Περί του Αναγκαίου Κακού - Κωνσταντίνος Γραβάνης
«Το σύμπαν ούτε άνουν ούτε άλογο και ακυβέρνητο, κρέμεται στη δύναμη του αυτόματου και του τυχαίου, (αλλά) ούτε (και) ένας είναι ο λόγος ο οποίος το κυβερνάει και το κατευθύνει, ωσάν με τιμόνια ή χαλινάρια πολύ γερά, αλλά πολλές οι αιτίες αυτού του κόσμου και συνυφασμένες και με καλά και με κακά» Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος (45c)
«Αγαθόν και κακόν ταυτόν» Ηράκλειτος ο Εφέσιος
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» Αρχαία ελληνική παροιμία
Η περιγραφή της αέναης κοσμογονικής πάλης μεταξύ των δυνάμεων του Καλού και του Κακού κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις θρησκευτικές παραδόσεις, τις φιλοσοφικές ενοράσεις και τα καλλιτεχνικά οράματα των πολιτισμών.
Ο Ζωροάστρης λέγεται πως ήταν ο πρώτος θρησκευτικός ηγέτης στην ιστορία που δίδαξε περί των δύο αντίθετων και ισοδύναμων κοσμικών αρχών, του Αγαθού θεού Ωρομάζη και του άρχοντα του Κακού Αρειμάνιου, οι οποίοι έπλασαν ισάριθμους θεούς, οι μεν δημιουργηθέντες με σκοπό την νίκη των δυνάμεων του Φωτός, οι δε με σκοπό την νίκη του Σκότους, και ο αγώνας των οποίων οδηγεί πότε στην κυριαρχία του Ενός και πότε του Άλλου (1).
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος, πανεπιστήμων, μάγος και θεουργός Εμπεδοκλής μίλησε για τις αρχές της Φιλότητας και του Νείκους, την συμπαντική φιλία και διαμάχη, την σύνθεση και την αντίθεση, γέννημα των οποίων, σύμφωνα με τον Μύθο, είναι η Αρμονία! Ο δε Πλάτωνας, παρότι αρνιόταν πεισματικά την συμμετοχή της Θεότητας στο Κακό, στο τελευταίο του έργο, τους Νόμους, ανέτρεξε σε αρχαίες δοξασίες ισχυριζόμενος ότι στον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον δύο παγκόσμιες Ψυχές και κοσμικές αρχές, η μία εκ των οποίων είναι συνυφασμένη με το «Κακό» (2).
Περιδιαβαίνοντας ωστόσο το μυθολογικό σύμπαν και τις θρησκευτικές παραδόσεις των αρχαίων λαών προκύπτει πως τελικά οι ρόλοι των «καλών» και των «κακών» θεών δεν είναι και τόσο ευδιάκριτοι!
Ας δούμε για παράδειγμα την βιβλική Γένεση, μία από τις γνωστότερες αλλά και πιο παρερμηνευμένες θεολογικές αλληγορίες. Μας διδάσκει, με έναν απλοϊκό μάλλον τρόπο, ότι μονάχα η διάκριση και γνώση του καλού και του κακού κάνει τον άνθρωπο Θεό!
Στο κομβικό σημείο της γνωστής ιστορίας ο Όφις (3) μαρτυρεί στους πρωτόπλαστους της Εδέμ ότι ο λόγος που δεν τους επιτρέπεται να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό είναι διότι εάν το κάνουν θα γίνουν θεοί σαν τον Πατέρα τους!
Αυτό όμως που οι θεολόγοι και χριστιανοί εξηγητές συνηθίζουν να αποκρύβουν -παρότι προκύπτει αυταπόδεικτα από την διήγηση- είναι ότι ο «πονηρός» όφις δεν εξαπάτησε τον Αδάμ και την Εύα αλλά τούς αποκάλυψε μία μεγάλη αλήθεια!
Μόλις οι πρώτοι Άνθρωποι δοκίμασαν από το Δένδρο της Γνώσης λέγεται πως «άνοιξαν οι οφθαλμοί τους», αρχίζοντας πλέον να αντιλαμβάνονται τον κόσμο των αισθητών, κόσμο δυαδικό και γεμάτο από αντιθέσεις -διαπιστώνουν την γύμνια τους, διακρίνουν το κρύο από το ζεστό, την νύχτα από την ημέρα, την ηδονή από την οδύνη, το καλό από το κακό.
Επιστρέφοντας στον Κήπο, ο Δημιουργός αντιλαμβάνεται το γεγονός της βρώσης του καρπού και αναφωνεί σε α’ πληθυντικό(!) -απευθυνόμενος δηλαδή σε λοιπές θεότητες ή και στον ίδιο τον Όφι- «ιδού, ο Αδάμ έγινε τώρα σαν και εμάς, στο να γνωρίζει το καλό και το κακό».
Με αυτό τον τρόπο η Θεότητα επιβεβαιώνει τα λόγια του Όφεως και αναγγέλλει την τέλεση αυτού που μάλλον εξ’αρχής προέβλεπε και που αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε: τα δημιουργήματά του ξεπέρασαν το αρχικό, «νηπιακό» στάδιο μακαριότητας, αρχίζοντας να επιδεικνύουν περιέργεια και να επιζητούν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους. Αυτή ακριβώς η ανάδυση αυτοεπίγνωσης και συνείδησης των όντων είναι που τα κάνει, σύμφωνα πάντα με τον μύθο, να προσεγγίζουν την Θεότητα και να προσομοιάζουν σε αυτή, ακριβώς επειδή το θεϊκότερο στοιχείο του ανθρώπου είναι η ικανότητα της νόησης («ο νους στον άνθρωπο είναι θεός», κατά την αρχαία ελληνική φιλοσοφία).
Εν συνεχεία, ο Πατέρας ανησυχεί μήπως οι πρωτόπλαστοι δοκιμάσουν και από το Δένδρο της Ζωής -το οποίο θα τους έκανε αθάνατους και πλήρως εξισωμένους μαζί του- και γι’αυτό αποστέλλει άγγελο να τους διώξει ανατολικά της Εδέμ και να φυλάει το Δένδρο με περιστρεφόμενη πύρινη ρομφαία.
Ο βιβλικός θεός λοιπόν αυτoσυστήνεται όχι μόνο ως τέλειος γνώστης αλλά και ως κύριος κάτοχος των δυνάμεων του Καλού και του Κακού, όπως στο απόσπασμα του Ησαΐα4 “aυτός που κατασκεύασε το φως, και έφτιαξε το σκοτάδι, αυτός που κάνει ειρήνη, και αυτός που κτίζει κακό, εγώ ο Κύριος τα κάνω όλα αυτά».
Ο ίδιος Θεός είναι που απειλεί τον Μωυσή και τον λαό του Ισραήλ ότι «δεν θα λατρεύετε άλλο θεό, γιατί είμαι θεός ζηλόφθονος και εκδικητικός»5, ενώ διαρκώς θέτει τον περιούσιο λαό σε δοκιμασίες, κακουχίες και διωγμούς. Ο ίδιος πάλι θεός, ο Γιαχβέ, ο «γηραιός Κρόνος» κατά την συγκριτική ερμηνεία, δεν διστάζει να βάλει στοίχημα με τον Διάβολο για το αν ο δεύτερος θα μπορέσει να νικήσει τον ενάρετο Ιώβ, επιτρέποντάς του να τον καταστρέψει ολοκληρωτικά (6), ενώ σε άλλο επεισόδιο προτρέπει τον Αβραάμ να θυσιάσει τον πρωτότοκο υιό του ως απόδειξη της πίστης του (7)! Ο δε χριστιανικός Θεός λέγεται πως έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να βασανιστεί και να θανατωθεί, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στο Κακό του Κόσμου της Ύλης να εκδηλωθεί ενάντια στο αγαπητό του τέκνο!
Ανατρέχοντας σε αντίστοιχες διηγήσεις άλλων πολιτισμών και θρησκειών εντοπίζουμε παρόμοια συμβολικά μυθεύματα και αλληγορίες. Οι θεοί του Ολύμπου ζουν και εκείνοι υπό τους πιο απόλυτους όρους επιδεικνύοντας μία σαδιστική σκληρότητα απέναντι στους θνητούς που έτυχε να τούς δυσαρεστήσουν, έστω και άθελά τους. Αρχετυπικές δυνάμεις πέραν του αγαθού και του κακού, αδιαφιλονίκητοι πρωταγωνιστές ενός δυναμικού σύμπαντος όπου βασιλεύει πρωτίστως η Ανάγκη. Θεότητες πανίσχυρες, μειλίχιες αλλά και νεμεσητικές, ικανές για την πιο σκανδαλώδη εύνοια και συμπάθεια αλλά και την πιο αδυσώπητη σκληρότητα απέναντι στους θνητούς, θεοί που όχι μόνο επιτρέπουν την κυριαρχία του Κακού στον κόσμο αλλά και την επιδιώκουν!
Πώς εξηγούνται λοιπόν τα νοήματα των παραπάνω διηγήσεων; Μήπως πρόκειται για αμιγώς ανθρώπινες απεικονίσεις της θεότητας δίχως το παραμικρό ίχνος θεϊκής έμπνευσης; Ή μήπως θα έπρεπε να τα αποδώσουμε όλα στο ποιητικό μέσο της Αλληγορίας, η οποία χρησιμοποιεί γνώριμα ανθρωπομορφικά σχήματα και εικόνες ώστε να μεταδώσει τα κρυφά της νοήματα; Mήπως θα έπρεπε να αρκεστούμε στην ερμηνεία ότι είναι λογικό ο Θεός να δοκιμάζει τον χαρακτήρα και την πίστη των ανθρώπων, και ότι ο μόνος τρόπος να την δοκιμάσει είναι μέσω στερήσεων, πόνων και θυσιών; Ή μήπως θα μας αρκούσε η κυνική εξήγηση του Γάλλου ιεροκήρυκα ότι «ο Θεός μερικές φορές χρησιμοποιεί σατανικά μέσα» (8), η οποία και μας προτρέπει να αποδεχτούμε ότι ο Θεός κάνει συνειδητή χρήση του Κακού και γνωρίζει πάντα καλύτερα από εμάς για ποιον λόγο υποφέρουμε;
Στην ουσία βέβαια κάποιος δεν θα χρειαζόταν καν να μελετήσει θρησκευτικούς μύθους αλλά απλώς να παρατηρήσει την σκληρή πραγματικότητας της ζωής ώστε να οδηγηθεί σε ένα εκ των παρακάτω συμπερασμάτων: είτε δεν υπάρχει κανένας Θεός στον κόσμο, είτε υπάρχει αλλά έχει προ πολλού αποσυρθεί από τον κόσμο αυτό (9), είτε υπάρχει αλλά η δύναμη και σοφία του υπερβαίνει τους περιοριστικούς όρους του Καλού και του Κακού. Διότι δεν είναι δυνατόν η υπέρτατη Δύναμη ενός πανάγαθου και φιλεύσπλαχνου Θεού να είναι ανήμπορη να σταματήσει αυτό το Κακό, επιτρέποντας την κυριαρχία του πόνου, της κακουχίας και της στέρησης, του πολέμου και του ατιμωτικού θανάτου, σε έναν τεράστιο αριθμό ανθρωπίνων ψυχών.
Συνεπώς η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του Αγαθού Θεού διαθέτει πειστικά επιχειρήματα. Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί το εξής: η εντύπωση και ιδέα περί ενός μονοδιάστατα καλοσυνάτου και ελεήμονος Θεού είναι σαφώς χριστιανική, ενός θεού δηλαδή που συγχωρεί ακόμα και τις πιο διεφθαρμένες και μοχθηρές ψυχές, αρκεί εκείνες να εκφράσουν, έστω και για μία στιγμή, την ειλικρινή τους μεταμέλεια.
Η εν λόγω ιδέα προκαλεί εύλογους προβληματισμούς. Αφενός διότι δεν συμβαδίζει με την καρμική κοσμοθεωρία των εσωτερικών συστημάτων τα οποία δίνουν ορθώς έμφαση στο βιωματικό κομμάτι της -συχνά επώδυνης- μαθητείας και μύησης στο μεγάλο Μυστήριο της ζωής και ανέλιξης προς την ολοκλήρωση της Ψυχής και την τελική της αναγωγή στη Μονάδα. Αφετέρου διότι ένας θεός που χαρακτηρίζεται μονάχα από καλοσύνη και συμπόνια δεν είναι παρά ένας αδύναμος και παρηκμασμένος -κατά Νίτσε- θεός, ένας θεός παρηγορητής των αρρώστων και των πασχόντων, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα όλων όσων υποφέρουν από τις κακοτυχίες της ζωής.
Η παρανοημένη φύση της αρχετυπικής Θεότητας ξεκινάει ίσως από την παρερμηνεία της αρχαίας έννοιας της «Αγαθότητας». Το επίθετο «αγαθός» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχε παραπάνω από μία σημασία: στον Όμηρο για παράδειγμα, συνήθως σημαίνει ισχύ (οι ήρωες Διομήδης και Μενέλαος αποκαλούνται επανειλημμένα «αγαθοί στην βοή» (10), δηλαδή δυνατοί στην φωνή, βροντόλαλοι), σημαίνει επίσης ανδρεία11, σημαίνει επιδεξιότητα και ειδίκευση, (ο Ασκληπιός ονομάζεται «αγαθός ιητρός»(12) δηλαδή ικανός, επιδέξιος γιατρός, ενώ ο περίφημος τοξότης Τεύκρος «αγαθός (δηλαδή ικανός) και στην εκ του συστάδην μάχην [13]), ενώ σημαίνει και σύνεση (14).
Διόλου τυχαίο δεν είναι λοιπόν που ο Πλάτωνας επέλεξε να χρησιμοποιήσει το ολιστικού τύπου και πολλαπλής σημασίας επίθετο «Αγαθόν» για να περιγράψει το υπέρτατο Θείο! Διότι το «αγαθόν» συνοψίζει τις κορυφαίες αρετές της ψυχής, την σωφροσύνη, την φρόνηση, την δικαιοσύνη και την ανδρεία.
Το δε Κακό του κόσμου, όποιο κι αν ακριβώς είναι αυτό, μάλλον δεν χρειάζεται ανούσιες εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις. Υπάρχει αφ’εαυτού και εκφράζει μία φυσική, αναπόσπαστη αναγκαιότητα της εξέλιξης του κόσμου. Ανευρίσκεται πρωτίστως εντός των ανθρώπων και όχι έξω από εκείνους, διαρκώς εκδηλωνόμενο διά αισθημάτων φόβου, μίσους, ζήλιας, ανταγωνιστικότητας, πλεονεξίας και έπαρσης.
Εάν ψάχναμε λοιπόν τους καταλληλότερους ορισμούς περί αγαθού και κακού τότε θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξουμε στα σοφά ακούσματα των Πυθαγορείων, οι οποίοι θεωρούσαν ως κακό «το πολύ και το λίγο» -ως απορροή της αρχετυπικής Δυάδας, ως η περισσότητα και η έλλειψη, το πλατωνικό μέγα και μικρόν- ως δε αγαθό θεωρούσαν το έμμετρο, αυτό που ούτε πλεονάζει ούτε στερείται. Οι δε ορισμοί του Αριστοτέλη περί Μεσότητας καθώς και η ευρύτερη ηθική διδασκαλία των Ελλήνων αποτελούν τον πλέον διαχρονικό οδηγό για το πώς πρέπει να πορεύεται η ψυχή στην εκάστοτε σάρκωσή της. Ακόμα και η υπέρμετρη ταπεινότητα και καλοσύνη αποτελούν ύβρη, σύμφωνα με την αρχαία σοφία, διότι δεν αποτελούν απόδειξη αγαθότητας αλλά ψυχική αδυναμία και κατώτερη ενόρμηση του επιθυμητικού ως απόρροια εσωτερικής πενίας (15).
Πηγές
1) Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος: 47b
2) Πλάτων, Νόμοι: 896e. Σ.σ. To ερώτημα «υπάρχουν άραγε πλατωνικές Ιδέες συνυφασμένες με το Κακό;” απασχόλησε αρκετούς μελετητές του φιλοσόφου, μιας και ο ίδιος δεν φαίνεται να δίνει ξεκάθαρη απάντηση. Ωστόσο η περίφημη ανακάλυψη του «Κώδικα του Πλάτωνα» από τον J. B. Kennedy πιθανόν να δίνει μία πειστική απάντηση στο ερώτημα. Ο Πλάτωνας φαίνεται πως δόμησε με τρόπο μυστικό ορισμένους διαλόγους του βάσει μουσικών κλιμάκων. Τα χωρία των έργων αυτών που αντιστοιχούν σε αρμονικά μουσικά διαστήματα συγχρονίζονται εκούσια με απόψεις περί αγαθού, αρετής, δικαιοσύνης και έρωτα, ενώ τα δυσαρμονικά διαστήματα με περιγραφές αισθημάτων ζήλιας, αντιπαλότητας καθώς και με αναφορές σε πολέμους και θανάτους.
Από την στιγμή λοιπόν που ο φιλόσοφος απέκρυψε με αυτό τον τρόπο την πεμπτουσία της (πυθαγόρειας) φιλοσοφίας του τότε έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι σαφώς και ορισμένες πλατωνικές Ιδέες έχουν αρνητικές απορροές και ταυτίζονται με το αρχετυπικό Κακό του κόσμου. Τόσο ο Πλάτωνας όσο και οι Πυθαγόρειοι φαίνεται πως συσχέτιζαν αυτό το Κακό του κόσμου με την φιλοσοφική Δυάδα. Ο δε λόγος που ο Αθηναίος απέφευγε να το αναφέρει προσομοιάζει στον τρόπο που οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι απέκρυψαν τα ευρήματά τους περί των άρρητων μεγεθών, τα οποία και ταύτιζαν με το Κακό και την Ύλη.
3) Ο Όφις των Γνωστικών ως σύμβολο γνώσης και πανσοφίας. Η Βίβλος παρουσιάζει τον όφι ως το γνωστικότερο ζώο ενώ στα Ευαγγέλια διαβάζουμε την ερμητικού τύπου προτροπή του Ιησού προς τους Αποστόλους «να είστε αγνοί σαν το περιστέρι και φρόνιμοι (έξυπνοι) σαν το φίδι» (Κατά Ματθαίον (10:16).
4)Π. Διαθήκη, Ησαΐας: 45:7.
5)Π. Διαθήκη, Έξοδος: 20:5.
6)Π. Διαθήκη, Ιώβ: α’ 6-12.
7): 22
8)Giovanni Papini, Ο Διάβολος
9)Ο Πλάτωνας περιγράφει στον Πολιτικό (270-274) την διπλή κυκλική κίνηση του σύμπαντος, ονομάζοντας την πρώτη εποχή του Κρόνου και την δεύτερη -την αντίθετη κυκλική κίνηση που ισχύει και στην τωρινή εποχή- εποχή του Δία. Κατά την περίοδο της πρώτης, η Θεότητα είχε αναλάβει την πλήρη μέριμνα του κόσμου. «Τα πάντα γίνονταν αυτόματα» για τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν επιβαρύνονταν από κανέναν μόχθο και καμία έγνοια, το δε κλίμα ήταν τόσο ευνοϊκό ώστε κοιμούνταν γυμνοί στο έδαφος. Κάποια στιγμή όμως, όταν η παγκόσμια κίνηση μεταστράφηκε και ήλθε η περίοδος Μεταβολής, η Θεότητα αποσύρθηκε από τα εγκόσμια αφήνοντας το αυτεξούσιο στην ανθρωπότητα. Στην αρχή το ανώτερο στοιχείο και οι θείοι νόμοι υπερτερούσαν στις ψυχές των έλλογων όντων στη συνέχεια όμως επικράτησε μέσα τους το εμπεδόκλειο νείκος, εκπίπτοντας σε καταστάσεις διαρκών μεταβολών και πολέμων.
10)Ιλιάδα, Ε 114, Β 408.
11)Ιλιάδα, Α 131, Ν 284, Ο 185.
12)Ιλιάδα, Β 732.
13)Ιλιάδα, Ν 314.
14)Ιλιάδα, Ν 166.
15) «Να μην είσαι ούτε πολύ καλός ούτε πολύ κακός», δίδασκε ο Βίας ο Πριηνεύς, ο σοφότερος άνδρας κατά τον Ηράκλειτο και ένας εκ των Επτά Σοφών. Ο δε Όμηρος περιγράφει την συνήθεια των ενάρετων Φαιάκων να βοηθούν υπέρ το δέον όσους ξένους έφθαναν στην χώρα τους. Τελικά τιμωρήθηκαν από τον ίδιο τον προστάτη τους, τον Ποσειδώνα, όχι μόνο επειδή βοήθησαν τον Οδυσσέα αλλά και επειδή είχαν προειδοποιηθεί από παλαιότερα να μην είναι πέραν του μέτρου συμπάσχοντες και εξυπηρετικοί.