«Τι Σχέση έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ;» - Έρικα Γεωργιάδη
Εισαγωγή
Ο συμβολικός διαχωρισμός μεταξύ της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ αναπαριστά δύο διαφορετικές παραδόσεις οι οποίες οδήγησαν τον δυτικό πολιτισμό σε μία παλινδρόμηση μεταξύ, από τη μία μεριά, του βασιλείου της δημοκρατίας, της λογικής και της φιλοσοφίας που εκπροσωπούνταν από την Αθήνα, και από την άλλη, της Ιερουσαλήμ, της πόλης όπου η αλήθεια δινόταν μέσω των νόμων του Θεού και της αποκάλυψης. Ο πολιτικός φιλόσοφος Λέο Στράους (1899-1973) περιγράφει αυτή τη δυαδικότητα τονίζοντας τη διαφορά μεταξύ της Ελληνικής σοφίας και της Εβραϊκής βιβλικής σοφίας: «Σύμφωνα με την βίβλο [Παλαιά Διαθήκη] το θεμέλιο της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Σύμφωνα με τους Έλληνες φιλοσόφους το θεμέλιο της σοφίας είναι η αναζήτηση» (1). Υπό αυτή την έννοια ο Στράους ισχυρίζεται ότι η σύγκρουση μεταξύ του βιβλικού και του φιλοσοφικού τρόπου ζωής «είναι οι εναλλακτικές ή ανταγωνιστικές παράμετροι στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής» (2). Έτσι, Αθήνα και Ιερουσαλήμ είναι οι δύο αντίθετοι εννοιολογικοί χώροι μέσα στους οποίους στήθηκε η πνευματική κληρονομιά του δυτικού κόσμου. Συμβολικά και γενικευμένα, αυτοί οι δύο χώροι μπορούν να μεταφραστούν σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι στους οποίους οι άνθρωποι έψαξαν την αλήθεια, στον έναν μέσω της αναζήτησης και στον άλλον μέσω του εναγκαλισμού της αλήθειας που δίδεται μέσω της πίστης.
Αυτό το πρόβλημα μεταξύ των δύο αντίθετων θεμελιωδών αρχών στον δυτικό κόσμο περιγράφηκε επίσης και από τον Εκκλησιαστικό Πατέρα Τερτυλλιανό (160 – 225 μΧ) ο οποίος κάποτε ρώτησε «Τι σχέση έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ;» (3). Με αυτό το μεταφορικό ερώτημα ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει όχι μόνο το πρόβλημα δύο ανταγωνιστικών χώρων όπως τους παρουσίασα και πριν, αλλά αγγίζει επίσης ένα από τα κεντρικά προβλήματα στη φιλοσοφία της θρησκείας, που είναι αυτό της πίστης ενάντια στη λογική. Ο Τερτυλλιανός επιχειρεί κατόπιν, μεταφορικά, να δείξει ότι πίστη και λογική είναι ασυμβίβαστες. Χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» στα πλαίσια μίας πίστης στο Θεό ή στα δόγματα μίας θρησκείας που είναι βασισμένη στην αποκάλυψη και τη κατανόηση, παρά στη λογική. Η πίστη μέσω της κατανόησης είναι κάτι που δεν υποστηριζόταν από τους κλασσικούς Έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι στηρίζονταν στη λογική προκειμένου να δικαιολογήσουν την πίστη. Για παράδειγμα, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης υποστήριζαν ότι η θρησκευτική πίστη απαιτεί λογική αιτιολόγηση και προσπαθούσαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό αυτό μέσω λογικών συλλογισμών (4). Ο Πλάτωνας το κάνει αυτό, για παράδειγμα, στη θεωρία του για τις μορφές του καλού, και ο Αριστοτέλης μιλώντας για «την ακίνητη πηγή της κίνησης, ως μία αμετάβλητη κοσμική οντότητα». «Και οι δύο στοχαστές επίσης ανέπτυξαν εκδοχές της φυσικής θεολογίας δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι θρησκευτικές πίστεις προκύπτουν από ορθολογικούς συλλογισμούς» (οπ). Έτσι, στη μεταφορά του Τερτυλλιανού, η πίστη μέσω της κατανόησης αναπαριστάται από την Ιερουσαλήμ και η ανάγκη για λογική αιτιολόγηση της πίστης από την Αθήνα.
Ο Τερτυλλιανός συνδέεται με μία σχολή σκέψης που είναι γνωστή ως Φιντεϊσμός (5). Η λέξη Φιντεϊσμός προέρχεται από την Λατινική Fides που σημαίνει πίστη (οπ). Ο Φιντεϊσμός είναι μία επιστημολογική θεωρία που υποστηρίζει την ιδέα ότι η γνώση εξαρτάται από την πίστη ή την αποκάλυψη και όχι από την λογική (6). Εδώ είναι απαραίτητη μία μικρή παρένθεση με σκοπό την σύντομη εξήγηση της επιστημολογίας. Πρόκειται για έναν κλάδο της φιλοσοφίας που ασχολείται με τη θεωρία της γνώσης που επικεντρώνεται στη φύση της γνώσης, στο πως αποκτάται η γνώση, όπως επίσης και σε ποιο επίπεδο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πραγματικά κάτι. Ο Φιντεϊσμός είναι μία επιστημολογική θεωρία γιατί είναι μία σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι η γνώση μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της πίστης και της κατανόησης. Με άλλα λόγια η πίστη είναι ανεξάρτητη και σε αντίθεση με τη λογική, ενώ η λογική είναι άσχετη με τις θρησκευτικές πίστεις, κατά συνέπεια και με τη θρησκευτική γνώση (οπ). Όμως, προσοχή, δεν είναι όλοι οι φιλόσοφοι της θρησκείας που συμφωνούν με τον Φιντεϊσμό, όπως επίσης, πολλοί θρησκευτικοί ηγέτες κράτησαν μία κριτική στάση απέναντι σε αυτή τη θεωρία (οπ).
Σε αυτό το άρθρο δεν θα επικεντρωθώ στην επιρροή που άσκησαν οι Εβραϊκές ή οι Ελληνικές παραδόσεις στο δυτικό κόσμο, αλλά στο πρόβλημα της πίστης ενάντια στη λογική. Πριν προχωρήσω πρέπει να υπάρξουν κάποιες διευκρινήσεις. Σε αυτό το άρθρο η χρήση του όρου «Θεός» γίνεται σύμφωνα με τις Αβρααμικές θρησκείες, οι οποίες είναι μονοθεϊστικές θρησκευτικές παραδόσεις που υποστηρίζουν την έννοια και κρατούν τη πίστη ότι ο Θεός υπάρχει και έχει προσωπικές ιδιότητες όπως, αγάπη, καλοσύνη, συμπόνια, όπως επίσης και τη δύναμη να τιμωρήσει ή να συγχωρήσει ανθρώπους. Η λέξη «πίστη» θα χρησιμοποιηθεί σε δύο πλαίσια. Πρώτον, ως η θρησκευτική πίστη που βασίζεται στη πίστη ότι ο Θεός έχει προσωπικές ιδιότητες και είναι ο παντοδύναμος και πανταχού παρών δημιουργός του σύμπαντος. Μία τέτοια πίστη, όπως υποστηρίζεται από τον Φιντεϊσμό, δεν απαιτεί αιτιολόγηση ή λογική για να αιτιολογηθεί. Το δεύτερο πλαίσιο είναι αυτό που παρουσιάστηκε από τον φιλόσοφο Γουίλιαμ Τζέιμς, το οποίο συνδέει την πίστη με την εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, εμπιστευόμαστε έναν φίλο ή ανθρώπους με τους οποίους έχουμε μία κοντινή σχέση. Μία τέτοια εμπιστοσύνη βασίζεται σε μία πίστη που δεν απαιτεί λογική εξήγηση, γιατί αν επρόκειτο να εξετάζουμε πάντα στα πλαίσια της λογικής τις σχέσεις μας με τους κοντινούς μας ανθρώπους, τις περισσότερες φορές δεν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε τις σχέσεις αυτές.
Ποια είναι όμως τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν οι φιντεϊστές για να στηρίξουν την ιδέα ότι η λογική είναι άσχετη με την θρησκευτική πίστη και ποια αυτά που είναι ενάντια σε αυτή τη θεωρία; Οι φιλόσοφοι, Μπλεζ Πασκάλ (17ος αι.), Γουίλιαμ Τζέιμς (19ος αι.) και ο Κιρκεγκάαρντ, παρουσίασαν κάποια επιχειρήματα υπέρ του Φιντεϊσμού. Σε αντίθεση, ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα του παρουσιάζει επιχειρήματα ενάντια στην ιδέα ότι μέσω της πίστης αποκτάται η γνώση. Ας δούμε τι έχουν πει αυτοί οι φιλόσοφοι σχετικά με την πίστη και την λογική, με την «Αθήνα» και την «Ιερουσαλήμ».
Μπλεζ Πασκάλ
Ξεκινούμε με τον Γάλλο μαθηματικό και Χριστιανό φιλόσοφο, Μπλεζ Πασκάλ (1623 –1662) ο οποίος παρουσίασε ένα ιδιαίτερο επιχείρημα για να υποστηρίξει τον Φιντεϊσμό. Ξεκινά να υποστηρίξει την έννοια ότι η πίστη δεν χρειάζεται λογική αιτιολόγηση, προσπαθώντας να δείξει ότι υπάρχουν πράγματα που γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε, παρ’ όλα αυτά γνωρίζουμε ότι αυτά υπάρχουν και, αν και δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξή τους. Όπως για παράδειγμα το άπειρο. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει αλλά γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε επίσης ότι υπάρχει ένας άπειρος αριθμός, παρ’ όλα αυτά
δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτόν τον άπειρο αριθμό. Επίσης γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη φύση του άπειρου αριθμού. Και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη φύση του γιατί όταν προσθέτουμε μία μονάδα στον άπειρο αριθμό, αυτή η μονάδα μπορεί να κάνει τον άπειρο αριθμό μονό η ζυγό. Έτσι, η μονάδα μπορεί να αλλάζει αέναα τη φύση του άπειρου και για αυτό το λόγο η λογική ποτέ δεν θα είναι ικανή να φτάσει στη φύση του. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχει ένας άπειρος αριθμός παρότι δεν γνωρίζουμε τη φύση του. Ο Μπλεζ, έτσι, ισχυρίζεται πως με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένας Θεός ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε τον ίδιο ή την φύση του. Αυτός είναι ο λόγος που γνωρίζουμε τον Θεό μόνο μέσω της Πίστης. Γιατί αν υπάρχει ένας Θεός, αυτός ο θεός είναι απείρως πέρα από τη λογική αντίληψή μας (7).
Μετά από αυτό, ο Μπλεζ ρωτά πως το πρόβλημα της πίστης στο Θεό μπορεί να επιλυθεί με τη λογική. Με αυτό το ερώτημα προετοιμάζει το πεδίο για να παρουσιάσει το επιχείρημά του που υποστηρίζει ότι η πίστη στο Θεό είναι ωφέλιμη και ότι ένας άνθρωπος δεν έχει τίποτα να χάσει πιστεύοντας στο Θεό. Για να αποσαφηνιστεί αυτό το επιχείρημα δημιουργεί ένα φανταστικό στοίχημα, στο οποίο εμείς είμαστε οι παίκτες, πρόθυμοι να παίξουμε ένα νόμισμα κορώνα ή γράμματα. Κορώνα είναι η πίστη στο Θεό και τα γράμματα το αντίθετο. Ο παίκτης μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές, αλλά αν επιλέξει τη πίστη στο Θεό δεν έχει τίποτα να χάσει, γιατί αν ο Θεός υπάρχει τότε θα έχει μία ζωή ευτυχισμένη και ευλογημένη, αλλά αν δεν υπάρχει, δεν θα έχει τίποτα να χάσει. Γιατί η πίστη στο Θεό παρέχει μία μικρή ευκαιρία για αέναο κέρδος, αλλά η μη-πίστη για πεπερασμένο κέρδος. Έτσι οποιαδήποτε λογική επιλογή δείχνει ότι κάποιος πρέπει να πιστεύει στο Θεό γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει.
Με άλλα λόγια επιχειρεί να δείξει ότι η πίστη στο Θεό είναι καλύτερη από την μη-πίστη στο Θεό. Δεν έχει κάποιος να χάσει κάτι πιστεύοντας στον Θεό γιατί, ακόμα κι αν κάνει λάθος, θα απολαύσει την πεπερασμένη ζωή του με τον ίδιο τρόπο που θα την απολάμβανε αν δεν πίστευε στον Θεό. Αν όμως ο Θεός υπάρχει, τότε θα έχει την ευκαιρία για μία αιώνια και άπειρη ζωή ευτυχίας. Έτσι λοιπόν, γιατί να μην επιλέξει την πίστη στον Θεό; Είναι μία κατάσταση στην οποία, έτσι κι αλλιώς, κερδίζει. Με άλλα λόγια, εάν ο Θεός υπάρχει και κάποιος επιλέγει να πιστεύει σε αυτόν, θα έχει την ευκαιρία, είτε για άπειρο κέρδος είτε για άπειρο χάσιμο. Επιλέγοντας όμως να μην πιστεύει θα έχει μία και μοναδική ευκαιρία, αυτήν για άπειρο χάσιμο. Επομένως, γιατί να μην πιστεύει κάποιος στον Θεό, εφ’ όσον έτσι θα έχει την ευκαιρία, και για άπειρο κέρδος, εκτός από άπειρο χάσιμο μόνο;
Αν αναλύσουμε κριτικά το επιχείρημα του Πασκάλ θα βρούμε πολλά κενά. Για παράδειγμα, είναι η πίστη ένα απλό θέμα επιλογής; Μπορούμε να επιλέξουμε τι να πιστέψουμε και τι όχι; Μπορώ να επιλέξω να πιστεύω ότι ένα καρπούζι είναι πορτοκάλι και ότι το πορτοκάλι είναι καρπούζι; Μπορώ να επιλέξω να αρχίσω να πιστεύω σε κάτι που πριν δεν πίστευα; Επιπλέον, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: η πίστη στον Θεό, πραγματικά δεν έχει επιπτώσεις στη συμπεριφορά των ανθρώπων και στις πράξεις τους; Δεν σκοπεύω να απαντήσω τώρα σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό που προσπαθώ να δείξω με αυτά είναι ότι, ακόμα κι αν το φανταστικό στοίχημα του Μπλεζ δείχνει μία, έτσι κι αλλιώς, κερδοφόρα κατάσταση για αυτούς που επιλέγουν να πιστέψουν στον Θεό, δεν εξετάζει το σημαντικότερο στοιχείο, που είναι το αν η πίστη είναι θέμα επιλογής.
Γουίλιαμ Τζέιμς
Le cœur a ses raisons, que la raison ne connaît pas’ (Blaise Pascal)
“Η καρδιά έχει τη δική της λογική, που η λογική την αγνοεί εντελώς” (Blaise Pascal)
Ο Αμερικανός φιλόσοφος και ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς (1842 –1910) παρουσίασε μία διάλεξη στη φιλοσοφική λέσχη των πανεπιστημίων Γέιλ και Μπράουν στα τέλη του 19ου αι. με τίτλο “Η Θέληση να Πιστέψουμε”. Στο άνοιγμα της διάλεξής του ισχυρίστηκε ότι η ομιλία του θα ακουγόταν σαν ένα κήρυγμα δικαίωσης της πίστης, όμως στην ουσία αποτελούσε μία άμυνα για το δικαίωμα των ατόμων να εναγκαλίζονται την πίστη σε θρησκευτικά θέματα, ακόμα κι αν η λογική δεν θα πειθόταν από αυτά.
Ο πυρήνας του ισχυρισμού του για την δικαίωση της πίστης, είναι ότι η ανθρώπινη φύση με τα πάθη της είναι αυτή που συχνά μας οδηγεί να αποφασίζουμε για πράγματα που δεν μπορούν να αποφασιστούν με βάση τη λογική ή τη διάνοια. Αυτή καθεαυτή η επιλογή να αφήνουμε ένα ερώτημα αναπάντητο αποτελεί, επίσης, μία παθιασμένη απόφαση, τόσο όσο και η απόφαση της επιλογής μεταξύ του ναι και του όχι, και σε αυτό πνεύμα αποτελεί ένα ρίσκο να χάσουμε εντελώς την αλήθεια (8). Μετά τον ισχυρισμό του ότι ουσιαστικά καθοδηγούμαστε από την παθιασμένη μας φύση, λέει ότι η επιστήμη μπορεί να αποδείξει πράγματα που υπάρχουν. Όμως, για να συγκρίνουμε την αξία αυτού που υπάρχει και αυτού που δεν υπάρχει, δεν πρέπει να συμβουλευτούμε την επιστήμη αλλά την καρδιά μας. Έτσι, ο Τζέιμς υποστηρίζει την ιδέα ότι, είτε επιλέγουμε κάτι είτε όχι, είτε επιλέγουμε να υποστηρίξουμε μία έννοια, μία ιδέα, μία δράση που περιλαμβάνει τη πιθανότητα μίας υπέρ, εναντίον, ή ουδέτερης θέσης, πάντα θα δρούμε μέσω της παθιασμένης μας φύσης όταν πρόκειται για επιλογές. Σε αυτό το πνεύμα, για τον Τζέιμς, ο αθεϊστής είναι τελικά αθεϊστής εξαιτίας της παθιασμένης του φύσης, το ίδιο και ο θεϊστής, αλλά, επίσης, το ίδιο και ο αγνωστικιστής που ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να αποδειχτεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο αρνείται να πάρει μία θέση καθοδηγούμενος κι αυτός από την παθιασμένη του φύση.
Αφού παρουσιάσει τη θέση του για την παθιασμένη φύση, ο Τζέιμς προχωρά παρουσιάζοντας ένα δεύτερο στοιχείο για να υποστηρίξει την πίστη. Ισχυρίζεται για παράδειγμα ότι πράξεις πίστης μπορούν να φέρουν αποτελέσματα που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς την πίστη. Μία σχέση αγάπης ή μία φιλία, για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς πίστη. Εάν θα έπρεπε να εξετάζουμε συνεχώς τις πράξεις των φίλων ή αγαπημένων μας με τη λογική, είναι πολύ πιθανό να ήμασταν μόνοι, γιατί η κατανόηση και η συγχώρεση των λαθών των άλλων δεν βασίζεται στη λογική αλλά στη πίστη. Στη πίστη ότι το άλλο άτομο θα είναι καλύτερο και δεν θα διαπράξει τα ίδια λάθη.
Από την άλλη, προσθέτει επίσης ότι θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει εναντίον του, λέγοντας πως αυτού του είδους η πίστη δεν μπορεί να σχετίζεται με «κοσμικά πράγματα» όπως αυτά της θρησκευτικής πίστης ή της πίστης στην ύπαρξη του Θεού. Για να απαντήσει σε αυτό το επιχείρημα σε θέματα πίστης, προχωρά εξηγώντας πρώτα τα στοιχεία που σχετίζονται με τις θρησκευτικές υποθέσεις:
1. Οι θρησκευτικές υποθέσεις τείνουν να ισχυρίζονται ότι τα υπέρτατα και καλύτερα πράγματα είναι αυτά που είναι αιώνια. Για πάράδειγμα, η φράση του Τσαρλς Σέκρεταν, «η Τελειότητα είναι αιώνια» δείχνει κάτι που επιστημονικά δεν μπορεί να εξετασθεί ούτε να αποδειχθεί (οπ).
2. Είναι καλύτερο να πιστεύεις την επιβεβαίωση ότι τα καλύτερα πράγματα είναι τα αιώνια, παρά να μην πιστεύεις καθόλου (οπ).
Σε αυτό το πνεύμα, δείχνει ότι ο σκεπτικισμός δεν είναι η αποφυγή μίας επιλογής, αλλά μία επιλογή που προσφέρει ένα συγκεκριμένο ρίσκο. Με άλλα λόγια είναι καλύτερο να ρισκάρεις να χάσεις την αλήθεια από το να ρισκάρεις τη πιθανότητα ενός λάθους. Έτσι ο σκεπτικισμός περιλαμβάνει, επίσης, πίστη και είναι αυτή καθεαυτή μία παθιασμένη απόφαση. Ο αθεϊστής πιστεύει όσο και ο θεϊστής. Ο αθεϊστής υποστηρίζει το πεδίο εναντίον των θρησκευτικών υποθέσεων, ο θεϊστής υπέρ των υποθέσεων αυτών. Και οι δύο θέσεις είναι παθιασμένες με την διαφορά ότι ο θεϊστής επιλέγει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι το οποίο πιστεύει ότι είναι αληθινό λόγω της ελπίδας του, ενώ ο αθεϊστής επιλέγει ένα μονοπάτι από τον φόβο του λάθους. Από την άλλη ασκεί επίσης κριτική στους κανόνες του αγνωστικισμού για την αναζήτηση της αλήθειας που περιέχουν την επιλογή των αγνωστικιστών να κρατούνται μακριά από αυτό το «παιχνίδι» χρησιμοποιώντας έναν τρόπο σκέψης που αποτρέπει κάποιον να παραδεχθεί συγκεκριμένα είδη αληθειών και αν αυτές πραγματικά υπάρχουν.
Τελικά, ο Γουίλιαμ Τζέιμς υποστηρίζει την ιδέα ότι είναι καλύτερο να πιστεύεις σε ότι είναι καλό και αιώνιο από το να μην πιστεύεις καθόλου. Σε αυτή την πίστη μπορεί, μεν, να περιέχονται έννοιες που δεν μπορούν να αποδειχθούν, περιέχεται όμως, δε, και η έννοια της αιώνιας καλοσύνης, και για αυτό τον λόγο για τον Τζέιμς οι αποδοχές των θρησκευτικών υποθέσεων (τα ανώτερα και τα καλύτερα πράγματα είναι τα αιώνια), δίνουν την ικανότητα σε κάποιον να δρα με θάρρος και ακεραιότητα. Σε αυτό το πνεύμα ο Γουίλιαμ Τζέιμς υπερασπίζεται τον φιντεϊσμό λέγοντας πως, αφού ούτως ή άλλως, όλες οι επιλογές μας είναι πάντα βασισμένες στα πάθη της ανθρώπινης φύσης μας, γιατί να μην επιλέξουμε τουλάχιστον αυτά που είναι τα καλύτερα και τα αιώνια;
Κίρκεργκωρ
Ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεργκωρ (180-1855) είναι ένας από τους ιδρυτές του φιλοσοφικού κινήματος που είναι γνωστό ως υπαρξισμός. Είναι επίσης γνωστός ως ο Χριστιανός Σωκράτης εξαιτίας του ανορθόδοξου τρόπου που υπερασπίστηκε τον φιντεϊσμό. Ο πυρήνας των επιχειρημάτων του για αυτή την υπεράσπιση εμπεριέχει την απόρριψη της ιδέας ότι η επιστημονική αντικειμενικότητα είναι το κριτήριο που δείχνει τον τρόπο που οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται και σε τι πρέπει να πιστεύουν. Το κάνει αυτό ισχυριζόμενος ότι «αλήθεια είναι η υποκειμενικότητα.Όλες οι καθημερινές μας επιλογές βασίζονται στην υποκειμενικότητα. Κατά συνέπεια αυτό που έχει σημασία δεν είναι η επιστημονική λογικότητα, αλλά η εσώτατη (υποκειμενική) δέσμευση ενός ανθρώπου που κάνει ένα άλμα πίστης. Υποστηρίζει το επιχείρημά του με τη ριζοσπαστική ιδέα ότι η πίστη μπορεί να υπάρχει μόνον εξαιτίας της ανικανότητας να αντιληφθούμε (κατανοήσουμε και γνωρίσουμε) κάτι με αντικειμενικό τρόπο. Για παράδειγμα, εάν κάποιος μπορούσε να γνωρίζει αντικειμενικά τον Θεό, δεν θα υπήρχε λόγος για την ύπαρξη της πίστης σε αυτόν.
Σε αυτό το πνεύμα, υποστηρίζει την ιδέα ότι η πίστη βασίζεται και μπορεί να υπάρχει μόνον εξαιτίας της υποκειμενικής σχέσης με το αδύνατον. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το ατέρμονο πάθος της «ενδιαφερότητας» (αδόκιμος όρος που χρησιμοποιεί ο Κίρκεργκωρ για να δείξει την κατάσταση του διαρκούς ενδιαφέροντος κάποιου) είναι η σημαντικότερη συνθήκη για την ύπαρξη της πίστης, και ότι το άτομο που χρησιμοποιεί την αντικειμενικότητα ή την επιστημονική λογικότητα τείνει να χάσει την πίστη του, γιατί η πίστη αποκτά ύπαρξη από παντού και από πουθενά (9). Η πίστη βασίζεται στο πάθος της αβεβαιότητας και η αντικειμενικότητα εξολοθρεύει αυτό το πάθος. Επιπλέον, υπερασπίζεται την πίστη ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν είναι απλά η επανάληψη ενός θρησκευτικού δόγματος. Αντιθέτως, η πίστη βασίζεται στο υποκειμενικό πάθος, στο οποίο δεν μπορεί να μεσολαβήσει κανένα ιερατείο ή οποιαδήποτε ανθρώπινα παράφερνα. Για αυτόν η πίστη είναι ο πρωταρχικός στόχος που πρέπει να επιτύχει ένας άνθρωπος γιατί μόνο η πίστη μπορεί να του προσφέρει τις δυνατότητες, σε βάθος, να εξελίξει αληθινά τον εαυτό του. Κατ’ αυτόν το τρόπο η πίστη υπάρχει μόνο σε σχέση με ότι πραγματικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, μόνο σε σχέση με το παράλογο, και ενστερνιζόμενος το παράλογο, κάποιος μπορεί να γνωρίσει τον αληθινό εαυτό του.
Νίτσε
«Ο Θεός είναι Νεκρός»
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αλάνθαστη. Εκπληρώνει οτιδήποτε ο πιστός ελπίζει να βρει σε αυτήν. Δεν προσφέρει όμως, ούτε στο ελάχιστο, υποστήριξη για την εδραίωση μίας αντικειμενικής αλήθειας. Εδώ, οι απόψεις των ανθρώπων διαχωρίζονται. Εάν θέλεις να επιτύχεις την ειρήνη στο νου και την ευτυχία, έχε πίστη. Εάν επιθυμείς να είσαι ένας μαθητής της αλήθειας, τότε αναζήτησε.» (10)
Ο Ζαρατούστρα συναντά έναν άγιο άνθρωπο που πέρασε τη ζωή του επαναβεβαιώνοντας τη πίστη του μέσω της αφοσίωσης στο Θεό. Ρωτά λοιπόν αυτόν τον άγιο άνθρωπο εάν έμαθε τα νέα ότι ο Θεός είναι νεκρός. Κατόπιν ανακοινώνει ότι ο υπεράνθρωπος είναι το νέο που πρέπει να λατρεύεται γιατί ο Θεός πέθανε. Κάποιος μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του μέσω της θέλησης και της αποφασιστικότητας να φτάσει σε ένα υπέρτατο στάδιο ελευθερίας. Αυτό το υπέρτατο στάδιο ελευθερίας, που είναι το υπεράνθρωπο στάδιο, μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω της έλλειψης της πίστης στο θείο ή στον Θεό.
Ο Νίτσε θεωρούσε την πίστη ένα επιβλαβές πράγμα για τον φιλόσοφο, γιατί τον φιλόσοφο τον απασχολεί η αλήθεια. Για να μπορέσει ο φιλόσοφος να προσεγγίσει την αλήθεια είναι απαραίτητο να αναζητά. Εάν υπάρχει πίστη δεν υπάρχει ανάγκη για αναζήτηση γιατί κάποιος πιστεύει ότι ήδη έχει βρει την αλήθεια. Έτσι, η πίστη δεν είναι συμβατή με την αλήθεια. Από την άλλη, ο Νίτσε ισχυρίζεται, πράγματι, ότι ένας άνθρωπος που πιστεύει μπορεί να ζήσει εν ειρήνη και με ευτυχία στο νου, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος αισθάνεται άνετα με οτιδήποτε πιστεύει και δεν έχει πλέον την ανάγκη να αναζητήσει. Όμως, η απουσία της ανάγκης για αναζήτηση δεν οδηγεί τους ανθρώπους στη τελειότητα ή την αλήθεια και γι’ αυτό ένας άνθρωπος πρέπει να αναζητά και όχι να πιστεύει.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τελικά, ο φιντεϊσμός είναι μία κλήση για εναγκαλισμό της πίστης παρά της λογικής. Αυτό το ρεύμα σκέψης έχει δεχθεί ευρεία κριτική, ακόμα κι από μερικούς θρησκευτικούς ηγέτες. Ο ισχυρισμός ότι η πίστη είναι αυτό στο οποίο πρέπει να βασιζόμαστε και όχι η λογική αποτελεί μία πολύ παράλογη θέση. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λογική για να επιλύουμε καθημερινά προβλήματα, για να αυξήσουμε τη γνώση μας κ.ο.κ. Από την άλλη, η πίστη δεν χρειάζεται να απορρίπτει τη λογική. Για παράδειγμα, τα επιχειρήματα υπέρ του φιντεϊσμού που είδαμε πριν ήταν δομημένα μέσα στα πλαίσια της λογικής και όχι της πίστης.
Επιπλέον, όλοι τους οι ισχυρισμοί έχουν σαν κεντρική ιδέα ότι η φύση του Θεού δεν μπορεί να είναι γνωστή, επομένως δεν μπορούμε ποτέ να μάθουμε τι είναι ο Θεός. Μία τέτοια θέση για τον Κίρκεργκωρ είναι στην ουσία ο ίδιος ο πυρήνας της πίστης, γιατί η πίστη σύμφωνα με αυτόν μπορεί να υπάρχει μόνο σε σχέση με το αδύνατο, το παράλογο.
Στο μέσον αυτής της αρένας σκέψεων, επιχειρημάτων και θέσεων, στήνεται η σκηνή της ζωής που ζούμε και οι καθημερινές προκλήσεις της. Πάνω σε αυτή την σκηνή κάποιοι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν στον Θεό, κάποιοι όχι. Όπως και να έχει, η πίστη ή όχι στον Θεό δεν κάνει κάποιον καλύτερο ή χειρότερο. Ακόμα κι ο ισχυρισμός του Τζέιμς ότι η πίστη στον Θεό κάνει κάποιον ηθικά καλύτερο, μπορεί να αμφισβητηθεί με τη χρήση απλών παραδειγμάτων. Για παράδειγμα οι θρησκευτικοί οπαδοί που πιστεύουν στον Θεό και είναι φανατικοί δεν διστάζουν να σκοτώσουν στο όνομα του Θεού τους. Έτσι, είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμο αν η πίστη στο Θεό είναι κάτι που πραγματικά εξυψώνει ηθικά ένα ανθρώπινο ον.
Τελικά η μεταφορά της Αθήνας εναντίον της Ιερουσαλήμ τονίζει αυτή τη διχοτόμηση που φέρνει ο φιντεϊσμός, με την Ιερουσαλήμ να αντιπροσωπεύει την φιντεϊστική ιδέα ότι η πίστη δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τη λογική και δεν χρειάζεται να βασίζεται στη λογική, και με την Αθήνα να αντιπροσωπεύει τη λογική θέση ότι η πίστη θα έπρεπε να προσδιορίζεται και να γίνεται αντιληπτή μέσω της λογικής και για αυτόν το λόγο θα πρέπει να δικαιολογείται. Εάν θα έπρεπε να διαλέξετε μία πλευρά, προς ποια θα πηγαίνατε; Προς την Αθήνα ή την Ιερουσαλήμ; Ξέρω πως εγώ θα πήγαινα προς την Αθήνα προσθέτοντας μάλιστα ότι η πίστη είναι δομημένη πάνω στους περιορισμούς της λογικής και προέρχεται από αυτούς. Σε αυτό το πνεύμα συμφωνώ εν μέρει με τον Κίρκεργκωρ ότι η πίστη υπάρχει μόνο σε εξάρτηση και σχέση με το αδύνατο. Τους παλαιότερους καιρούς οι άνθρωποι πίστευαν ότι ένας τυφώνας ήταν η οργή του Θεού ενάντια στους ανθρώπους. Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο με επιστημονικές εξηγήσεις. Αλλά όμως, αν σκεφτούμε για την πίστη σύμφωνα με τα επιχειρήματα του Γουίλιαμ Τζέιμς, μπορεί να συμφωνήσουμε με αυτόν ότι χρειαζόμαστε κάποιο είδος πίστης στη καθημερινή μας ζωή, όπως η πίστη ότι κάποιος που ξέρουμε μπορεί να γίνει καλύτερα από μία αρρώστια, όμως η πίστη αυτή σχετίζεται με την ελπίδα. Αποδεχόμενοι όμως ότι έχουμε πράγματι μία δόση πίστης στη καθημερινότητά μας, δεν δείχνει απαραίτητα ότι η πίστη δεν χρειάζεται αιτιολόγηση ή λογική εκτίμηση. Επιπλέον, δεν υπάρχουν στοιχεία για να στηριχθεί η ιδέα ότι η θρησκευτική πίστη που απορρίπτει τη λογική θα μας εξυπηρετούσε στην αναζήτησης της αλήθειας.
Τελικά, συμφωνώ όσο και διαφωνώ με τον Νίτσε. Δεν ξέρω αν ο Θεός είναι ο νεκρός, γιατί δεν ξέρω αν πράγματι ο Θεός υπάρχει. Συμφωνώ ότι ο φιλόσοφος δεν μπορεί να βασιστεί στη πίστη για να βρει την αλήθεια, αλλά στη λογική.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βιβλιογραφία
(1)Strauss, L., (1967), ‘Jerusalem and Athens, some introductory reflections’ in The Beginning of Wisdom, URL:
http://www.commentarymagazine.com/article/jerusalem-and-athens-some-introductory-reflections/
(2) Strauss, L., (1997), ‘Jewish Philosophy and the Crisis of Modernity’, p. 123, State University of New York Press, New York.
(3) Tertullianus, (1907), ‘De praescriptione haereticorum’, Picard, Paris, URL: http://archive.org/details/depraescription00tert
(4) Swindal, J., (2008), ‘Faith and Reason’, Internet Encyclopaedia of Philosophy, URL: http://www.iep.utm.edu/faith-re/)
(5) Amesbury, R., (2012) ‘Fideism’, The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter, 2012), Edward N. Z., (ed.), URL: <http://plato.stanford.edu/archives/win2012/entries/fideism/>.
(6) Campbell, T., (2011), ‘The Philosophy of Religion’, Open University, Milton Keynes.
(7) Pascal, B., [1670], ‘The Wager: Blaise Pascal, Pensées’, in Cottingham, John G., (e.) 2008, ‘Western Philosophy: An Anthology’, Wiley-Blackwell, Australia.
(8) James, W., [1897], ‘Reason, Passion and the Religious Hypothesis: William James, The Will to Believe’, in Cottingham, John G., (e.) 2008, ‘Western Philosophy: An Anthology’, Wiley-Blackwell, Australia.
(9) Kierkegaard, S., [1846], ‘Faith and Subjectivity’, in Cottingham, John G., (e.) 2008, ‘Western Philosophy: An Anthology’, Australia, Wiley-Blackwell.
(10) Nietzsche, F., (1844-1900 ), ‘Selected Letters of Friedrich Nietzsche’, p. 7,: Hackett Pub Co, (2nd ed.).
(11) Nietzsche, F., (2012), ‘Thus Spoke Zarathustra’, Simon & Brown.