Περί Ψυχής | Γιάννης Μπρούσαλης
Πορευμένος πια σε αυτό το δρόμο, δεν με ένοιαζε που ήμουν μόνος. Αυτού του είδους η μοναχικότητα σε τέτοιους περιπάτους είναι πάντοτε αναγκαία.
Για μια στιγμή κατέβασα τα μάτια και όταν τα ανέβασα ξανά είδα μια φιγούρα γυναικεία, να έρχεται από την άλλη πλευρά της ευθείας μου.
Ένας νεαρός άντρας ήταν, που ολοένα και με πλησίαζε, έκανα να του φωνάξω, να του πω πως τον είδα, αλλά ευθύς το μετάνιωσα, γιατί ούτως ή άλλως θα συναντιόμασταν σε λίγο.
Ένας ανεξήγητος, αδιόρατος φόβος με κυρίευσε.
Θυμήθηκα μιαν ιστορία που άκουσα, νήπιο ακόμη.
Για έναν αρχάγγελο, που του είχε ανατεθεί η αποστολή να παραλαμβάνει τις ψυχές των ανθρώπων, για το γνωστό σε όλους μας Χάρο.
Αυτός λοιπόν ο ψυχοπομπός, στην πρώτη του αποστολή ακούγοντας τους θρήνους και τον οδυρμό των συγγενών και οικείων του ανθρώπου που επρόκειτο να πεθάνει, ένιωσε βαθειά θλίψη για τον πόνο και την απώλεια που αφήνει ο θάνατος και έτσι με δικιά του ευθύνη γύρισε με άδεια χέρια στον δανειοδότη της ύπαρξης.
-Δεν μπόρεσα, Κύριε, δεν μπόρεσα. Άκουσα τα κλάματα και τους λυπήθηκα.
Ο Θεός τότε εξοργισμένος που ο υπηρέτης του δεν εξετέλεσε την αποστολή του, τού ’δωσε δυο σκαμπίλια αφήνοντας τον κουφό, να μην ακούει πια και έτσι να μην λυπάται.
Αυτή η ιστορία ήταν η πρώτη μπροσούρα που τυπώθηκε στο νηπιακό τότε τυπογραφείο του μυαλού μου προσπαθώντας έτσι άτσαλα να εξηγήσει το θάνατο, με επίλογο την φράση: -Όσο και να κλαις, θα πεθάνεις.
Βλέποντας λοιπόν τον άγνωστο να με πλησιάζει, σκέφτηκα να φωνάξω με όλη μου την δύναμη, για να διαπιστώσω αν μπορεί να ακούσει.
Απάντηση καμιά.
Με περίσσεια σιγουριά του επικείμενου θανάτου μου, έκλεισα τα μάτια και περίμενα να εκτελέσει την αποστολή του ο κουφός υπηρέτης του Υψίστου.
Οι στιγμές διαδέχονταν η μια την άλλη σαν ιόντα υδρογόνου σε πυρηνική σχάση και εμένα δεν μου συνέβαινε, τίποτα μα τίποτα απολύτως.
Ίσως να είχε δίκιο τελικά το ιερό βιβλίο που συμβουλεύει να δουλεύουμε ασταμάτητα με τα δυο μας χέρια γιατί μέσα στο χώμα δεν θα’χει τίποτα να κάνουμε.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το Επέκεινα, μια επιβεβλημένη τεμπελιά.
Ίσως να έπρεπε να ανοίξω τα μάτια μου.
Πραγμάτωσα το ίσως, βλέποντας έκπληκτος μιαν άλλη εικόνα από πριν.
Μια κυρία, γύρω στα εξήντα κρατούσε με σκοινιά τρία σκυλιά με έναν τρόπο απόλυτα δεσποτικό.
Αυτά που ακολούθησαν, δεν ξέρω πώς και γιατί τα θυμάμαι.
Δεν μου μίλησε καθόλου, τα σκυλιά της χάθηκαν, με άρπαξε από το μπράτσο, δεν αντιστάθηκα, ήξερα πως ότι και να μου κάνει δεν θέλει το κακό μου, θέλει μόνο να με αφυπνίσει και να με εκπαιδεύσει.
Με ένα αυτοσχέδιο νυστέρι άρχισε να με γδέρνει από τους αστραγάλους και να αφαιρεί το πετσί μου.
Σίγουρα πονούσα, γιατί με κάποιο τρόπο έβλεπα πλέον αυτό που συνέβαινε από πάνω σαν εξεταστής και όχι σαν πειραματόζωο χωρίς λύπη, χωρίς συναίσθημα.
Σίγουρα πονούσα, και αναμφίβολα καταλείφθηκα από παραισθήσεις γιατί δεν ξέρω πως αλλιώς να ερμηνεύσω το γεγονός ότι έβλεπα τα χέρια μου να μετατρέπονται σε φίδια που το ένα αγκάλιασε το άλλο.
Το πετσί μου αφαιρέθηκε πλήρως, σε μια κρίση ξιπασιάς και φιλαρέσκειας φαντάστηκα το τομάρι μου να κοσμεί τους ώμους κάποιου ήρωα σαν άλλο λιοντάρι της Νεμέας.
Η γριά κυρία άρχισε να απλώνει και να ανοίγει μικροσκοπικές τρυπούλες στο τομάρι μου και να το πλαταίνει τόσο ώστε αυτό να είναι σε θέση να καλύψει εξ’ ολοκλήρου τον πλανήτη που κατοικούσαμε.
Αγαλλίαση.
Πλέον δεν περίσσευα πουθενά.
Ένα με το όλον.
Ο αέρας, οι ακτίνες του ήλιου, η βροχή, όλα τα στοιχεία διαχέονταν μέσα από εμένα τόσο απόλυτα που εγώ πλέον ήμουν αυτά.
ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ - ΕΓΩ Ο ΑΕΡΑΣ
ΕΓΩ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΕΓΩ Η ΓΗ - ΕΓΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Αν το σύμπαν είναι καφετιέρα εγώ είμαι το διηθητικό χαρτί του.
Διαπερνούσε το τομάρι μου ο ήλιος και μαζί σμίγαμε πάνω σε κάθε είδος και τρόπο που εκδηλώνεται η ζωή.
Πέφταμε πάνω σε παιδικά μάγουλα που τα έσκαψε το κλάμα και στις πρησμένες τους κοιλιές από την πείνα, σμίγαμε σε παροπλισμένα άρματα μάχης, σε άδεια κουτάκια coca cola, στο έλκηθρο του Αϊ- Βασίλη,πάνω σε νεράιδες και νύμφες των βουνών χαϊδεύοντας με αθωότητα τους γλουτούς τους, σε κάστρα και παλάτια, σε φύλλα που μας υποδέχονταν οργασμικά σαν η μήτρα το σπέρμα - είμαι δημιουργός ζωής - και πρασίνιζαν από την χαρά τους, καταλήγαμε στην κιθάρα του Page, στα παγκόσμια δίκτυα τηλεόρασης, στα κέντρα λήψεων αποφάσεων, στα χρηματιστήρια, σε μεταξωτά παπλώματα ξεπεσμένων βασιλιάδων, σε φθαρμένες και κιτρινισμένες φορολογικές δηλώσεις, σε γραφομηχανές και τυπογραφεία, σε αλεξικέραυνα και αντιλόπες, σε ελέφαντες και κότες - Ω, πάνσοφε Θεέ, γιατί να υπάρχουν κότες; - ρώτησα μια στιγμή μα δεν μ’ ένοιαζε αν θα πάρω απάντηση, είχα σπουδαιότερα πράγματα να κάνω, να πέσω πάνω στον μεγάλο Αδερφό και να βεβαιωθώ για την ύπαρξή του, να βρεθώ πάνω σε καπό παλιών μοντέλων της Lada και σε παλιούς δίσκους του Wagner, να αγγίξω μαζί με τον ήλιο τα χειρόγραφα του Shakespeare και του Μολιέρου, να καθρεπτιστώ στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων σαν αόρατη δέσμη φωτός που κανένα πρίσμα δεν μπορεί να με χρωματίσει, να αγγίξω χωρίς κόπο το Έβερεστ και να επισκεφτώ χωρίς να πληρώσω εισιτήριο το μαυσωλείο του Λένιν.
Ερωτικές απογοητεύσεις, σάπια δόντια πεταμένα σε κάδους απορριμμάτων αποστειρωμένων οδοντιατρείων, οστεοφυλάκια και νεκροταφεία, δονητές και λιπαντικά, μπερντέδες και καραγκιόζηδες, τζάμια καθαρισμένα με AJAX και από πίσω έντονες μικροαστικές αύρες να στρογγυλοκάθονται πάνω σε μινιμάλ καναπέδες και να συζητούν για τις προγαμιαίες σχέσεις, μπουγάδες απλωμένες σε ολλανδικά τοπία, κρασιά κρυμμένα από τον ήλιο και από μένα κατ’ επέκταση, πεταμένα όνειρα και κλάματα καμουφλαρισμένα σε κουστούμια και γραβάτες, κομματικές αφίσες αναρτημένες με ένα επίχρισμα σπασμένου γυαλιού για να κοπεί όποιος διαφωνεί και προσπαθήσει να την αφαιρέσει, ένα αίσθημα κατοχής.
Τελικά δεν υποδέχεται θερμά τον ήλιο η πλάση.
Κατάλαβα τι είναι αυτό που μας μαστίζει, έτσι γδαρμένος και πολυταξιδεμένος.
Το ανικανοποίητο.
Με πόνεσε πολύ αυτό το ταξιδάκι με τον ήλιο και θα πουλούσα και την ψυχή μου για να τελειώσει και να πάψω να είμαι ότι είμαι.
Γιατί τελικά αυτό είναι η ψυχή:
ένα αντίτιμο ανυπαρξίας.
Ευτυχώς, το ξυπνητήρι με λύτρωσε.
Σηκώθηκα.
Ήπια καφέ.
Έφαγα κουλουράκι.