Μια ιδέα περί του θέματος του κακού - Γιώργος Μπιντέρης
Μικροκοσμικά ο άνθρωπος έχει δύο υποστάσεις, το σώμα και την ψυχή. Για το σώμα υπάρχει μια κατάσταση υγείας όπου ο άνθρωπος έχει ισορροπία όσον αφορά το θερμό και το ψυχρό, το ξηρό και το υγρό και τα όποια ζεύγη αντιθέτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν τη σωματική του κατάσταση. Οτιδήποτε συμβαίνει και διαταράσσει αυτό το καθεστώς ρέποντας περισσότερο προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, είναι κακό γι αυτό, και αυτό εκδηλώνεται με τη μορφή παθήσεων, πόνων, κ.ο.κ. Για την ψυχή, αντίστοιχα, υπάρχει πάλι μια κατάσταση κατά την οποία έχει ισορροπία, και βρίσκεται σε μια κατάσταση γαλήνης και δίχως όρια δυνατότητας συλλογισμού. Οποιαδήποτε, αισθητική, συναισθηματική και κάθε λογής φόρτιση, τής προξενεί ροπή προς χαρά ή λύπη, ελπίδα ή απελπισία και κατά το όποιο ζεύγος αντιθέτων περιγράφει τις αρμοδιότητες της, σε υπερβολικό βαθμό προς τη μία ή προς την άλλη κατάσταση, είναι κακό γι αυτή, διαταράσσει τη γαλήνη της και εκδηλώνεται με τη μορφή μελαγχολίας, χαζοχαρούμενης διάθεσης, κ.ο.κ. Μακροκοσμικά, το Σύμπαν προσομοιάζει αυτή την κατάσταση, αναλογικά, έχοντας επίσης δύο υποστάσεις, την πεπερασμένη και μεταβλητή υλική, και την άπειρη αμετάβλητη πνευματική, η αρμονική σύνθεση των οποίων παράγει το φαινόμενο της Δημιουργίας, η οποία εκτιμάται και προσμετράται μέσω της Επιστήμης, προϊόν και φυσική εκπόρευση της Γνώσης. Οτιδήποτε συμβαίνει που καταστρέφει, φθείρει, και γενικά ανατρέπει τα όσα δημιουργούνται, διαταράσσοντας την ισορροπημένη κατάσταση αυτού που ορίζουμε ως «δημιούργημα» (όπως μπορούμε να πούμε και τον άνθρωπο ως τέτοιο), είναι κακό. Στην τριάδα λοιπόν «παραγωγή, καταστροφή, νίκη», αντιστοιχώ κατά σειρά την τριάδα «καλό, κακό, τέλειο».
Ας φανταστούμε λοιπόν για μια στιγμή έναν κόσμο χωρίς την καθολική ύπαρξη της ιδέας του κακού. Καταρχήν, χάνεται η οποιαδήποτε έννοια συμπαντικής ιεραρχίας, είτε αφορά στο μακρόκοσμο, είτε στο μικρόκοσμο. Εφόσον το κακό απουσιάζει, τίποτα δεν μπορεί να είναι καλύτερο από κάτι άλλο. Η σύγκριση αυτή προϋποθέτει ότι, όπως κάτι είναι μεγαλύτερο από κάτι άλλο επειδή υπερέχει ως προς το μέγεθος, κάνοντας αναγκαστικά το δεύτερο να είναι μικρότερο, έτσι, για να είναι κάτι καλύτερο από κάτι άλλο, αναγκαστικά αυτό το κάτι άλλο θα πρέπει να είναι χειρότερο. Είναι όμως αδύνατον πλέον για κάτι να είναι χειρότερο, εφόσον κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδέας του κακού, όπως αντίστοιχα για κάτι να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο προϋποθέτεται η ύπαρξη της ιδέας του μεγέθους, αφού σε αυτό αναφερόμαστε αναγκαστικά προκειμένου να προσδώσουμε σε οτιδήποτε εκδηλώνεται στις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου, την υλοποιημένη αρχή του.
Ομοίως, κάτι που είναι θερμότερο, προϋποθέτει κάτι που είναι ψυχρότερο, το ψηλότερο κάτι που είναι κοντύτερο, το βαρύτερο κάτι που είναι ελαφρύτερο. Γενικά, κάθε σύγκριση προϋποθέτει έννοιες αντίρροπες προκειμένου να δημιουργηθεί η απαραίτητη πολλαπλότητα ως η άπειρη φυσική εξέλιξη της μονάδας, η οποία περιέχεται σε όλα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον αριθμό 1 που περιέχεται τόσο στον εαυτό του, όσο και σε οποιονδήποτε άλλο αριθμό που έχει ποτέ προκύψει ή θα προκύψει στο μέλλον.
Φαίνεται λοιπόν πως όλη η δημιουργία στηρίζεται σε ένα υπερκόσμιο διπολικό σύστημα αντιθέτων, το οποίο ναι μεν είναι ένα ως θεσμός, αλλά με αμέτρητες εκφάνσεις, όπως προφανώς προκύπτει από τα ανωτέρω συμπεράσματα. Μπορεί να αναφέρθηκαν ελάχιστα μόνο από τα παραδείγματα αντιθέτων, όμως είναι αρκετά για να καταλάβουμε πως όταν αναφερόμαστε σε κάτι, το περιχαρακώνουμε ορίζοντας το. Και εφόσον το περιχαρακώνουμε με τον εκάστοτε ορισμό που του αναλογεί, κλείνουμε οτιδήποτε άλλο που δεν αφορά σε αυτό, έξω από τα όρια του ορισμού. Έχουμε δηλαδή με την έναρξη του κάθε λόγου δύο χώρους, τον έναν γι αυτό περί ου ο λόγος, και τον άλλο για όλα τα υπόλοιπα.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο πρόβλημα της ύπαρξης του κακού, φαίνεται αδύνατον να οριστεί η Δημιουργία χωρίς αυτό. Θα έπρεπε να καταλυθεί η ίδια η ιδέα των αντίθετων σκελών, ακόμα και η ίδια η ιδέα της διαφορετικότητας που επιβάλλεται σε ότι δημιουργείται, αφού αυτή η δημιουργία βασίζεται σε μια αρχή: την αναγκαστική επαγωγή του 1 (αρχή), σε 2 (αρχή και δημιουργία). Φυσικά, αυτή καθεαυτή η αρχή, δεν μπορεί να οφείλει την ύπαρξη της σε τίποτα παρά μόνο στον εαυτό της (όπως το 1 είναι 1 και από το 1 ξεκινούν όλες οι οντότητες-αριθμοί), αλλιώς δε θα μπορούσε να είναι αρχή, αλλά δημιούργημα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Ας δούμε λοιπόν τι συνεπάγεται από αυτό.
Όλοι οι άνθρωποι είναι ταυτόχρονα μονάδες, ως ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και πολλαπλότητες, ως τα αναρίθμητα σωματικά, πνευματικά και ψυχικά χαρακτηριστικά που διέπουν όλους και τον καθένα ξεχωριστά. Όλοι, επίσης, έχουν χαρακτηριστικά που είναι επίκτητα, ή εκ γενετής αφομοιωμένα στον κώδικα της ύπαρξης τους στην εκάστοτε χωροχρονική γραμμή στην οποία υφίστανται. Βάσει όλων αυτών των γνωρισμάτων τους ζουν, εργάζονται, δομούν τις κοινωνικές τους σχέσεις, αναπτύσσονται, ευημερούν, παρακμάζουν (σε οποιοδήποτε από τα ευρύτερα χαρακτηριστικά: Σώμα, Ψυχή, Πνεύμα) και τελικά πεθαίνουν.
Οι δυνατότητες που περιλαμβάνει η δράση τους εν γένει, είναι εν δυνάμει αμέτρητες, υπάρχουν όμως και κοινοί παρονομαστές που διέπουν την ύπαρξη τους, και η δράση του καθενός αναφορικά με αυτούς -όπως μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε- δεν περατώνεται εξίσου. Για παράδειγμα, ένας γιατρός μπορεί να είναι εξαιρετικά καλός στη δουλειά του, ένας άλλος να είναι μέτριος, και κάποιος να είναι τόσο ανεπαρκής, ώστε να προκύπτουν από τις φροντίδες του περισσότεροι ασθενείς, παρά θεραπευμένοι. Τρεις αθλητές που διαγωνίζονται στο ίδιο άθλημα, δεν θα έχουν τις ίδιες επιδόσεις, όσο λίγο και αν διαφέρουν αυτές, είτε έχουν να κάνουν με χρόνο, είτε με ύψος, είτε με οποιουδήποτε άλλου είδους διάκριση προϋποθέτει το εν λόγω άθλημα. Τρεις ψαράδες που ψαρεύουν με τον ίδιο τρόπο, αποκλείεται να πιάσουν ακριβώς τα ίδια ψάρια, και σε ποσότητα, και σε ποιότητα, και σε οποιαδήποτε άλλη παράμετρο που συνιστά ένα ψάρι ως μονάδα ή ως σύνολο στο επίπεδο της ύπαρξης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να περιλαμβάνει το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, έχουμε διαφορετικότητα η οποία προκύπτει από το ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τις ίδιες επιδόσεις σε αυτό με το οποίο καταπιάνονται. Σε ότι κι αν κάνουν όμως υπάρχει κάποιος σκοπός στον οποίον αποβλέπουν, αφού κανείς δεν κάνει κάτι άσκοπα.
Ο γιατρός εργάζεται, είτε επειδή του αρέσει αυτό που κάνει, είτε για να προσπορίσει τα προς το ζειν, είτε και για τα δύο, είτε και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να του προσφέρει η εξάσκηση του επαγγέλματος του, που να το αποζητά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τέχνες, και με τις επιστήμες, και με τα αθλήματα, και με τις όποιες ασχολίες ορίζονται ως τέτοιες, αφού διέπονται από κάποιες αρχές, οι οποίες και τους προσδίδουν τον τίτλο τους.
Η ναυπηγική για παράδειγμα, ορίζεται ως τέτοια από τις αρχές που την καθορίζουν και από το σκοπό που εξυπηρετεί η γνώση και η εφαρμογή της. Η ιδέα της είναι αυτή που εξουσιάζει όσους ασχολούνται με αυτή, εφόσον οι αρχές της ανακαλύφθηκαν από τους ανθρώπους, ενώ ήδη προϋπήρχαν, και βάσει αυτών εργάζονται όσοι καλούνται γνώστες της. Οι άνθρωποι-ναυπηγοί λοιπόν, έχουν έναν σκοπό, και η επιστήμη-ναυπηγική έχει επίσης έναν σκοπό, που εναρμονίζονται. Εφόσον λοιπόν εκ των πραγμάτων όλοι οι ναυπηγοί της Ιστορίας δεν έχουν τις ίδιες επιδόσεις, και άλλοι προσεγγίζουν αυτόν το σκοπό περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεν είναι δίκαιο να πούμε πως κάποιοι ναυπηγοί είναι καλύτεροι από κάποιους άλλους ως προς αυτό το σκοπό, έχοντας φτάσει κάποιοι πιο κοντά γνωρίζοντας περισσότερα από όσα η επιστήμη αυτή καθορίζει, από κάποιους οι οποίοι δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά ακριβώς επειδή γνωρίζουν λιγότερα; Κι αν είναι έτσι, δεν είναι κάποιοι καλύτεροι ναυπηγοί από άλλους που αναγκαστικά είναι χειρότεροι αφού υπάρχουν οι καλύτεροι; Αν όμως η ιδέα του κακού δεν υπάρχει, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το χειρότερο;
Ελλείψει κακού λοιπόν, το φαινόμενο αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις. Ένα παιδί δηλαδή, μπορεί να γνωρίζει, εξίσου καλά με τον πρύτανη της πυρηνικής φυσικής, όλα τα μυστικά της πυρηνικής σχάσης, εφόσον δε γίνεται κάποιος να είναι χειρότερος από κάποιον άλλο σε οτιδήποτε, αφού το «χειρότερος» προϋποθέτει όπως είπαμε, την ύπαρξη του κακού. Ένας άνθρωπος που κρατά φακό, φωτίζει εξίσου καλά με τον Ήλιο τη Γη, εφόσον δεν μπορεί να είναι χειρότερος σε τίποτα και από κανέναν. Από τη στιγμή που τίποτα δεν γίνεται με κακό τρόπο, όλα γίνονται από όλα και ως προς όλα, με καλό. Η μύγα, ο άνθρωπος, το στοιχειακό πνεύμα και ο πλανητικός Άγγελος που θα αφοσιωθούν στον ίδιο σκοπό, θα τα καταφέρουν εξίσου καλά.
Η έλλειψη λοιπόν του κακού τα καθιστά όλα, όχι απλώς καλά, αλλά το ίδιο καλά, αφού τίποτα δεν μπορεί να είναι λιγότερο καλό (χειρότερο) από τίποτα. Χάνεται η έννοια της αυξομείωσης, συνεπώς και η όποια πολλαπλότητα, καθώς και η ίδια η ιδέα της κίνησης, της διαφορετικότητας και της δημιουργίας. Τίποτα δεν μπορεί να μεταβληθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση καθώς μεταβολή σημαίνει δύο ανόμοια πράγματα, γεγονός ανύπαρκτο πλέον αφού διαφορετικό σημαίνει καλύτερο και χειρότερο μαζί ως προς την ενδεχόμενη απειρότητα των χαρακτηριστικών.
Ακυρώνεται λοιπόν η Ιεραρχία των Όντων, τόσο ως ύπαρξη, όσο και ως τις δυνατότητες που τους αντιστοιχούν, αφού κανένα όν δεν μπορεί να είναι καλύτερο από άλλο, ως προς τίποτα. Η Μονάδα λοιπόν παγιδεύεται στον εαυτό της, αφού οτιδήποτε έξω από αυτή, σημαίνει διαφορά.
Φαίνεται πως η έννοια του κακού είναι απαραίτητη για την εξέλιξη ως φαινόμενο, όχι μόνο επειδή χωρίς αυτό τίποτα δε γίνεται ως προϊόν της όποιας διαφοροποίησης, αλλά και επειδή χωρίς αυτό, το Όλον παύει να ισχύει ως τέτοιο. Όλον σημαίνει αυτό που περιέχει όλα τα τμήματά του. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει ένας πλήρης Κόσμος (όπως προφανώς υπάρχει εφόσον περιέχει όλες τις δυνατότητες) εάν απουσίαζε κάτι τόσο σημαντικό, όπως το ένα σκέλος ενός από τα πιο σημαντικά ζεύγη Αντιθέτων; Όχι μόνο χάνεται η έννοια ενός πλήρους σύμπαντος, αλλά και ενός τέλειου Θεού, κάτι που αναγκαστικά προϋποτίθεται προκειμένου να καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός πλήρους σύμπαντος.
Έτσι, τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, ο γρίφος του Επίκουρου αποτελεί περισσότερο έναυσμα για μια αληθινά ενδιαφέρουσα συζήτηση, παρά μια αυθεντική ανησυχία μήπως οι χαρακτηρισμοί που αντιστοιχούν στο Υπέρτατο Όν, δεν ευσταθούν. Γιατί, ποιά θα ήταν στ’ αλήθεια η παναγαθοσύνη του Όντος αν απομάκρυνε ή δεν έδινε εξαρχής στον Κόσμο το κακό; Δε θα γινόταν τότε αναγκαστικά λόγος για δημιουργημένα ρομποτάκια τα οποία κάνουν το καλό μόνο και μόνο επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνουν; Κι όχι μόνο κάνουν όλα τα όντα του Θεού το καλό, μα κάνουν και ακριβώς το ίδιο καλό και είναι ακριβώς το ίδιο καλά, όλα. Η τελειότητα, η παναγαθοσύνη, η Αγάπη, η Δύναμη και η Σοφία του Δημιουργού, έγκειται ακριβώς στο ότι δίνει τη θέση (Καλό), την αντίθεση (Κακό), αλλά και τη σύνθεση (Επιλογή), ώστε να μπορούμε να μιλάμε για όντα αυτόβουλα και ελεύθερα, και όχι για προγραμματισμένες και συνεπώς άβουλες μηχανές.
Το κακό έχει λοιπόν τη θέση που του αναλογεί στο Σύμπαν όχι από ανημποριά, ούτε κατά λάθος, αλλά βάσει θεϊκού και τέλειου σχεδίου. Από τους νόμους της Φύσης προκύπτει και η αναγκαιότητα των ατελών όντων με την ικανότητα όμως της απεριόριστης εν δυνάμει βελτίωσης, να διαπιστώσουν την ύπαρξη του κακού και να το υπερβούν αν μπορούν. Τόσο το καλό, όσο και το κακό αποτελούν χαρακτηριστικές ώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και τα δύο όμως έχουν τη θέση τους που αναγκαστικά δεν είναι η ίδια, αλλιώς θα ταυτίζονταν και θα ήσαν το ίδιο πράγμα.
Η πυραμίδα, για να χτιστεί και γίνει αυτό αυτό που καλούμε με τον όρο «πυραμίδα», πρέπει να στηριχτεί στη φαρδύτερη και κατώτατη βάση της, όπως επίσης και να καταλήγει στη στενότερη και ανώτατη κορυφή της. Γίνεται λοιπόν λόγος για δύο αντίθετα σημεία που προϋποθέτουν το ένα το άλλο προκειμένου να καταστεί δυνατό το δημιούργημα που η αρμονική τους αντίθεση συνιστά.
Ο άνθρωπος γεννιέται στην ύλη (κατώτερο και μεταβλητό ποιοτικό χαρακτηριστικό), αλλά έχει μέσα του και τη θεϊκή σπίθα του Δημιουργού του, το πνεύμα (ανώτερο και αμετάβλητο ποιοτικό χαρακτηριστικό), τα οποία συνενώνονται μέσω του αστρικού σώματος του ανθρώπου, δηλαδή της ψυχής (ενδιάμεσο στοιχείο, εμπεριέχον χαρακτηριστικά εξίσου από τα δύο προηγούμενα αντίθετα στοιχεία, και το οποίο καθιστά εφικτή τη σύνδεση μεταξύ των δύο). Και πράγματι ο άνθρωπος στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του ρέπει περισσότερο στην ικανοποίηση των υλικών του τάσεων, κάτι που αντιστοιχεί με το κακό γι αυτόν, εφόσον τείνει να προσιδιάζει περισσότερο στη φύση πλασμάτων προικισμένων με πολύ λιγότερη συνείδηση και δυνατότητες από αυτόν. Τίποτα δεν του εγγυάται ότι αργότερα θα αλλάξει τον τρόπο ζωής του, εκτός από τη θέληση και την επιλογή του, οι οποίες μπορεί να τον οδηγήσουν στο να πράττει σύμφωνα με τον ανώτερο εαυτό του, οπότε αξιοποιώντας τις υπάρχουσες δυνατότητες του να κάνει το καλό γι αυτόν, μιας και ενεργεί πλέον υποκινούμενος από το καλύτερο ποιοτικά πνεύμα του, σε σχέση με την ύλη και τα απορρέοντα εξ αυτής ένστικτα.
ΠΡΕΠΕΙ όμως, προκειμένου να γνωρίσει όλες τις δυνατότητες του και να αποκτήσει πρόσβαση στις πιο δυσπρόσιτες και αξιόλογες χάρες του, να γνωρίσει τα πιο άμεσα και προσεγγίσιμα χαρακτηριστικά του. Όπως ακριβώς πρέπει, αν θέλουμε να μετράμε σωστά, να γίνουμε δηλαδή ΚΑΛΟΙ στο μέτρημα, να πάμε πρώτα από το 1 στο 2 και μετά στο 3 και πάει λέγοντας. Όπως επίσης και για να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού και να θαυμάσουμε την υπέροχη θέα που αυτή προσφέρει, πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε από τους άχαρους από άποψη ορίζοντα, πρόποδες.
--------------------------
Πηγές:
Πλάτων - Άπαντα
Stephen Bachelor: Ζώντας με το Δαίμονα μας