ της Λυκίας με την Έτζο της Βουτούς. Από τους Ίωνες η λατρεία της Λητούς πέρασε στην Κρήτη και από εκεί σε όλη την χερσαία Ελλάδα και τα νησιά. Την ίδια διαδρομή πιθανώς ακολούθησε και η σύγκριση Λητούς – Έτζο.
Κάποιοι μάλιστα θέλησαν να ερμηνεύσουν το όνομα Βουτώ και είπαν ότι σημαίνει νύχτα, αλλά επειδή οι Αιγύπτιοι έλεγαν την νύχτα αθώρ, κατέφυγαν σε διαφορετικές ερμηνείες, τέλος είπαν ότι σημαίνει την πλησιφαή σελήνην ( πανσέληνο ) (20).
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Παραπομπές:
(1) Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, § 12 ή 356 Α .
(2) Πλούταρχος , ένθ. ανωτ., § 18 ή 358 Α και § 38 ή 366 Α
(3) Πλούταρχό, ενθ. ανωτ. § 19 ή 358 Β
(4) Πλούταρχος, ενθ. ανωτ., § 34 ή 364 Δ
(5) Ηρόδοτος, Β’ Ευτέρπη, 144
(6) Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Α’, 25.
(7) Ηρόδοτος, Β’ Ευτέρπη, § 137
(8) § 138
(9) Ηροδότου, Β’ Ευτέρπη, 155 ).
(10) Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος και Ιωάννης Ν. Τραυλός, Λεξικόν Αρχαίων Αρχιτεκτονικών Όρων. 201, εκδ. Αρχαιολογικής Εταιρείας, άριθ. 9, Αθήναι 1986
(11) Ηρόδοτος, Β’ Ευτέρπη, 59
(12) A. Klasses, A magical statue base ( Socle Behague ) in the Museum of Antiquities at Leiden, Leiden 1952. R. T. Rundle – Clark, Myth and Symbol in Ancient Egypt, σελ. 186 κ. εξ., London 1957. A, Massart, Mitteilungen, des Deutschen Archaologischen Institut, Kairo – MDAIK, vol. 48 – 1957, σελ. 172 κ. εξ.
(13) D. B. Reford, Bulletin of the Egyptological Seminar ( New York ) – BES, τόμος 5 – 1983 , σελ. 67 κ. εξ.
(14) Donald B. Redford, Egypt, Canaan, and Israel in ancient times, σελ. 47, Princeton University press, Princeton 1993
(15) Cyril Aldred, The Egyptians, σελ. 32, ed. Thames and Hudson, New York 1988
(16) Aldred, ενθ. ανωτ., σελ. 53
(17) Aldred, ενθ. ανωτ., σελ. 78
(18) Comptes Rendus de l’ Académie des Inscriptions et Belles Lettres, 1974, 117. 38 και E. Laroche, Bulletin de la Société de Linguistique de Paris, vol. 55, 1960, 183 κ. εξ.
(19) Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σελ. 363, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993
(20) Αθανάσιος Σταγειρίτης, Ωγυγία ή Αρχαιολογία, τόμος Β’, σελ. 297, Βιέννη 1816