«...Ο Γιάννης το Θεριό και το Θεριό, τον Γιάννη» - Θρησκεία-Επιστήμη, Σημειώσατε Χ.| Γιώργος Γεωργιάδης
Γιώργος Γεωργιάδης
«…ακόμα κι αν, μεμονωμένα, οι κόσμοι της θρησκείας και της επιστήμης βρίσκονται εμφανώς μακριά ο ένας από τον άλλο, παρ' όλα αυτά μεταξύ των δύο υπάρχουν ισχυρές αμοιβαίες σχέσεις και εξαρτήσεις. Αν και η θρησκεία μπορεί να είναι αυτή που καθορίζει το στόχο, έχει, ωστόσο, μάθει από την επιστήμη, με την ευρύτερη έννοια, ποια μέσα θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που έχει θέσει. Η επιστήμη όμως μπορεί να δημιουργηθεί μόνο από εκείνους που είναι απολύτως διαποτισμένοι με την προσδοκία της αλήθειας και της κατανόησης. Η πηγή ωστόσο αυτού του συναισθήματος βρίσκεται στη σφαίρα της θρησκείας. Στην ίδια ανήκει επίσης, η πίστη στη πιθανότητα ότι οι κανόνες που ισχύουν για τον κόσμο της ύπαρξης είναι λογικοί, δηλαδή, κατανοητοί ως προς την αιτία. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν πραγματικό επιστήμονα χωρίς αυτή τη βαθιά πίστη. Η κατάσταση μπορεί να εκφράζεται από μια εικόνα: η επιστήμη χωρίς τη θρησκεία είναι κουτσή, η θρησκεία χωρίς την επιστήμη είναι τυφλή.»(1)
Η παραπάνω θέση του Άλμπερτ Αϊνστάιν υποστηρίζει στην ουσία την ύπαρξη ενός και μοναδικού «σώματος» που χρειάζεται την αλληλεπίδραση όλων των οργάνων του ώστε να «υπάρχει» και να «προχωρά». Αν υποθέσουμε ότι αυτό το «φανταστικό σώμα» είναι το όχημα που σε μεγάλο βαθμό οδηγεί την ανθρώπινη εξέλιξη, χρειάζεται τα «πόδια» της θρησκείας ώστε να μπορεί να στέκεται όρθιο χωρίς το φόβο της κατάρρευσης, αλλά και τα «μάτια» της επιστήμης ώστε να βλέπει τους διαφορετικούς δρόμους που ανοίγονται μπροστά του και να αντιλαμβάνεται κατά που πηγαίνει. Αυτή η θέση, της αλληλεπίδρασης θρησκείας και επιστήμης, υπερθεματίζεται από πολυάριθμους επιστήμονες και θεολόγους στο κόσμο, τόσους που μπορεί να τους καθιστά ακόμα και πλειοψηφία. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι βρίσκονται σε αντίπαλα «στρατόπεδα» και υπερασπίζονται τις θεωρίες τους με δογματισμό και φανατισμό.
Εγώ παρομοιάζω τη κατάσταση με μία παρτίδα σκάκι που ξεκίνησε πριν από χιλιάδες χρόνια, στην οποία όσοι εμπλέκονται, αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο αυτό που συμβαίνει. Κατ’ αρχήν υπάρχει η σκακιέρα με τα πιόνια της. Βάλτε κατ’ αντιστοιχία με το νου σας, είτε τον συμπαντικό μακρόκοσμο, είτε τον μικρόκοσμο της γης, με κάθε στοιχείο, έμβιο και μη, που τα αποτελεί. Το ρολόι του χρόνου δεν θα μπορούσε παρά να αναπαριστά αυτό ακριβώς που είναι. Αλλάξτε μόνο τα λεπτά με αιώνες. Υπάρχουν μετά οι παίκτες, ο ένας απέναντι στον άλλον –θρησκεία και επιστήμη- που μετουσιώνουν το θεωρητικό τους πλάνο σε κινήσεις, τοποθετώντας κάθε πιόνι στο τετράγωνο που του αναλογεί, το οποίο εντελώς σουρεαλιστικά και μεταφυσικά, είναι άλλοτε μαύρο, άλλοτε άσπρο. Οι παίκτες θεωρούν, ο καθένας από τη μεριά του, ότι κάνουν αυτό που πρέπει προκειμένου να προοδεύσουν τα δικά τους πιόνια πάνω στη σκακιέρα, σε βάρος των απέναντι. Γιατί δεν πιάνονται χέρι-χέρι να τα προοδεύσουν όλα μαζί, παρέα; Γιατί η συνεργία, δυστυχώς, δεν εξυπηρετεί το θεωρητικό πλάνο κανενός παίκτη. Ένα πλάνο ιδιόμορφο, όσο και η ίδια η παρτίδα.
Η ιδιομορφία της είναι ότι κανένας από τους παίκτες δεν θέλει στο τέλος να επικρατήσει, παρά να διατηρεί τη παρτίδα συνεχώς ενεργή, θυσιάζοντας και ανανεώνοντας κατά βούληση τα πιόνια του. Για να μπορεί να το πράττει αυτό όμως, χρειάζεται απαραίτητα μέσα στο παιχνίδι και τον απέναντι παίκτη γιατί, απλούστατα, το θεωρητικό του πλάνο μπορεί να στηριχτεί και να αναπτυχθεί πρακτικά, μόνον αν υπάρχει το αντίπαλο δέος. Πως γίνεται αυτό; Φανταστείτε, για παράδειγμα, οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο θέλετε. Όσο κι αν μπορεί η επιστήμη, επαγωγικά να το εξηγήσει σε βάθος, αυτό πάντα θα εξαντλείται με μία σφοδρή σύγκρουση στον «τοίχο» της Αρχής των Πάντων. Αυτόν ακριβώς τον «τοίχο» χρειάζεται πάντα όρθιο η θρησκεία για να προσφέρει το «παράθυρο», μέσα από το οποίο μπορείς να συνεχίσεις να βλέπεις παραπέρα. Το παράθυρο του μεταφυσικού ή υπερφυσικού. Τον Θεό. Η επιστήμη όμως γιατί χρειάζεται τον Θεό; Γιατί οι εξηγήσεις που η εκάστοτε δοξασία δίνει για το ίδιο φυσικό φαινόμενο, προϋποθέτουν μία εξ’ ορισμού αδιαμφισβήτητη πίστη και υποταγή στη βούληση μίας Ανώτερης Δύναμης. Η αυθυπαρξία όμως αυτής της Ανώτερης Δύναμης δημιουργεί πρόβλημα: Και πως ή ποιος δημιούργησε αυτόν το Θεό; Γιατί θα πρέπει ανεπιφύλακτα να πιστεύω στην ύπαρξή του; Αυτός είναι ο αντίστοιχος «τοίχος» σύγκρουσης της θρησκείας που χρειάζεται η επιστήμη. Που χρειάζεται κάθε ερευνητικός και περίεργος νους –όπως είναι όλοι σχεδόν οι ανθρώπινοι- για να αποφασίσει να ψάξει. Να βρει τρόπο να ανοίξει τη πόρτα για το κρυφό δωμάτιο που ο ιδιοκτήτης του σπιτιού το επιθυμεί απροσπέλαστο, χωρίς όμως να εξηγεί γιατί. Απλά, γιατί «έτσι πρέπει». Ας μη ξεχνάμε άλλωστε, ότι κάθε μικρή ή μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη στην ιστορία, είχε σαν βατήρα έναρξης το μεταφυσικό πεδίο. Δεν θα επιχειρήσει ποτέ κανείς να εξηγήσει κάτι, αν αρχικά αυτό δεν είναι ανεξήγητο.
Επιστρέφοντας στη παρτίδα μας, υπάρχουν και τα πιόνια. Είναι τελικά αυτά, τόσο άβουλα όσο κανείς μπορεί να αντιλαμβανόταν ότι είναι, διαβάζοντας τα προηγούμενα; Καθόλου. Τουλάχιστον σε εκείνα τα μέρη του πλανήτη που υπάρχουν λίγες, έως πολλές ευκαιρίες για επαφή με την μάθηση ή έστω την ενημέρωση, το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου είδους έχει, αναλογικά, αρκετές ευκαιρίες να βρει μία απάντηση σε ερωτήματα που, αργά ή γρήγορα, σε κάποια φάση της ζωής θα προκύψουν:
Γιατί έπρεπε να δημιουργηθούν τα πάντα, αλλάζοντας τη κατάσταση του τίποτα; - Ποιο αίτιο τα δημιούργησε; Το καθετί, υπάρχει για συγκεκριμένο λόγο; σταματά κάποτε να υπάρχει ή όχι; Γιατί τα πάντα λειτουργούν σύμφωνα με συγκεκριμένους Νόμους;
Είναι σχεδόν αδύνατο, ένας άνθρωπος που πληρεί το ελάχιστο των παραπάνω προϋποθέσεων, να μην αναρωτηθεί κάτι σχετικό στη διάρκεια της ζωής του. Οι απαντήσεις που θα βρει, θα προέρχονται από μία ή περισσότερες θρησκείες, μία ή περισσότερες επιστημονικές θεωρήσεις και πειράματα, ή από κάποιες συνδυασμένες θεωρίες, χωρίς βέβαια να ξεχνώ τη φιλοσοφία, απλά ηθελημένα δεν την εμπλέκω –για την ώρα- στο συγκεκριμένο σκεπτικό. Άρα τα πιόνια, όσο είναι πάνω στο τραπέζι, βρίσκονται εκεί με τη θέλησή τους και ακολουθώντας την βούλησή τους σχετικά με την επιλογή της πλευράς. Όπως έχουν και τη δυνατότητα να αποχωρήσουν εντελώς από αυτό όταν αισθανθούν ότι χρειάζεται να ερευνήσουν περισσότερο τους κανόνες του παιχνιδιού.
Θεατές έχει η συγκεκριμένη παρτίδα; Φυσικά. Από τον πιο απλοϊκό αρχηγό μιας πρωτόγονης φυλής μέχρι την πολιτική ηγεσία της πιο εξελιγμένης σύγχρονης κρατικής μηχανής. Τα εκάστοτε κυβερνητικά καθεστώτα πάντα παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον το παιχνίδι αυτό και έπαιρναν το μέρος της πλευράς που εξυπηρετούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή, συγκεκριμένα συμφέροντα. Το ενδιαφέρον μας όμως σε αυτό το κείμενο είναι στραμμένο, κυρίως, στους παίκτες αυτής της σουρεαλιστικής παρτίδας σκάκι και τις κινήσεις τους. Με ποιον τρόπο εκδηλώνουν την αντιπαλότητά τους, με ποια μέσα ασκούν την επιρροή, τη πίεσή τους, τόσο μεταξύ τους, όσο και προς την ανθρώπινη ύπαρξη, στη διάρκεια των αιώνων;
Ρίξτε μια ματιά στη κεντρική θεματολογία αυτού του τεύχους και θα πάρετε άμεσα μια ιδέα. Φόβος και Βία. Δεν υπάρχει κανένα σύγχρονο μέσο ή όπλο, όσο τεχνολογικά προηγμένο κι αν είναι, εφάμιλλης δυνητικής «ζημιάς», όσο ο Φόβος που χρησιμοποιείται για να ασκηθεί ψυχολογική Βία, αλλά και η Βία που χρησιμοποιείται, σωματική ή ψυχολογική, για να προκαλέσει τον Φόβο που θα βάλει τον άνθρωπο στο εσωτερικό αυτού του φαύλου κύκλου με σκοπό να τον καταρρακώσει και να τον ρίξει μέσα σε έναν βάλτο
πνευματικής υποδούλωσης, μετατρέποντάς τον σε υποχείριο. Αναφέρομαι φυσικά στα ακραία αποτελέσματα αυτής της πρακτικής, που όσο κι αν θέλουμε να μην αποτελούν τον Κανόνα, αναγκαζόμαστε να διαπιστώσουμε ιστορικά, ότι είναι αυτά που έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα σε πολλά και σοβαρά δεινά, στον άκρατο φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, που ματώνουν τη ψυχή και το σώμα των ανθρώπων. Ας μην βιαστούν πολλοί και ρίξουν την ευθύνη στη Θρησκεία, γιατί δεν της αναλογεί καμία. Ούτε της Επιστήμης. Η Θρησκεία και η Επιστήμη είναι ιδέες, έννοιες, ορισμοί. Είναι κυρίως, ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ή ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ. Στο όνομά τους όμως δρουν ΑΝΘΡΩΠΟΙ και αυτοί είναι το πρόβλημα. Άνθρωποι με φιλοδοξίες που υπερβαίνουν τη πραγματική και ουσιαστική συλλογικότητα αυτών των εννοιών, για να εμποτίσουν την ατομικότητα τού Εγώ τους με το καύσιμο που χρειάζεται για να κυριαρχήσει σε ένα σύνολο. Παραθέτοντας ακόμα μία τοποθέτηση του Άλμπερτ Αϊνστάιν, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
«Οτιδήποτε κι αν έχει κάνει ή σκεφθεί η ανθρώπινη φυλή σχετίζεται με την ικανοποίηση βαθιά αισθανόμενων αναγκών και την καταπράϋνση του πόνου. Αυτό πρέπει κάποιος να το έχει συνεχώς στο μυαλό του, αν επιθυμεί να κατανοήσει πνευματικά κινήματα και την ανάπτυξή τους. Η αίσθηση με τη λαχτάρα αποτελούν τη κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε ανθρώπινη προσπάθεια και δημιουργία, όσο εξυψωμένο κι αν παρουσιάζεται αυτό το πρόσχημα σε εμάς. Τώρα, ποιες είναι οι αισθήσεις και οι ανάγκες που έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους στη θρησκευτική σκέψη και την πίστη με την ευρύτερη έννοια των όρων; Λίγη μελέτη θα είναι αρκετή για να μας δείξει ότι τα πιο ποικίλα συναισθήματα ευθύνονται για τη γέννηση της θρησκευτικής σκέψης και εμπειρίας. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο είναι πάνω απ' όλα, ο φόβος, που δημιουργεί στον νου τις θρησκευτικές αντιλήψεις - ο φόβος της πείνας, για τα άγρια θηρία, την ασθένεια, τον θάνατο. Δεδομένου ότι σε αυτό το στάδιο της ύπαρξης, η κατανόηση των αιτιωδών συνδέσεων είναι συνήθως ανεπαρκώς ανεπτυγμένη, ο ανθρώπινος νους δημιουργεί φανταστικά όντα, ανάλογα λίγο ως πολύ με τον ίδιο, από των οποίων τις θελήσεις και δράσεις εξαρτώνται αυτά τα τρομερά συμβάντα. Έτσι, κάποιος προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια αυτών των όντων κάνοντας ενέργειες και προσφέροντας θυσίες οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, τα εξευμενίζει ή τα κάνει να είναι ευνοϊκά διακείμενα προς έναν θνητό. Με αυτή την έννοια, μιλάω για μια θρησκεία φόβου. Αυτό, αν και δεν δημιουργήθηκε από αυτήν, είναι ένα σημαντικό στοιχείο που σταθεροποιήθηκε με τον σχηματισμό μιας ειδικής ιερατικής κάστας η οποία αυτοσυστήνεται ως μεσολαβητής μεταξύ των ανθρώπων και των όντων που φοβούνται, και οικοδομεί μία ηγεμονία πάνω σε αυτή τη βάση. Σε πολλές περιπτώσεις ένας ηγέτης, ή άρχοντας, ή μια προνομιούχα τάξη, των οποίων η θέση βασίζεται σε άλλους παράγοντες, συνδυάζουν ιερατικές λειτουργίες με την κοσμική εξουσία τους, ώστε να καταστούν την εξουσία αυτή πιο ασφαλή, ή οι πολιτικοί ηγεμόνες και η ιερατική κάστα δημιουργούν ένα κοινό μέτωπο για να εξυπηρετηθούν τα δικά τους συμφέροντα…» (2)
Σύμφωνα με τις μελέτες της ανθρώπινης εξέλιξης, και την κυρίαρχη άποψη στον επιστημονικό χώρο, ο Homo Sapiens, το είδος μας δηλαδή, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην υποσαχάρια Αφρική περίπου πριν από 200.000 χρόνια, εξελίχθηκε εκεί και άρχισε να μετακινείται προς τις παράπλευρες ηπείρους, περίπου 100.000 έως 50.000 χρόνια πριν, αντικαθιστώντας τον Homo Νeanderthalensis στην Ευρώπη και τον Homo Erectus στην Ασία. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πληθυσμοί σε κάποια μέρη της γης που αντιμετωπίζουν μία αστραπή που κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη, ως κάτι εντελώς ανεξήγητο που απαιτεί κάποια υπερφυσική παρέμβαση προκειμένου να συμβεί. Είναι συνεπώς εύκολο να φανταστούμε ότι εκείνος ο μακρινός μας πρόγονος, ο Homo Sapiens, αντιμετώπιζε ανάλογα φυσικά φαινόμενα ή οποιαδήποτε άλλα φαινόμενα συνέβαιναν χωρίς προφανή αιτία ή δεν συμφωνούσαν με κάποια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, ως εκδηλώσεις υπερφυσικών, πέρα της δικής του –ούτως ή άλλως- περιορισμένης αντίληψης, δυνάμεων. Πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για φαινόμενα που αφορούσαν τον ίδιο του τον εαυτό, όπως από έναν απλό σωματικό πόνο έως ακόμα και τον θάνατο. Και επειδή ο ανθρώπινος νους, όσο κι αν έχει περιορισμένη αντίληψη, πάντα έχει την ικανότητα της συνδυαστικής και επαγωγικής σκέψης, ακόμα και στην πιο απλοϊκή της μορφή, θα χρειάζονταν μερικές συμπτωματικές χρονικές συγκυρίες, μέχρι να αρχίσουν φαινόμενα σχετικά με τον ανθρώπινο πόνο και τη συμφορά να συνδυάζονται με την ταυτόχρονη εμφάνιση φυσικών, ανεξήγητων φαινομένων. Ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι η Φύση είναι πάνω από τον ίδιο και η άγνοια του τρόπου λειτουργίας της τον αναγκάζει να επινοήσει τις πρώτες θεότητες που μπορούν να εξουσιάζουν ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεοποιεί τα πάντα γύρω του, ή τουλάχιστον οτιδήποτε είναι πέρα των δυνάμεών του ή της περιορισμένης επεξηγηματικής του δυνατότητας. Όποτε ο καιρός ήταν καλός, υπήρχε ειρήνη, δεν υπήρχαν πολλές αρρώστιες, τα άγρια ζώα ήταν χορτασμένα και υπήρχε τροφή, οι θεοί ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι. Σε οποιαδήποτε αντίθετη περίπτωση, κάποιος θεός είχε δυσαρεστηθεί και ο άνθρωπος διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο.
Τότε ακριβώς, εμφανίζεται εκείνος ο παρατηρητής που αντιλαμβάνεται ότι οι διπλανοί του, όπως και ο ίδιος άλλωστε, έχουν την ίδια αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Τρομοκρατούνται! Η απόλυτα φυσιολογική, ενστικτώδης αντίδραση της απαράλλαχτης στους αιώνες ανθρώπινης φύσης, απέναντι σε κάτι άγνωστο που επιφέρει πόνο. Ο παρατηρητής όμως αυτός, τυγχάνει με το πέρασμα του χρόνου και την λίγο πιο αυξημένη του οξυδέρκεια, να διαβλέπει την θέληση των διπλανών του να κάνουν οτιδήποτε είναι δυνατόν προκειμένου να εξευμενίσουν αυτές τις ανεξήγητες δυνάμεις που τους προκαλούν τα δεινά και αντιλαμβάνεται πως παίζοντας τον ρόλο διαμεσολαβητή, κερδίζει την αμέριστη προσοχή τους. Αν μάλιστα έχει την ικανότητα της παρατήρησης, ώστε να αντιληφθεί βασικούς επαναλαμβανόμενους κανόνες της λειτουργίας της φύσης και φαινομένων της, μπορεί ακόμα και να προβλέπει καταστάσεις, σχετικές με αυτήν και τους ανθρώπους. Και έτσι, στα μάτια των υπολοίπων, γίνεται αυτός που μπορεί να είναι σε επικοινωνία με αυτή την ανώτερη δύναμη. Αυτός, του οποίου η εύνοια μπορεί να σημαίνει και εύνοια του θεού. Που τη συμπεριφορά αυτής της δύναμης τη κατέχει και την ελέγχει. Έτσι, μέσω του φόβου και της ψυχολογικής βίας που ασκείται από αυτούς που έχουν την ικανότητα να ορίζουν με ποιον θα τα έχει καλά ο θεός και με ποιον όχι, η πρώτη ιερατική κάστα δημιουργείται.
Στο πέρασμα των αιώνων, και όσο οι αιτίες δεν έχουν καμία ανθρωπίνως αντιληπτή σύνδεση με τα αποτελέσματα αυτών των φαινομένων, οι θεοί παραμένουν απρόσιτοι και απροσπέλαστοι και οι «ιερείς», αυτοί δηλαδή που έχουν την εύνοια των θεών και τους εκπροσωπούν ανάμεσα στους ανθρώπους, αποκτούν όλο και περισσότερη εξουσία, ακόμα και επάνω σε άρχοντες, ηγεμόνες και βασιλείς. Ποιος μπορεί άλλωστε να τα βάλει με έναν θεό και τους «δικούς του»; Στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη σε κάθε σημαντικό αρχαίο πολιτισμό, από τους αρχαίους Μάγια μέχρι την Αρχαία Κίνα, την Αίγυπτο, ή το Βασίλειο του Aroi Sun στον Ειρηνικό, είναι αμέτρητες οι ενδείξεις μέσω αρχαιολογικών ανακαλύψεων, για τον κυρίαρχο ρόλο που κρατούν η θρησκεία και οι θεοί, αλλά και την εξουσιαστική δύναμη των αντίστοιχων εκπροσώπων τους. Είτε πρόκειται για τον πιο απλοϊκό σαμάνο μίας φυλής, είτε για τον πιο μεγαλοσχήμονα ιερέα προηγμένου πολιτισμού, όλοι κατά καιρούς έχουν οδηγήσει πληθυσμούς ολόκληρους σε πολέμους και χιλιάδες ανθρώπους σε θυσιαστήρια βωμών, προκειμένου να εξευμενιστεί ένας θεός, ή να εδραιωθεί η επικυριαρχία τους. Βία μεταξύ ανθρώπων, φοβισμένων για τις επερχόμενες ενέργειες ενός ανικανοποίητου θεού, ενέργειες όμως που έχει τη δύναμη να ελέγχει ένας ανικανοποίητος «ιερέας».
Η αρχή για την αλλαγή στους κανόνες αυτού του παρανοϊκού παιχνιδιού «θείας εξουσίας», γίνεται περίπου 2.600 χρόνια πριν, όταν ο Θαλής, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, διατύπωσε τη θεωρία ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τον φυσικό κόσμο και να αποκρυπτογραφήσουμε το συνεπές σύνολο των αρχών, στις οποίες υπακούει η Φύση, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουμε σε μυθικές ή θεολογικές εξηγήσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη πρόβλεψη ηλιακής έκλειψης, το 565 π.Χ., αποδίδεται στον Θαλή. Τόσο στον Αριστοτέλη, όσο και στους περισσότερους Έλληνες φιλοσόφους εκείνης της εποχής, η ιδέα ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσω θείας παρέμβασης, δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστή.
Στην ουσία πίστευαν ότι το ανθρώπινο είδος και ο κόσμος υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν πάντα. Απλά θεωρούσαν ότι κατά καιρούς συμβαίνουν φυσικές καταστροφές που επαναφέρουν το ανθρώπινο είδος στην αρχή του πολιτισμού. Το γεγονός είναι όμως, πως με αυτό τον τρόπο άρχισαν να κινούνται τα γρανάζια της επιστημονικής μηχανής διερεύνησης ξεκινώντας τη μακρόχρονη διαδικασία αντικατάστασης της πίστης στην απόλυτη κυριαρχία των θεών, με την ιδέα ότι ο κόσμος μας διέπεται από συγκεκριμένους φυσικούς νόμους, βασισμένους σε ένα πρότυπο που ακόμα δεν έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε.
Τους κρίκους αυτής της ερευνητικής αλυσίδας που ξεκίνησε ο Θαλής, συνένωσαν τεράστιες προσωπικότητες του πνεύματος όπως, εκτός του Αριστοτέλη, ο Αναξίμανδρος, φίλος και ίσως μαθητής του Θαλή, που γύρω στο 560 π.Χ. παρουσίασε την πρώτη ιστορικά θεωρία βιολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, υποστηρίζοντας πως εφ’ όσον ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή ως αβοήθητο βρέφος, δεν θα μπορούσε ο πρώτος του είδους να είχε εμφανιστεί με αυτόν τον τρόπο γιατί δεν θα είχε επιβιώσει. Άρα έπρεπε να είναι η εξέλιξη άλλου ζώου, του οποίου τα νεογέννητα ήταν πιο ανθεκτικά. Στις φωτεινές αυτές προσωπικότητες περιλαμβάνονται, φυσικά, ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Αρχιμήδης, ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αρίσταρχος που το 250 π.Χ. περίπου, παρουσίασε την επαναστατική ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινοί κάτοικοι του Σύμπαντος και όχι ιδιαίτερα όντα που τα χαρακτηρίζει η ιδιαιτερότητα να βρίσκονται στο κέντρο του. Όλοι, πνευματικά παιδιά της Ιωνικής σχολής αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, της οποίας όμως η άποψη ότι η λειτουργία της Φύσης εξηγείται από γενικούς νόμους και υπακούει σε ένα σύνολο αρχών, άσκησε επιρροή μόνο για ελάχιστους αιώνες. Ο λόγος ήταν πως οι Ιωνικές θεωρίες δεν άφηναν χώρο για έννοιες και ιδέες όπως η ελεύθερη βούληση και ο σκοπός, ή για την αντίληψη ότι οι Θεοί έχουν λόγο στη λειτουργία του κόσμου και τις ζωές των ανθρώπων. Γεγονός ιδιαίτερα ενοχλητικό ή προσβλητικό για πολλούς στοχαστές της εποχής, όπως άλλωστε είναι και για πολλούς σήμερα.
Δεν θα πρέπει λοιπόν να προσπεράσουμε το γεγονός ότι και η επιστήμη έρχεται πλέον έτσι, να βάλει το δικό της λιθαράκι σε αυτό το παιχνίδι ψυχολογικής βίας, καθώς δεν είναι ανάξιος λόγου ο βαθμός της εσωτερικής σύγκρουσης στην οποία σπρώχνεται ο άνθρωπος που βλέπει να γίνεται προσπάθεια να ξεριζωθούν βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του, αφήνοντάς τον μετέωρο ως προς βασικά εσωτερικά ερωτήματα που μέχρι τότε, καλώς ή κακώς, σωστά ή λανθασμένα, είχε απαντήσει εναποθέτοντας τη μοίρα του σε μία θεία δύναμη. Όσο κι αν η έρευνα της Αλήθειας μπορεί να δικαιολογεί τέτοιες «παράπλευρες ζημιές», ο σκοπός δεν αγιάζει πάντα τα μέσα, και αυτό είναι κάτι που θέλω να τονίσω μια και αισθάνομαι πως πρέπει, άσχετα με όσα αντιλαμβάνομαι υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης πλευράς, να προάγω την ιδέα της εξέτασης και των δύο πλευρών ενός νομίσματος. Ταυτόχρονα βέβαια, η έναρξη αυτής της ερευνητικής διαδικασίας σήμανε και την έναρξη ενός κύκλου αντιπαλότητας μεταξύ ιερέων, φιλοσόφων και επιστημόνων, με ένταση αυξομειούμενη στο πέρασμα των χρόνων, αλλά ποτέ απούσα, ακόμα και μέχρι σήμερα. Ο Επίκουρος, φιλόσοφος που έζησε από το 341 έως το 270 π.Χ. έλεγε πως «καλύτερα να ακολουθεί κανείς τους μύθους περί θεών παρά να ‘σκλαβωθεί’ στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων.» (3)
Τον 3ο π.Χ. αιώνα εμφανίζεται η αρχαιοελληνική σχολή φιλοσοφίας των Στωικών, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν οι φυσικοί και οι ανθρώπινοι νόμοι, με τους τελευταίους να εμπεριέχουν και κανόνες ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι οποίοι ισχύουν ανεξαιρέτως, από την απλή υπακοή στη θέληση των γονέων μέχρι τον σεβασμό και τη πίστη στην ιδέα του Θεού. Η Στωική παράδοση συνέχισε να επηρεάζει για αρκετούς αιώνες τους ερευνητές που διαδέχτηκαν τους αρχαίους Έλληνες, με πολλούς από αυτούς να την χρησιμοποιούν προκειμένου να υποστηρίξουν την ύπαρξη του Θεού, όπως ο χριστιανός φιλόσοφος Θωμάς Ακινάτης, ο οποίος τον 13ο αιώνα θεώρησε ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο «ευφυές, προσωπικό Ον, δια του οποίου τα πάντα στη Φύση τάσσονται προς τον σκοπό τους…» (4) Κατά τον Μεσαίωνα, όπου δεν υπάρχει κανένα συγκροτημένο φιλοσοφικό σύστημα, επικρατεί η πίστη ότι το Σύμπαν υπάρχει και εξελίσσεται βάσει των επιταγών ενός Θεού και ότι η Θρησκεία έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα. Το 1277 ο επίσκοπος των Παρισίων Τεμπιέ, δημοσιεύει κατόπιν εντολής του Πάπα Ιωάννη ΚΑ’, μία λίστα που περιέχει 219 καταδικαστέες αντιλήψεις και αιρέσεις, μεταξύ των οποίων περίοπτη θέση κατέχει η αντίληψη ότι η Φύση διέπεται από νόμους που έρχονται σε αντίθεση με τη παντοδυναμία και βούληση του Θεού.
Ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος, ήταν αυτοί που τον 17ο αιώνα, διαδοχικά και συμπληρωματικά, όρισαν την έννοια των φυσικών νόμων όπως την κατανοούμε σήμερα, ανανεώνοντας έτσι αφ’ ενός την πίστη σε αυτούς, αφ’ ετέρου δημιουργώντας ταυτόχρονα και πεδίο για νέες προσπάθειες συμφιλίωσης των νόμων αυτών με την έννοια του Θεού. Ο Καρτέσιος λοιπόν υποστήριζε πως ο Θεός δεν μπορούσε να μεταβάλλει τη Φύση κατά βούληση και ότι είχε επιβάλλει τους νόμους της χωρίς να έχει δυνατότητα επιλογής. Ενώ αυτό έδειχνε να αμφισβητεί τη κυριαρχία του Θεού, ο Καρτέσιος αντιπαρερχόταν αυτής της θέσης λέγοντας ότι οι νόμοι της Φύσης ήταν αναλλοίωτοι επειδή και ο ίδιος ο Θεός είναι αναλλοίωτος και ότι από τη στιγμή που δημιούργησε τον Κόσμο, αποφάσισε ο ίδιος να τον αφήσει να προχωρήσει χωρίς πλέον καμία δική του παρέμβαση. Η θέση ουσιαστικά των τριών παραπάνω επιστημόνων λοιπόν, και του Νεύτωνα ακολούθως, ήταν ότι οι φυσικοί νόμοι είναι μεν έργο του Θεού, αλλά είναι αναλλοίωτοι. Σε αντίθεση με αυτούς, οι χριστιανοί διανοητές, και όχι μόνον αυτοί αλλά διανοητές και άλλων θρησκειών, πίστευαν ότι ο θεός μπορεί να παίζει με αυτούς τους νόμους κατά το δοκούν, προκειμένου να κάνει θαύματα. Έτσι, αν κάποιος προσευχηθεί ο Θεός μπορεί να κάνει μία εξαίρεση και να τον θεραπεύσει, ή να φέρει βροχή και να ευνοήσει τη σπορά του.
Κάπως έτσι, και ενώ αρχικά φάνηκε πως η φιλοσοφία, η θεολογία και η επιστήμη θα μπορούσαν να συνυπάρξουν στην ειρηνική αναζήτηση και κατανόηση της μίας και μοναδικής Αλήθειας, τελικά κατέληξαν σε μία από τις ισχυρότερες διαχρονικές διαμάχες, ποτισμένες από φόβο και βία. Επαναλαμβάνω πως Επιστήμη και Θρησκεία είναι έννοιες που δεν πρέπει να εμπλακούν ουσιαστικά, σε αυτό το επίπονο παιχνίδι. Είναι οι άνθρωποι που εμπλέκονται, δηλαδή τα ιερατεία από τη μία πλευρά και οι επιστήμονες από την άλλη. Οι πρώτοι καταφέρονται διαρκώς εναντίον των επιστημόνων και οι δεύτεροι υποβαθμίζουν την αξιοπιστία των πρώτων και την αξία της πίστης σε έναν ή περισσότερους Θεούς γενικότερα. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ των σύγχρονων θρησκευτικών συστημάτων και των αντίστοιχων κοινωνικών ομάδων, επειδή οι θεολογικές αντιλήψεις, ενώ εσωτερικά έχουν σύμφωνα με την αρχαία σοφία μία κοινή πηγή, εξωτερικά και μέσω των αντίστοιχων ιερατείων, εκδηλώνονται στο σύγχρονο κόσμο με πολύ διαφορετικό τρόπο επηρεάζοντας έτσι την αντιμετώπιση που έχουν από τον επιστημονικό κόσμο, αλλά και τους απλούς ανθρώπους γενικότερα, όπως και την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ τους. Οι θρησκείες που έχουν γίνει ευρέως γνωστές τα τελευταία 3.000 περίπου χρόνια διακρίνονται στις φυσικές και αποκαλυμμένες. Ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας τη δημιουργική του φαντασία και ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες εξελίσσεται, προκειμένου να ικανοποιήσει την εσωτερική του ανάγκη να πιστέψει σε κάτι ανώτερο και δυνατότερο από αυτόν πλάθει τις φυσικές θρησκείες. Με τις αποκαλυμμένες υπάρχει μία σημαντική, θεμελιώδης διαφορά και ίσως είναι αυτή που τελικά επηρεάζει και την αντιμετώπιση από την «σκεπτικιστική κοινότητα», ότι τις αλήθειες στις θρησκείες αυτές, τις αποκάλυψε στον άνθρωπο ο ίδιος ο Θεός. Σημαντική λεπτομέρεια: όχι σε όλους τους ανθρώπους. Σε μερικούς που επέλεξε προκειμένου να κάνουν «τη δουλειά» γι’ αυτόν. Είναι φυσικό λοιπόν αυτού του είδους οι θρησκείες να τυγχάνουν μεγαλύτερης αμφισβήτησης γιατί είναι και αυτές που σε ένα βαθμό αφαιρούν την ελεύθερη βούληση από τον άνθρωπο και ζητούν από τον –πάντα περίεργο και πονηρό- νου του να πιστέψει σε κάτι που του επιβάλλεται και δεν δημιουργεί ο ίδιος. Ακόμα και αν αυτό που δημιουργεί είναι απείρως πιο απίθανο από αυτό που πάει να του επιβληθεί, θα είναι πάντα το «δικό του κατασκεύασμα» και θα το αντιμετωπίζει λιγότερο πονηρά. Επίσης η ιδέα της διαρκούς έκθεσης στην αυστηρή κριτική ενός Θεού που βλέπει τα πάντα, με τα λάθη να επιφέρουν αυστηρότατες ποινές που ξεκινούν από τον αφορισμό και φτάνουν ακόμα και μέχρι τον αιώνιο και ατελείωτο πόνο, είναι μία ιδέα που τρομοκρατεί, δεν προσφέρει ακριβώς την αίσθηση της Πατρικής αγάπης που πρεσβεύει και έτσι δε χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις φτάνει μέχρι και στην πλήρη αποστροφή.
Έτσι, δεν ήταν τυχαίο που το βάρος σε αυτή τη διαμάχη το σήκωσαν -και το κουβαλούν ακόμα- τρεις από τις αποκαλούμενες Αβρααμικές (επειδή κατάγονται από τον Αβραάμ), μονοθεϊστικές θρησκείες, δηλαδή ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός, αλλά και ο Ισλαμισμός. Δεν περιλαμβάνω την Μπαχάι Πίστη, ενώ θεωρείται Αβρααμική, γιατί είναι πολύ νεώτερη (μόλις του 19ου αιώνα), παρόλο που θεωρείται ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη και ευρέως διαδεδομένη. Όλες οι υπόλοιπες (φυσικές), ξεκινώντας από την παλαιότερη που θεωρείται ότι είναι ο Ινδουισμός, μέχρι τον Ζωροαστρισμό, τον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό, τον Κομφουκιανισμό, τον Σιντοϊσμό, και πολλές άλλες μικρότερης εμβέλειας, κυρίως ιθαγενών, όπως Αφρικανικές, Αυστραλιανές, Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής ή νεώτερες όπως Σαϊεντολογία, Ουνιταριανισμός και άλλες, εμπλέκονται ελάχιστα έως καθόλου σε αμφισβητήσεις και διαμάχες. Κυρίως, λόγω του ότι είναι διαφορετικό, τόσο το φιλοσοφικό, εσωτερικό τους υπόβαθρο, όσο και οι πρακτικές και ο τρόπος που επηρεάζουν φιλοσοφικά και πολιτιστικά τους λαούς στις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές.Νομίζω πως είναι μικρότερης σημασίας, ως αιτία για την έλλειψη αντιπαλότητας αυτών των θρησκειών με την επιστήμη, το γεγονός πως η επιστημονική άποψη έκανε τα πρώτα της βήματα και αναπτύχθηκε στο δυτικό κόσμο, γιατί δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη «επιστημονικών-φιλοσοφικών» θεωρήσεων στην Ανατολή πριν την ύπαρξη των μονοθεϊστικών, αποκαλυμμένων θρησκειών. Για παράδειγμα, η μαθηματική και επιστημονική αστρονομία έκανε τα πρώτα της βήματα στον πολιτισμό των Βαβυλωνίων5 οι οποίοι έθεσαν τις βάσεις για να αναπτυχθεί ο τομέας αυτός σε πολλούς άλλους πολιτισμούς. Ένας τομέας στον οποίο, σημαντική ήταν επίσης και η συνεισφορά των Αρχαίων Κινέζων, ή των Μάγια.
Η ουσία είναι πως το ιστορικό ενδιαφέρον, σε σχέση με την αντιπαλότητα που εξετάζουμε, επικεντρώνεται γεωγραφικά στις περιοχές που ανθούν οι μονοθεϊστικές Αβρααμικές θρησκείες, αφού τελικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκεί δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε μέχρι σήμερα η έντονη διαμάχη με τους επιστημονικούς κύκλους. Πριν όμως εξετάσουμε τη διαμάχη αυτή πρέπει να κατανοήσουμε πως διαφέρουν αυτοί οι δύο κόσμοι.
Κατ’ αρχήν πρέπει να έχουμε στο νου μας πως ο τρόπος με τον οποίο χωρίζουμε τη γνώση σήμερα σε αμέτρητους εξειδικευμένους τομείς είναι σύγχρονος. Μέχρι να υπάρξει αυτός ο κατακερματισμός η φιλοσοφία δεν θεωρούνταν ξεχωριστός τομέας γνώσης από την επιστήμη και οι επιστήμονες θεωρούνταν ως φυσικοί ή εμπειρικοί φιλόσοφοι. Αυτό σημαίνει πως παρατηρούσαν φαινόμενα, συγκέντρωναν στοιχεία, τα κατηγοριοποιούσαν και έτσι γενίκευαν συγκεκριμένες παρατηρήσεις φθάνοντας σε θεωρήματα. Με δεδομένο ότι μέσω της τακτικής συμπεριφοράς φυσικών φαινομένων, περιγράφονται οι νόμοι της φύσης, η μελέτη αυτής της τακτικής συμπεριφοράς, σε κάνει ερευνητή των νόμων της φύσης. Η επιστήμη λοιπόν στοχεύει στη κατανόηση της συμπεριφοράς του φυσικού κόσμου. Προσπάθεια κατανόησης, δηλαδή μελέτη, οτιδήποτε άλλου υπερφυσικού ή αφηρημένου, δεν πρέπει να θεωρείται επιστημονική μια και δεν αφορά στη μελέτη φυσικών, εμπειρικών φαινομένων.
Από την άλλη μεριά η θρησκεία μπορεί να γίνει κατανοητή είτε μέσω της πρακτικής της, δηλαδή μέσω συγκεκριμένων συμπεριφορών, τελετουργιών, τυπικών και εκδηλώσεων που τηρούνται από τους πιστούς της, είτε μέσω του θεωρητικού περιεχόμενου της πρότασής της. Και είναι ακριβώς αυτό το θεωρητικό περιεχόμενο που φαίνεται να εγείρει τη σύγκρουση με τον επιστημονικό κλάδο, και όχι βέβαια ο τρόπος εκδήλωσης λατρείας από τη μεριά των πιστών. Νομίζω ότι πρέπει να γίνει σαφές πως δεν υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ επιστημόνων και οποιουδήποτε πιστού, οποιασδήποτε θρησκείας, παρά μόνον με τα ιερατεία που συνθέτουν την εκάστοτε θρησκευτική πρόταση (από τη στιγμή βέβαια που ο επιστημονικός κόσμος στη πλειοψηφία του δεν δέχεται ότι αυτή παραδόθηκε έτοιμη από κάποιον Θεό), αν και φυσικά δεν μιλώ εκ μέρους κανενός επιστήμονα. Η διαφορά μεταξύ θρησκευτικής και επιστημονικής πρότασης σε γενικότερο πλαίσιο, είναι φυσικά εύκολα αναγνωρίσιμη, όμως είναι πολύ δύσκολο να ερευνηθούν τα χαρακτηριστικά αυτής της διαφοράς, κυρίως λόγω της μεγάλης διαφοροποίησης του θεωρητικού περιεχομένου διαφορετικών θρησκειών με αποτέλεσμα να μη υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες που να κρίνονται ως απαραίτητες και επαρκείς προκειμένου να ορίζεται ως θρησκευτική μία πρόταση. Ακόμα και μεταξύ θρησκειών με κοινή ρίζα όπως αυτές που λέγαμε πριν. Στο Χριστιανισμό δηλαδή για παράδειγμα υπάρχει η έννοια της Αγίας Τριάδας, κάτι που απορρίπτεται από τον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό. Έπειτα, ενώ σε μεγάλο βαθμό στέκει η διάκριση ότι οι θρησκευτικές προτάσεις χαρακτηρίζονται ως μεταφυσικές ενώ οι επιστημονικές ως εμπειρικές, ούτε αυτή είναι επαρκής, γιατί υπάρχουν μεταφυσικές θεωρήσεις που δεν θεωρούνται θρησκευτικές αλλά επιστημονικές, όπως για παράδειγμα αυτές που έχουν σχέση με την αντίληψη του χωροχρόνου σε σχέση με τον παρατηρητή. Η ουσία είναι πως η ανυπαρξία ξεκάθαρης διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο τι θεωρείται θρησκευτικό και τι επιστημονικό, γραμμής δηλαδή που να χαράσσεται από κριτήρια κοινώς αποδεκτά, εντείνει ακόμα περισσότερο τη διαμάχη αυτή.
Στο σημείο αυτό, η αρχική μου πρόθεση ήταν να παρουσιάσω αναλυτικά και με στοιχεία, σημαντικές ιστορικές διαμάχες μεταξύ των δύο «στρατοπέδων» που οδήγησαν σε εκατέρωθεν βαρύτατους υβριστικούς, κοροϊδευτικούς και ειρωνικούς χαρακτηρισμούς, αφορισμούς, διαπομπεύσεις, απίστευτες αιματοχυσίες, διωγμούς, ανθρωποκυνηγητά και πολλά άλλα όμορφα και τιμητικά, χαρακτηριστικά των «ηθικών αξιών» που πρεσβεύουν αμφότερες οι πλευρές, όπως και του «κύρους» και της «ανωτερότητας» που χαρακτηρίζουν τα μέλη τους. Μέσα σε αυτή την ευρεία γκάμα σχετικών γεγονότων στο πέρασμα των αιώνων, ξεχωριστή θέση ιστορικά έχουν, η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, ο ηλιοκεντρισμός των Κοπέρνικου και Γαλιλαίου, και βέβαια οι μηχανικές συμπεριφορές των ουρανίων σωμάτων του Ισαάκ Νεύτωνα με τους νόμους του όπως η βαρύτητα. Στη σύγχρονη εποχή, από τη μία μεριά περιπαίζονται και αμφισβητούνται με «επιστημονικές αποδείξεις», η ύπαρξη του Θεού όπως οι διάφορες θεολογίες την ερμηνεύουν, οι θεϊκές θαυματουργές παρεμβάσεις, η «ματαιότητα» κάθε μορφής θρησκευτικής πίστης, και παράλληλα διακωμωδούνται οποιεσδήποτε μορφές μαζικής έκφρασης λατρείας των πιστών μιας θρησκείας. Από την άλλη μεριά, καίγονται βιβλία στους δρόμους, γίνεται προσπάθεια λογοκρισίας έργων τέχνης, ενώ θεωρείται αίρεση, σατανισμός και μαγεία κάθε μορφή πνευματικής αναζήτησης που δεν ακολουθεί τους εκκλησιαστικούς κανόνες, ωθώντας ιερατεία και πιστούς σε ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών. Νωπή είναι ακόμη η πρόσφατη ανταλλαγή ειρωνικών και βαρύτατων χαρακτηρισμών μεταξύ ορθόδοξης και καθολικής εκκλησίας από τη μία μεριά, και του γνωστού θεωρητικού φυσικού και κοσμολόγου, Stephen Hawking, που πυροδοτήθηκαν από την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, «Το Μεγάλο Σχέδιο». Ήθελα να επεκταθώ λοιπόν σε όλα αυτά και να τα παρουσιάσω με λεπτομέρειες και στοιχεία.Τελικά όμως γράφοντας την εργασία αυτή, συνειδητοποίησα και εγώ με τη σειρά μου ότι κάνοντας κάτι τέτοιο, θα είχα εμπλακεί στον ίδιο φαύλο κύκλο ατέρμονων «αφορισμών» και θα έριχνα απλά λίγο ακόμη λάδι στην φωτιά που καίει ασίγαστα, αιώνες τώρα. Έχει απείρως μεγαλύτερη ουσία να αντιληφθούμε το αποτέλεσμα αυτών των «εχθροπραξιών», γιατί είναι αυτό που τελικά κάνει την ανθρωπότητα να υποφέρει. Το σκεπτικό μου είναι ιδιαίτερα απλοϊκό: αν ο άνθρωπος είχε πραγματική ελευθερία επιλογής, με τα δύο αυτά «στρατόπεδα» αντί να προσπαθούν το ένα να ρίξει το άλλο χαμηλά στα μάτια των ανθρώπων, για δικό του όφελος, δηλαδή για να μη χάσει «πελάτες», να ασκούν μοχλούς πίεσης προς την κατανόηση της ύπαρξης του αναφαίρετου δικαιώματος επιλογής, η μισαλλοδοξία θα ήταν κάτι άγνωστο και θα είχαμε έναν μπελά λιγότερο, από αυτούς που οδηγούν τους ανθρώπους στον φανατισμό, το φόβο και τη βία. Άρα θα ήμασταν ένα βήμα πιο κοντά στην Αδελφοσύνη.
Θα κλείσω αυτό το πόνημα καταθέτοντας την προσωπική μου άποψη. Προσωπικά, η φιλοσοφική αναζήτηση της Αλήθειας με τη βοήθεια των διαρκώς εξελισσόμενων επιστημονικών ανακαλύψεων, με εκφράζει περισσότερο από οποιοδήποτε Δόγμα, όχι γιατί δεν βρίσκω σπουδαία ή άξια καμία διδασκαλία τους, αντιθέτως θεωρώ ότι οι αληθινές εσωτερικές διδασκαλίες των περισσότερων θρησκειών έχουν να προσφέρουν πολλά καλά στην ανθρωπότητα, όμως δυστυχώς οι εξωτερικές τους εκδηλώσεις είναι προϊόντα συμφεροντολογικής σκέψης που φτάνουν μέχρι και στο σημείο της σοβαρής αλλοίωσης των πραγματικών διδασκαλιών. Παρ’ όλα αυτά, και επειδή το εύλογο επιχείρημα του αντίλογου είναι «και γιατί να μπλεχτείς με τις εξωτερικές εκδηλώσεις, μπορείς να ασχοληθείς με την εσωτερική διδασκαλία της Πίστης που επιλέγεις», η θέση μου είναι πως θέλω να έχω το περιθώριο της συγκριτικής ανάλυσης, της ανεπηρέαστης μελέτης και της ελεύθερης φυσικά βούλησης, να περπατήσω το μονοπάτι που εγώ κρίνω ως αληθινό και δεν μου επιβάλλει κανείς ως τέτοιο, όπως το αισθάνομαι. Ακριβώς όμως για τον ίδιο λόγο, σέβομαι απόλυτα και αυτόν που επιλέγει συνειδητά ένα «Δόγμα» επειδή τον εκφράζει, τον γεμίζει και αισθάνεται ότι του προσφέρει ένα εσωτερικό σκοπό στη ζωή του, αλλά κυρίως, ένα μονοπάτι που αν το περπατήσει θα ανακαλύψει τον εαυτό του και θα δει με καλύτερο μάτι τον διπλανό του, ως όμοιο και ισάξιό του. Κυρίως όμως σέβομαι αυτόν, που μπορεί τελικά να ανοίξει τα μάτια του νου του και να μην αντιμετωπίσει ως Δόγμα την επιλογή του, αντιλαμβανόμενος πως όταν το κάνει αυτό, σημαίνει αυτόματα πως εκλαμβάνει αυτήν ως τη μία και μοναδική αλήθεια, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα μια και η παραδοχή αυτή δεν σταματά στον ίδιο, αλλά επεκτείνεται και στον τρόπο που αντιμετωπίζει έναν αλλόπιστο που θα πρέπει να πιστεύει σε ένα ψέμα.Τα επακόλουθα τέτοιων αντιλήψεων, τα έχει πληρώσει και συνεχίζει να τα πληρώνει με αίμα η ανθρωπότητα μέσα από πλήθος θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και σφοδρών εχθροπραξιών που, μόνο και μόνο λόγω της διαχρονικής τους ύπαρξης, θα έπρεπε να δείχνουν στους «πιστούς» τη λανθασμένη -εκ του αποτελέσματος- πρακτικής τους. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει αγάπη υπάρχει μίσος, και την ειρήνη την έχει αντικαταστήσει ο πόλεμος.Τελικά τι έχει διδάξει σε όλα αυτά τα εκατομμύρια «πιστών» η θρησκεία τους; Πώς να αγαπάνε τον διπλανό τους ή πώς να τον σκοτώνουν;
Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, έχω την άποψη πως δεν έχει δικαίωμα κανένας επιστήμονας, διάσημος ή άσημος, να εμπαίζει τη θρησκευτική αντίληψη, όπως ομοίως και κανένας ιερέας την επιστημονική έρευνα. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να επικρατεί ο σεβασμός προς την έκφραση μίας ανθρώπινης εσωτερικής ανάγκης. Αναγνωρίζω πως και στους δύο χώρους υπάρχουν φωτισμένα μυαλά που αντιλαμβάνονται την ανάγκη της ειρηνικής τους συνύπαρξης προκειμένου να προοδεύσει η ανθρωπότητα. Είναι κυρίως στη δική τους ευθύνη να περιορίσουν την επέκταση της αποσύνθεσης πριν αυτή οδηγήσει στον ολοκληρωτικό αφανισμό την ανθρωπότητα, περιορίζοντας τις φωνές του φανατισμού και της τυφλής μισαλλοδοξίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Einstein, Albert, Science, Philosophy and Religion, A Symposium, published by the Conference on «Science, Philosophy and Religion in Their Relation to the Democratic Way of Life», Inc., New York, 1941.
2. Einstein, Albert, The World as I See It, Philosophical Library, New York, 1949, p. 24
3. Hawking, Stephen - Mlodinow, Leonard, Το Μεγάλο Σχέδιο, σελ. 32, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2010.
4. Ό.π. σελ. 33.
5. Aaboe, A., Scientific Astronomy in Antiquity, Philosophical Transactions of the Royal Society, 1974).
• Hawking, Stephen - Mlodinow, Leonard, Το Μεγάλο Σχέδιο, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2010
• Hawking, Stephen, Το Χρονικό του Χρόνου, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1998
• Draper, John William, The History of the Conflict between Religion and Science, Henry S. King & Co.,1875.
• Encyclopedia of Science and Religion, Thomson-Gale, USA 2003