Περί Ψυχής | Γιάννης Μπρούσαλης

Γιάννης Μπρούσαλης

 
Κρύωνα και περπατούσα. Επτά και μισή, το πρωί. Γνωστή και καθημερινή διαδρομή. Ρουτινιάρικη. Χέρια στις τσέπες.
 
Ρίγος... μάλλον αρρώστησα, σκέφτηκα. Δεν ντύθηκα καλά την προηγούμενη.
 
Αυτή είναι η φτώχεια.
 
Αυτό το ρίγος, αυτό το κρύο στα άκρα μας, καθώς περιδιαβαίνουμε αφηρημένοι στα σοκάκια, σκεπτόμενοι τι δεν φορέσαμε, κοιτώντας τους τίτλους των εφημερίδων που αναρτώνται επιμελώς στα περίπτερα, σε ημερησία διάταξη.
 
Αυτό το κρύο, κανείς δεν το θέλει κοντά του, ούτε αυτό, ούτε τους φορείς του.
 
Εμένα και εσένα, δηλαδή, που τα μάτια σου τώρα παίζουν, καθώς διαβάζεις αυτές τις γραμμές.
 
Μία και μόνο σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου.
 
Τι είναι η ψυχή;
 
Δεξιά μου, αντίκρισα μια μεγάλη στοίβα από κουλούρια, πενήντα λεπτά το ένα. Νόστιμο πράγμα, νόστιμο όχι μόνο γευστικό.
 
Ότι αξίζει το κουλούρι, στο σουσάμι το χρωστά.
 
Αυτή τη γεύση, αυτό το νόστο ψάχνεις να βρεις, και πάντα αυτόν γυρεύεις στην κάθε σου αγορά, στο κάθε σου πενηνταράκι που πρόθυμα βγάζεις από την τσέπη σου, απλά γιατί το κουλούρι της ενήλικης ζωής σου, είναι το παγωτό των παιδικών σου χρόνων.
 
Αν ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που είναι ικανό να αγγίξει την άκρη της αβύσσου και ταυτόχρονα να νοσταλγεί την αφετηρία του, τότε μόνο οι γωνιές των κουλουρτζήδων, είναι οι μόνες ανθρώπινες γωνιές στις μεγαλουπόλεις μας.
 
Έσπασα το κουλουράκι, έκοψα μια μπουκιά με τα δάχτυλα μου και άφησα μερικές δεκάδες νότες από σουσάμι, να γραφτούν στις ταμπλατούρες του μυαλού μου, με το μικρό μολυβάκι της γλώσσας μου...
Γεύτηκα.
 
Ωραία. Ωραία. Ένα ζεστό μπανάκι τώρα και το κρεβάτι μου.
 
Με άκουσα να λέω καθώς γόργωνα το βήμα, για να φτάσω λίγο νωρίτερα στο σπίτι και να παραδοθώ σε ένα καρτερικό ύπνο, να λησμονήσω για λίγο το βαρομετρικό χαμηλό των αρτηριών μου.
 
-Ο ύπνος, είναι το καταφύγιο των αδύναμων, κιοτή, σκλάβε.
 
Κάγχασε ένα δαιμόνιο, πίσω από το λοβό του αριστερού μου αυτιού.
 
-Ας είναι, είπα, αυτό μπορώ τώρα.
 
Έτσι του απάντησα και τό ‘κανα να σκάσει.
 
Ξάπλωσα, έβαλα τα δάχτυλα στο πρόσωπο μου, έκλεισα τα μάτια, την στιγμή που κατάλαβα πως μια νεράιδα, καμωμένη από σουσάμι, ξάπλωνε δίπλα μου, γεμάτη αυταρέσκεια.
 
Αφέθηκα.
 
Γύρισα πίσω εκεί. Στο χαρτονάκι που έγραφε 50 ΛΕΠΤΑ.
 
Αλλά σε μια πιο ελεύθερη πόλη, άχρονη, χωρίς περίπτερα και εφημερίδες με βαρύγδουπους τίτλους, ούτε άγχος για το αν ντύθηκα καλά και χωρίς να αναρωτιέμαι τι είναι η ψυχή.
 
Με άτσαλες χειρονομίες, αργές, έκανα πάλι την κίνηση να γευτώ περιμένοντας την ίδια ηδονή να αναδυθεί, να ακούσω για μια φορά ακόμη την γεύση.
 
Όχι, όμως αυτήν την φορά. Προδόθηκα τώρα. 
 
Το στόμα μου πλημμύρισε ματαιότητα και πίκρα, μια αίσθηση κενού και ενοχής, σαν αυνανισμός στα χρόνια του γυμνάσιου. Αυτήν την τάση, με το ζόρι να αγγίξω αυτό που επιθυμώ και αν δεν μπορώ να καμωθώ, να υποκριθώ, να θεατρινίσω πως επιτελώ, ονομάζω ματαιοδοξία.
 
Τάση κυρίαρχη στην πόλη που άφησα πίσω.
 
Πλήρωσα την ύβρη που διέπραξα, να ζητώ επιτακτικά την ίδια ευδαιμονία, τόσο αισχρά, τόσο κατευθυνόμενα, τόσο ανθρώπινα.
 
Ξεκίνησα να κλαίω, συναισθανόμενος ακόμη μια φορά την πλουσιοπάροχη ένδειά μας. Θρήνησα όπως ποτέ άλλοτε.
 
Φτάνει πια. Ας φύγω. Ας χαθώ. Ας αναληφθώ στους ουρανούς, ας κρυφτώ όπισθεν του ηλίου που κουμπώνει παντού και που τα πάντα είναι υποδοχείς του.
 
Ίσως θωρώντας την υποδοχή που του ετοιμάζει η πλάση καθημερινά, αγαλλιούσα.
 
Ξεκίνησα να περπατώ σε αυτήν την πολιτεία, που γεννιόταν στο κάθε μου βήμα, που χανόταν στο κάθε μου επόμενο και γεννιόταν ξανά στο κάθε μου πισωγύρισμα.
 
Ανάλαφρη περπατησιά αποκτά κανείς όταν αντιληφθεί πως το κάθε του βήμα δίνει έναυσμα στην ύλη να ξεδιπλωθεί μέσα στο χρόνο.
 
Βαριά περπατησιά αποκτά κανείς όταν αντιληφθεί πως το κάθε του επόμενο βήμα παραδίνει στην μελανή οπή της λήθης ένα υλικό σύμπλεγμα που εξελίχτηκε σε καθεστηκυία τάξη στο χώρο.
 
Δυστυχώς και σε αυτήν την πολιτεία είχα το θεϊκό προνόμιο να κάνω επιλογές και η πρώτη από αυτές ήταν να επιλέξω το βηματισμό που θα ακολουθήσω.
 
Στο κάθε μου εμπρός, πέθαινε ένα εμπρός όμως. Όχι, όχι.
 
Έπρεπε κάτι να συνδυάσω στα βήματα μου, για πρώτη φορά να ενώσω την δημιουργία με την λήθη, εγώ ο ταπεινός δραπέτης, έπρεπε αυτό να καταφέρω.
 
Άστραψε μέσα μου αυτός ο βηματισμός σαν από πάντα να τον ήξερα.
 
Έτσι λοιπόν, στην ευθεία που διένυα, ξεκίνησα την κάθετο της να διαγράφω με τα πόδια μου, έχοντας στα δεξιά μου την φαντασμαγορία της πολιτείας και στα ζερβά το τίποτα.
 
Η κάθε πλευρά του κορμιού ,συνδυαστικά αγκάλιαζε το όλον και έτσι εγώ ο ταπεινός την ισορροπία πραγμάτωνα. Ανάλαφρα βαρύ πλέον το περπάτημα μου, κάτι σαν χορός, κάτι
σαν ζεϊμπέκικο. Ζεύξια παρέλαση, θεών βάδισμα.
 
2Τότε ήταν που συνειδητοποίησα την τραγική μοίρα του ανθρώπου, του ανθρωπάκου που κατείχε τότε τη σάρκα μου, το να καμώνεται δηλαδή στις παλαβές ονειροπαρσιές του το Θείο, έτσι θρασύδειλα. Αυτή η παραδοχή όμως αντί να με κάνει να λυπηθώ ακόμη μια φορά για την ανικανότητα μου με γέμισε χαρά γιατί κατάλαβα, είδα την εικόνα, αυτού που είχα κληθεί να ξεπεράσω και έτσι στο κάθε εμπρός πια ένιωθα να ξεκολλά από πάνω μου η βδέλλα της επιβεβλημένης ανθρωπίλας, έφθινε το παλιό σαρκίο, άλλαζα φιδοπουκάμισο και ελάφρωνα οργασμικά, στο κάθε εμπρός άφηνα πίσω το παλιό μου εγώ. Η πιο υπέροχη πορεία της ζωής μου, η πορεία του υπάρχω.
 

Πορευμένος πια σε αυτό το δρόμο, δεν με ένοιαζε που ήμουν μόνος. Αυτού του είδους η μοναχικότητα σε τέτοιους περιπάτους είναι πάντοτε αναγκαία.

Για μια στιγμή κατέβασα τα μάτια και όταν τα ανέβασα ξανά είδα μια φιγούρα γυναικεία, να έρχεται από την άλλη πλευρά της ευθείας μου.

Ένας νεαρός άντρας ήταν, που ολοένα και με πλησίαζε, έκανα να του φωνάξω, να του πω πως τον είδα, αλλά ευθύς το μετάνιωσα, γιατί ούτως ή άλλως θα συναντιόμασταν σε λίγο.

Ένας ανεξήγητος, αδιόρατος φόβος με κυρίευσε.

Θυμήθηκα μιαν ιστορία που άκουσα, νήπιο ακόμη.

Για έναν αρχάγγελο, που του είχε ανατεθεί η αποστολή να παραλαμβάνει τις ψυχές των ανθρώπων, για το γνωστό σε όλους μας Χάρο.

Αυτός λοιπόν ο ψυχοπομπός, στην πρώτη του αποστολή ακούγοντας τους θρήνους και τον οδυρμό των συγγενών και οικείων του ανθρώπου που επρόκειτο να πεθάνει, ένιωσε βαθειά θλίψη για τον πόνο και την απώλεια που αφήνει ο θάνατος και έτσι με δικιά του ευθύνη γύρισε με άδεια χέρια στον δανειοδότη της ύπαρξης.

-Δεν μπόρεσα, Κύριε, δεν μπόρεσα. Άκουσα τα κλάματα και τους λυπήθηκα.

Ο Θεός τότε εξοργισμένος που ο υπηρέτης του δεν εξετέλεσε την αποστολή του, τού ’δωσε δυο σκαμπίλια αφήνοντας τον κουφό, να μην ακούει πια και έτσι να μην λυπάται.

Αυτή η ιστορία ήταν η πρώτη μπροσούρα που τυπώθηκε στο νηπιακό τότε τυπογραφείο του μυαλού μου προσπαθώντας έτσι άτσαλα να εξηγήσει το θάνατο, με επίλογο την φράση: -Όσο και να κλαις, θα πεθάνεις.
Βλέποντας λοιπόν τον άγνωστο να με πλησιάζει, σκέφτηκα να φωνάξω με όλη μου την δύναμη, για να διαπιστώσω αν μπορεί να ακούσει.

Απάντηση καμιά.

Με περίσσεια σιγουριά του επικείμενου θανάτου μου, έκλεισα τα μάτια και περίμενα να εκτελέσει την αποστολή του ο κουφός υπηρέτης του Υψίστου.

Οι στιγμές διαδέχονταν η μια την άλλη σαν ιόντα υδρογόνου σε πυρηνική σχάση και εμένα δεν μου συνέβαινε, τίποτα μα τίποτα απολύτως.

Ίσως να είχε δίκιο τελικά το ιερό βιβλίο που συμβουλεύει να δουλεύουμε ασταμάτητα με τα δυο μας χέρια γιατί μέσα στο χώμα δεν θα’χει τίποτα να κάνουμε.

Ίσως τελικά αυτό να είναι το Επέκεινα, μια επιβεβλημένη τεμπελιά.

Ίσως να έπρεπε να ανοίξω τα μάτια μου.

Πραγμάτωσα το ίσως, βλέποντας έκπληκτος μιαν άλλη εικόνα από πριν. 

Μια κυρία, γύρω στα εξήντα κρατούσε με σκοινιά τρία σκυλιά με έναν τρόπο απόλυτα δεσποτικό.

Αυτά που ακολούθησαν, δεν ξέρω πώς και γιατί τα θυμάμαι. 

Δεν μου μίλησε καθόλου, τα σκυλιά της χάθηκαν, με άρπαξε από το μπράτσο, δεν αντιστάθηκα, ήξερα πως ότι και να μου κάνει δεν θέλει το κακό μου, θέλει μόνο να με αφυπνίσει και να με εκπαιδεύσει.
Με ένα αυτοσχέδιο νυστέρι άρχισε να με γδέρνει από τους αστραγάλους και να αφαιρεί το πετσί μου.

Σίγουρα πονούσα, γιατί με κάποιο τρόπο έβλεπα πλέον αυτό που συνέβαινε από πάνω σαν εξεταστής και όχι σαν πειραματόζωο χωρίς λύπη, χωρίς συναίσθημα. 

Σίγουρα πονούσα, και αναμφίβολα καταλείφθηκα από παραισθήσεις γιατί δεν ξέρω πως αλλιώς να ερμηνεύσω το γεγονός ότι έβλεπα τα χέρια μου να μετατρέπονται σε φίδια που το ένα αγκάλιασε το άλλο.

Το πετσί μου αφαιρέθηκε πλήρως, σε μια κρίση ξιπασιάς και φιλαρέσκειας φαντάστηκα το τομάρι μου να κοσμεί τους ώμους κάποιου ήρωα σαν άλλο λιοντάρι της Νεμέας. 

Η γριά κυρία άρχισε να απλώνει και να ανοίγει μικροσκοπικές τρυπούλες στο τομάρι μου και να το πλαταίνει τόσο ώστε αυτό να είναι σε θέση να καλύψει εξ’ ολοκλήρου τον πλανήτη που κατοικούσαμε.
Αγαλλίαση.

Πλέον δεν περίσσευα πουθενά.

Ένα με το όλον.

Ο αέρας, οι ακτίνες του ήλιου, η βροχή, όλα τα στοιχεία διαχέονταν μέσα από εμένα τόσο απόλυτα που εγώ πλέον ήμουν αυτά.

ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ - ΕΓΩ Ο ΑΕΡΑΣ
ΕΓΩ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΕΓΩ Η ΓΗ - ΕΓΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Αν το σύμπαν είναι καφετιέρα εγώ είμαι το διηθητικό χαρτί του.

Διαπερνούσε το τομάρι μου ο ήλιος και μαζί σμίγαμε πάνω σε κάθε είδος και τρόπο που εκδηλώνεται η ζωή.

Πέφταμε πάνω σε παιδικά μάγουλα που τα έσκαψε το κλάμα και στις πρησμένες τους κοιλιές από την πείνα, σμίγαμε σε παροπλισμένα άρματα μάχης, σε άδεια κουτάκια coca cola, στο έλκηθρο του Αϊ- Βασίλη,πάνω σε νεράιδες και νύμφες των βουνών χαϊδεύοντας με αθωότητα τους γλουτούς τους, σε κάστρα και παλάτια, σε φύλλα που μας υποδέχονταν οργασμικά σαν η μήτρα το σπέρμα - είμαι δημιουργός ζωής - και πρασίνιζαν από την χαρά τους, καταλήγαμε στην κιθάρα του Page, στα παγκόσμια δίκτυα τηλεόρασης, στα κέντρα λήψεων αποφάσεων, στα χρηματιστήρια, σε μεταξωτά παπλώματα ξεπεσμένων βασιλιάδων, σε φθαρμένες και κιτρινισμένες φορολογικές δηλώσεις, σε γραφομηχανές και τυπογραφεία, σε αλεξικέραυνα και αντιλόπες, σε ελέφαντες και κότες - Ω, πάνσοφε Θεέ, γιατί να υπάρχουν κότες; - ρώτησα μια στιγμή μα δεν μ’ ένοιαζε αν θα πάρω απάντηση, είχα σπουδαιότερα πράγματα να κάνω, να πέσω πάνω στον μεγάλο Αδερφό και να βεβαιωθώ για την ύπαρξή του, να βρεθώ πάνω σε καπό παλιών μοντέλων της Lada και σε παλιούς δίσκους του Wagner,  να αγγίξω μαζί με τον ήλιο τα χειρόγραφα του Shakespeare και του Μολιέρου, να καθρεπτιστώ στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων σαν αόρατη δέσμη φωτός που κανένα πρίσμα δεν μπορεί να με χρωματίσει, να αγγίξω χωρίς κόπο το Έβερεστ και να επισκεφτώ χωρίς να πληρώσω εισιτήριο το μαυσωλείο του Λένιν.

Ερωτικές απογοητεύσεις, σάπια δόντια πεταμένα σε κάδους απορριμμάτων αποστειρωμένων οδοντιατρείων, οστεοφυλάκια και νεκροταφεία, δονητές και λιπαντικά, μπερντέδες και καραγκιόζηδες, τζάμια καθαρισμένα με AJAX και από πίσω έντονες μικροαστικές αύρες να στρογγυλοκάθονται πάνω σε μινιμάλ καναπέδες και να συζητούν για τις προγαμιαίες σχέσεις, μπουγάδες απλωμένες σε ολλανδικά τοπία, κρασιά κρυμμένα από τον ήλιο και από μένα κατ’ επέκταση, πεταμένα όνειρα και κλάματα καμουφλαρισμένα σε κουστούμια και γραβάτες, κομματικές αφίσες αναρτημένες με ένα επίχρισμα σπασμένου γυαλιού για να κοπεί όποιος διαφωνεί και προσπαθήσει να την αφαιρέσει, ένα αίσθημα κατοχής.

Τελικά δεν υποδέχεται θερμά τον ήλιο η πλάση.

Κατάλαβα τι είναι αυτό που μας μαστίζει, έτσι γδαρμένος και πολυταξιδεμένος.

Το ανικανοποίητο.

Με πόνεσε πολύ αυτό το ταξιδάκι με τον ήλιο και θα πουλούσα και την ψυχή μου για να τελειώσει και να πάψω να είμαι ότι είμαι.

Γιατί τελικά αυτό είναι η ψυχή: 

ένα αντίτιμο ανυπαρξίας.
Ευτυχώς, το ξυπνητήρι με λύτρωσε.
Σηκώθηκα.
Ήπια καφέ.
Έφαγα κουλουράκι.