Η Ψυχή και ο Θάνατος | Κ.Γ. Γιουνγκ

Απόσπασμα του Κ. Γ. Γιουνγκ Α., εκδ. Herman Feifel
Το νόημα του θανάτου
Μετάφραση: Σοφία 


 
2
Eρωτούμαι συχνά τι πιστεύω για τον θάνατο, αυτό το απροβλημάτιστο τέλος της ατομικής ύπαρξης. Ο θάνατος είναι γνωστός σε εμάς απλά ως «το τέλος». Είναι η τελεία, που συχνά τοποθετείται πριν το κλείσιμο της πρότασης και ακολουθείται μόνο από αναμνήσεις των συνεπειών στους άλλους.
 
Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο άτομο όμως, η άμμος έχει σωθεί από την κλεψύδρα, η κυλιόμενη πέτρα έχει πλέον σταματήσει να γυρίζει. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο, η ζωή πάντα ομοιάζει με κατηφορικό κύλισμα ή σαν ένα ρολόι που έχει κουρδιστεί να χτυπάει και που η στιγμή που θα «εξαντληθεί», λαμβάνεται ως κάτι δεδομένο. 
 
Δεν είμαστε ποτέ πιο σίγουροι από αυτό το τελείωμα, παράμόνο όταν μια ανθρώπινη ζωή φθάνει στο τέλος της μπροστά στα μάτια μας, και το ερώτημα για το νόημα και την αξία της ζωής δεν γίνεται ποτέ πιο επείγον ή πιο βασανιστικό από όταν βλέπουμε την τελευταία πνοή να αφήνει ένα σώμα το οποίο ένα λεπτό πριν ήταν ζωντανό. Πόσο διαφορετικό φαίνεται το νόημα της ζωής σε εμάς όταν βλέπουμε ένα νεαρό άτομο να αγωνίζεται για μακρινούς στόχους και να διαμορφώνει το μέλλον, εν συγκρίσει με έναν αθεράπευτο, ασθενικό ή με ένα γέρο άνθρωπο ο οποίος βυθίζεται απρόθυμα και χωρίς δυνάμεις για να αντισταθεί, μέσα στον τάφο! Η νιότη, θα θέλαμε να πιστεύουμε, έχει σκοπό, μέλλον, νόημα και αξία, ενώ το πλησίασμα σε ένα τέλος είναι μόνο μια χωρίς νόημα κατάπαυση. Αν ένας νέος άνθρωπος, φοβάται τον κόσμο, τη ζωή και το μέλλον, αυτό φαίνεται σε όλους ως αμετανόητο, αναίσθητο, νευρωτικό και αυτός θεωρείται ένας δειλός φυγόπονος. Αλλά όταν κάποιος που γερνάει τρέμει κρυφά και ακόμη φοβάται θανάσιμα στη σκέψη ότι οι λογικές προσδοκίες του από τη ζωή, τώρα ανέρχονται σε μόνο τόσα πολλά χρόνια, τότε με πόνο ενθυμούμαστε συγκεκριμένα αισθήματα μέσα στη καρδιά μας, κοιτάμε μακριά και στρέφουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο θέμα. Η αισιοδοξία με την οποία κρίνουμε τον νεαρό άνδρα, αποτυγχάνει εδώ. Συνήθως έχουμε "στο χέρι", για κάθε περίπτωση ένα-δύο κατάλληλα κλισέ για τη ζωή, το οποίο σερβίρουμε στον άλλο, όπως "όλοι πρέπει να πεθάνουμε κάποτε", "κανείς δεν ζει για πάντα" κλπ. Αλλά όταν κάποιος βρεθεί μόνος του, και είναι νύχτα και τόσο σκοτεινά, μην ακούγοντας και μη βλέποντας τίποτε, παρά μόνο τις σκέψεις που προσθέτουν και αφαιρούν τα χρόνια, και την μακρά σειρά δυσάρεστων γεγονότων που χωρίς ενδοιασμούς σηματοδοτούν, πόσο μπροστά προχώρησε ο δείκτης του ρολογιού, και την αργή, ακατανίκητη προσέγγιση του τείχους του σκότους, το οποίο τελικώς θα καταποντίσει οτιδήποτε αγαπάς, κατέχεις, επιθυμείς, προσδοκείς και αγωνίζεσαι γι αυτό, τότε όλες οι εμβριθείς απόψεις μας για τη ζωή αποσύρονται διακριτικά σε κάποιο ανεξερεύνητο, κρυφό μέρος και ο φόβος κουκουλώνει τον άυπνο σαν αποπνικτική κουβέρτα.