Αγκάθια και Ρόδα: Προσεγγίζοντας δύσκολη Θεοσοφική Ιστορία | Μπρετ Φόρεϊ

brettΟ Μπρετ Φόρεϊ ολοκλήρωσε πρόσφατα τη συγγραφή μιας ιστορίας για την αποκαλούμενη «Υπόθεση Τζατζ» που απασχόλησε τους κόλπους της Θεοσοφικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890, με τίτλο: Προβληματισμένοι Απεσταλμένοι: Πώς οι Διάδοχοι της Μαντάμ Μπλαβάτσκυ μεταμόρφωσαν τη Θεοσοφική Εταιρεία, 1891-1896. Ο κ. Φόρεϊ είναι μαθητής, μέλος ή συνεργάτης διαφόρων Θεοσοφικών οργανώσεων, από το 1975. Είναι επίσης ιδρυτικό Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Alexandria West στο Τάρλοκ, στη Καλιφόρνια.

 


 

Α. Θεοσοφικό ταξίδι 

 

Η Θεοσοφική Eταιρεία έχει αναγνωριστεί για τις προσπάθειές της στην αποκρυφιστική αναβίωση στην Ευρώπη και την Αμερική κατά τη διάρκεια του τέλους του 19ου και του 20ου αιώνα,  καθώς και με την επιρροή της σε πεδία όπως οι τέχνες, η λογοτεχνία και η πολιτική. Παρ όλα αυτά, οι ηγέτες της επίσης βίωσαν προκλήσεις για την αυθεντικότητά τους. Από τα πρώτα χρόνια του σχηματισμού της Εταιρείας, κάποιες από αυτές τις προκλήσεις προήλθαν από το εξωτερικό περιβάλλον της. Αλλά, και τα μέλη της Εταιρείας επίσης αμφισβήτησαν τους συναδέλφους τους, τον σκοπό τους, την εργασία τους ή την ικανότητα ηγεσίας τους.  

Θα ήθελα να συζητήσω κάποια παραμελημένα θέματα σχετικά με μια από τις πιο σημαντικές περιόδους της ιστορίας της Θεοσοφικής Εταιρείας, κοινώς γνωστή ως η Υπόθεση Judge, η οποία θα περιληφθεί σε μια μελέτη την οποία πρόσφατα ολοκλήρωσα. Προτού επανεξετάσουμε αυτά τα θέματα, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τη προσέγγιση μου για τα γραφόμενα για εκείνη την περίοδο μεταξύ του 1891 και του 1896 και να παρέχω μια σύντομη περίληψη για τα γεγονότα καθαυτά.  

Μετά τον θάνατο μιας εκ των κύριων ιδρυτών της Εταιρείας το 1891, της Helena Petrovna Blavatsky, μια χωριστική διαμάχη προέκυψε μέσα στο κίνημα προκαλώντας αυτό που χαρακτηρίζω ως ο εμφύλιος πόλεμος της Εταιρείας. Αυτός ο αγώνας για την συνέχιση της ενότητας του κινήματος επικεντρώθηκε γύρω από τρείς εξέχοντες ηγέτες δημιουργώντας δυο πλευρές. Στη μια πλευρά στεκόταν ο αντιπρόεδρος της Εταιρείας και γενικός γραμματέας του Αμερικανικού παραρτήματος, William Quan Judge, ο οποίος πίστευε πως η περαιτέρω ανάπτυξη της Εταιρείας παρεμποδίζονταν από Μαύρους Μάγους επηρεάζοντας τα μέλη των Βραχμάνων στην Ινδία. Στην άλλη πλευρά στεκόταν η πρόεδρος της Στοάς Blavatsky του Λονδίνου, Annie Wood Besant, με τον πρόεδρο τη Εταιρείας, Henry Steel Olcott ο οποίος ζούσε στην Ινδία. Η Besant και ο Olcott έγιναν καχύποπτοι στην κατεύθυνση του Judge για το μέλλον της Εταιρείας που υποστήριζε πως ήταν εμπνευσμένο από μυημένους γνωστούς ως Μαχάτμας που σχετίζονταν με το κίνημα1. Μεταξύ των υπαρχόντων τίτλων τους, η Besant και ο Judge ήταν επίσης διορισμένοι ως εξωτερικοί συν-επικεφαλείς, διευθύνοντας την Εσωτερική Ανατολική Σχολή της Θεοσοφίας (Ε.Α.Σ.Θ.) μετά το θάνατο της Blavatsky.  

Μέσα σε λίγα χρόνια μετά τον νέο διορισμό της Besant και του Judge στην Ε.Α.Σ.Θ., ο Olcott και έπειτα η Besant, άρχισαν να αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των Μαχατμικών μηνυμάτων του Judge. Η αμφιβολία αναπτύχθηκε σε κατηγορία ότι ο Judge «πλαστογραφούσε» αυτά τα μηνύματα, που έγιναν το σκηνικό για τις διαμάχες που ακολούθησαν ως προς την κατεύθυνση της Εταιρείας. Ο Olcott έθεσε τον χαρακτηρισμό που κόλλησε σε αυτήν την περίοδο μέχρι σήμερα, η Υπόθεση Judge.  

Δύο πρώτοι ιστορικοί της Θεοσοφίας έχουν διορατικά επισημάνει την σπουδαιότητα της Υπόθεσης Judge για την καθολικότητα της Εταιρείας. Ο Alvin Boyd Kuhn έγραψε αυτό που θεωρείται ως η πρώτη ακαδημαϊκή πραγματεία πάνω στο σύγχρονο Θεοσοφικό κίνημα στο 1930. Στη μελέτη του, παρατήρησε πως διενέξεις επάνω στην αποδοχή Μαχατμικών μηνυμάτων που εγέρθηκαν από την Υπόθεση Judge είναι το κλειδί για το μεγαλύτερο κομμάτι της αμφιλεγόμενης ιστορίας του Θεοσοφικού κινήματος. Το θέμα των εικαζόμενων μηνυμάτων από τα Υψηλά Όντα (Διδάσκαλοι) έχει υπάρξει η… των περισσότερων από τα σχίσματα της cult (2). Πολύ αργότερα, ο ιστορικός της Θεοσοφίας, John Cooper, επίσης επιβεβαίωσε τις προκλήσεις που προέκυψαν στην Εταιρεία και αφορούσαν την αποδοχή των επιστολών των Μαχάτμα, δηλώνοντας ειδικότερα, «η Υπόθεση Judge, η οποία επίσης επικεντρώνεται σε επιστολές από τους Μαχάτμας, είναι το σημείο κλειδί των διαχωρισμών μέσα στη Θεοσοφική Εταιρεία (3).» 

Αρχισα να ακούω ιστορίες γι’ αυτό και για σχετικά με αυτό επεισόδια κατά τα τέλη του 1980, που ανατροφοδοτούνταν με τη βοήθεια ενός καλού φίλου ο οποίος διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή από δημοσιευμένο και αρχειακό υλικό επάνω στη Θεοσοφία.(4) Έμαθα πως υπήρχε μια διαδοχή διαχωρισμών μέσα σε αυτό το κίνημα, και τα μέλη ανάμεσα σε αυτές τις διαχωρισμένες ομάδες έτρεφαν, και μπορεί να τρέφουν ακόμη και σήμερα, πολύ δυνατά συναισθήματα για τους αναγνωρισμένους πρωταγωνιστές και ανταγωνιστές, βασισμένα στη στάση ενός μέλους στις διαμάχες ανάμεσα σε ένα κάποτε ενωμένο Θεοσοφικό οργανισμό. Και όμως ο πιο εριστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο σύγχρονο Θεοσοφικό κίνημα αποδεικνύεται να είναι ο πρώτος του, η παραπάνω αναφερόμενη Υπόθεση Judge. 

Για μια περίοδο, διάβαζα και άκουγα διαφορετικές απόψεις για τη διαμάχη που συνήθως επικεντρώνονταν στον Judge και στην Besant, ενώ ο Olcott, ο οποίος ήταν ο αληθινός εμπνευστής των κατηγοριών εναντίον του Judge, εμφανίζεται μέσα σε όλη αυτή την εξιστόρηση με έναν δικό του σημαντικό τρόπο. Αυτό που τελικά παρατήρησα στην πλειοψηφία των δημοσιευμένων ιστοριών που αφορούσαν την Υπόθεση Judge ήταν η άνευ όρων υποστήριξη καθ’ ενός συγγραφέα είτε στον Judge ή στην Besant και στον Olcott, ενώ παράλληλα αναγνωρίζοντας την αντίθετη πλευρά ως την μόνη υπεύθυνη για τον διαχωρισμό της Εταιρείας. Επίσης έγινα γνώστης σημαντικών όψεων της διχόγνωμης σχέσης του Judge και της Besant που, είτε είχαν θιγεί αόριστα ή ήταν απούσες στις υπάρχουσες ερμηνείες της ιστορίας του συγγραφέα. Υποστηρίζω πως ανεξάρτητα τού πως αυτή η χωριστική περίοδος ξεκίνησε, οι θέσεις που διατηρούνται από τον καθέναν από τους κύριους αντιπάλους επηρέασαν τις προσεχείς αποφάσεις οι οποίες συνέβαλλαν στην μετέπειτα ρήξη. Επιπλέον, παρατήρησα επίσης ότι η Υπόθεση Judge περιγράφονταν μόνο μέσα στα γενικά ιστορικά της Εταιρείας και, μέχρι πρόσφατα, καμία μεγάλη μελέτη δεν είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτό που αδιαμφισβήτητα παραμένει ένα πολύ επίμαχο επεισόδιο εντός αυτός αυτή της Εταιρείας.

Η πρώτη μεγάλη μελέτη πάνω σε αυτήν την περίοδο, Η Υπόθεση JudgeΜια Συνομωσία Η Οποία Κατέστρεψε το Θεοσοφικό Σκοπό, εμφανίστηκε το 2004 (5). Ακόμη και σε σχεδόν 1000 σελίδες, ούτε αυτή η μελέτη δεν ικανοποίησε τους πόθους μου για μια περιεκτική ανασκόπηση. Ερευνούσα και έγραφα για την Υπόθεση Judge επί οκτώ έτη πριν τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου και αισθάνθηκα ότι ο συγγραφέας, Κος Ernest Pelletier, επέδειξε μια πολύ συγκεκριμένη προδιάθεση που αφορούσε τον Judge, που έγινε εμφανής στον πρόλογο του. Εδώ, ο Pelletier εξέφρασε τον σκοπό της συγγραφής του βιβλίου, του οποίου η πρόθεση , είπε ήταν να «ξεσκεπάσει τα γεγονότα, να παρουσιάσει μια λεπτομερή αντικειμενική, υπεράσπιση για να δικαιώσει την υπόληψη του Γ. Κ. Judge, και να αποκηρύξει τις κατηγορίες της απάτης (παρουσιασμένες στον Judge από την Besant).» (6) Ενώ ο Pelletier αισθάνθηκε πως οι κατηγορίες εναντίον του Judge δεν μπορούσαν να αποδειχτούν ή να διαψευστούν –μια θέση με την οποία θα συμφωνούσα– πίστευε ότι ο Judge ήταν τουλάχιστον θύμα συνωμοσίας σε αυτή την ιστορία. Οπως παρατήρησα στην επιθεώρηση μου αυτής της εργασίας στο περιοδικό Θεοσοφική Ιστορία, «καταλήγουμε να διαβάζουμε μια ερμηνεία αυτής της σύγκρουσης η οποία επικυρώνει την ιδεολογική οπτική του Judge. Η προσέγγιση του κ. Pelletier αποκαλύπτει πολλά για τον Judge ως τον ανακοινωθέντα πρωταγωνιστή, όμως αυτή τη αποκλειστικότητα θυσιάζει άλλες απόψεις.» (7)

Το 1989, ο Δρ. Gregory Tillett αναφέρθηκε στις προκλήσεις που υπάρχουν σε αφηγήσεις που έχουν γραφτεί από ιστορικούς της Θεοσοφίας όταν η εργασία τους αναλύεται σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής μεθοδολογίας.8 Αυτές οι αρχές αξίζει να αναφερθούν. Συμπεριλαμβάνουν:  

α. την πρόσβαση σε αυθεντικές (ή πρωταρχικές) πηγές, β. τις δυσκολίες από την χρήση δευτερεύουσων πηγών, όπως η αλλοίωση και η ερμηνεία ή ο διαχωρισμός της άποψης από το γεγονός,   

γ. την αναγνώριση της μεροληψίας και της προκατάληψης, 

δ. τα πρότυπα που αφορούν στην ίδια τη μεθοδολογία, τα οποία θέλουμε να ονομάζουμε ως το επίπεδο της «ακαδημαϊκότητας», 

ε. τη προθυμία για κριτική επανεξέταση «δεδομένων» ιστοριών, και στ. τη κατανόηση μιας παράδοσης (εσωτερικής ἠ θρησκευτικής) με τους όρους της.

Παραμελώντας οποιαδήποτε από αυτές τις αρχές, ο Τίλλετ σχολίασε, η «Θεοσοφική ιστορία, όπως οι περισσότερες θρησκευτικές και πολιτικές ιστορίες, έχει ουσιαστικά θαφτεί μέσα σε ‘δογματικές αρχές’. Όι ήρωες και οι κακοί καθορίζονται προτού γραφτεί η ιστορία. Όι δογματικές αρχές διατηρούνται παρά την συχνά έντονη περιφρόνηση, αυτού που η κοσμική ιστορία θα ονόμαζε ‘τα γεγονότα’.» (9) Πιστεύω ότι μια σειρά από τις προκλήσεις των αφηγητών που επισημάνθηκε από τον Δρ Tillett μπορεί να βρεθεί σε υπάρχουσες ιστορίες που καλύπτουν την Υπόθεση Judge.

Καθώς άρχισα να μελετάω την Υπόθεση Judge, μού πήρε χρόνο για να αισθανθώ ικανός να συζητήσω τα «αγεγονότα» για αυτό το επεισόδιο, χωρίς τις προσωπικές ή ιδεολογικές προκαταλήψεις που βρήκα στις παλαιότερες ερμηνείες που δημοσιεύθηκαν από τον ένα ή τον άλλο από τους υπάρχοντες Θεοσοφι κούς οργανισμούς. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, είχα εκτεθεί στη Θεοσοφία από τη σκοπιά τριών κυρίαρχων οργανώσεων στη Νότια Καλιφόρνια: την επονομαζόμενη Εταιρεία του Αντυάρ: τη παράδοση που περιλαμβάνει την Annie Besant και τον C.WLeadbeater, την Εταιρεία της Πασαντένα: κληρονόμους του κληροδοτήματος του Judge με την Katherine Tingley και αργότερα τον Gottfried de Purucker, και της Ενωμένης Στοάς των Θεόσοφων: αρχικά με επικεφαλής τον Robert Crosbie μετά την αποχώρησή του από τη Θεοσοφική κοινότητα Point Loma. Αν και αυτό μου έδωσε μια διαφορετική άποψη των μεγάλων παραδόσεων που ονομάζουμε Θεοσοφία σήμερα, πέρασα χρόνο κυρίως σε μια Θεοσοφική ομάδα στο Λος Αντζελες συνδεόμενη με την παράδοση Αντυάρ. Αυτή η στοά ήταν ένα μαύρο πρόβατο μέσα στο ποίμνιο του Αντυάρ, δεδομένου ότι πολλά μέλη υποστήριζαν αυτό που διαφορετικές πλευρές ονομάζουν προ – Judge στάση στην Υπόθεση Judge. Αλλά ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό στην συγγραφή σχετικά με την εν λόγω περίοδο. Ήθελα να παρουσιάσω αυτή την ιστορία τόσο από του Judge, όσο και από της Besant την προοπτική χωρίς τη χορωδία του ιδεολογικού σχολιασμού. Ως εκ τούτου, ήθελα να παρουσιάσω τις απόψεις και τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο ηγετών και των υποστηρικτών τους με βάση τα έγγραφα που είχα στη διάθεσή μου και την παρακολούθηση των αλληλεπιδράσεών τους μέχρι την διάσπαση που προκλήθηκε τελικά στην Εταιρεία. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσα πλέον να είμαι προ–Judge ή για εκείνο το θέμα προ–Besant, αλλά θα έπρεπε να είμαι ουδέτερος. Η προ–Judge προοπτική συνήθως τον αντιμετωπίζει ως θύμα των γεγονότων που, για παράδειγμα, μπορεί να προήλθαν από μια συνωμοσία που ο Pelletier υποστηρίζει είχε ως στόχο να εξαλείψει την καθοδηγητική επιρροή του Judge όσο το δυνατόν περισσότερο από την κοινωνία. Σε κάποιο σημείο η Besant ήθελε να μειώσει την επιρροή του Judge λόγω των κατηγοριών της ότι ο Judge πλαστογραφούσε τα μηνύματα των Μαχάτμας. Αν η χρονική στιγμή και το κίνητρο για τις κατηγορίες της Besant ήταν μέρος μιας συνωμοσίας είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης. Από την άλλη πλευρά, οι προ–Besant υποστηρικτές ισχυρίζονται ότι ο Judge είχε καταχραστεί τις ηγετικές του θέσεις προβάλλοντας αμφίβολες επαφές με τους Μαχάτμα ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στην Εταιρεία, κάτι που έπρεπε να σταματήσει.

Κατά την έρευνά μου σε αυτή την περίοδο, και πριν από τη δημοσίευση του έργου του Pelletier, άρχισα να διαβάζω για την ιστορική μεθοδολογία. Στο έργο του, Θρησκεία της Νέας Εποχής και Δυτικός Πολιτισμός, ο Ολλανδός φιλόλογος του Δυτικού Εσωτερισμού, Wouter Hanegraaff, αναφέρεται σε ένα πλαίσιο για να κάνει εμπειρική έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, που διαφέρει από την προσέγγιση που ακολουθείται στον τομέα των φυσικών επιστημών (10). Επειδή οι ανθρωπιστικές επιστήμες ασχολούνται με το πεδίο των ανθρώπινων πεποιθήσεων, τις υποκειμενικές απόψεις τους, και τη συμπεριφορά, ο Hanegraaff προτείνει τη χρήση θεωρητικών εργαλείων για τη διασφάλιση της νομιμότητας σε αυτόν τον τομέα της ιστορικής έρευνας. Τα εργαλεία που προτείνει για χρήση είναι η διάκριση μεταξύ του emic και του etic. Το emic δηλώνει αυτό που θα μπορούσε να ονομάζεται η άποψη του πιστού για τη μελέτη διάφορων εσωτερικών κινημάτων, τα οποία προοδευτικά έχουν γίνει αποδεκτά σε πολλά τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών στον ακαδημαϊκό χώρο. Επομένως, για να μπορέσει να υπάρξει μια ακριβής παρουσίαση των θεμάτων για ιστορική έρευνα, πρέπει να συμπεριληφθεί στην έρευνα η κατανόηση της άποψης του πιστού. Ωστόσο, στη προσπάθεια κατανόησης της άποψης του υποκειμένου, απαιτείται, όσο είναι δυνατόν, η εξαίρεση των προσωπικών προκαταλήψεων του ερευνητή σχετικά με αυτές τις ανακαλύψεις. Ως εκ τούτου, ο Hanegraaff επισημαίνει ότι η εκ νέου παρουσίαση αυτού του υλικού μπορεί να απαιτεί διάλεκτο, διακρίσεις, θεωρίες, και ερμηνευτικά μοντέλα τα οποία κρίνονται κατάλληλα από τους μελετητές με τους δικούς τους όρους έξω από την άποψη του πιστού. Η προοπτική αυτή γίνεται το etic (11). Μαζί, αυτά τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε διάταξη γίνονται ένα μοντέλο και για την κατανόηση τόσο του αντικείμενου, αλλά και για τη διατήρηση μιας πάντοτε σημαντικής κρίσιμης απόστασης προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο σαν ένας γυμνός καθρέφτης που αντικατοπτρίζει το αντικείμενο της έρευνας. Αυτό περιλαμβάνει να είναι σε θέση να διακρίνουν, για παράδειγμα, τις πεποιθήσεις ή τις γνώσεις ενός ατόμου για κάτι πέρα από τα συναισθήματά τους, και πάλι εκτός από τη συμπεριφορά τους, αν και αυτές οι περιοχές μπορεί να είναι αλληλένδετες σε κάποιο σημείο της συζήτησης. Επιπλέον, ο ερευνητής είναι υπεύθυνος για την αντικειμενική ακρίβεια της αφήγησης τους.

Στόχος μου είναι να πω την ιστορία αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας, αλλά δύσκολης, περιόδου στην ιστορία της Θεοσοφικής Εταιρείας, χωρίς την υιοθέτηση των αμυντικών απολογητικών που έχουν υπάρξει το χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρότερων μελετών. Στην επικείμενη μελέτη μου, Προβληματισμένοι Απεσταλμένοι, ελπίζω να παρέχω μια πληρέστερη σύνθεση για τα θέματα και τις προοπτικές που παρουσιάζονται από Θεόσοφους το 1890, συμπεριλαμβανομένων λίγο γνωστών πτυχών αυτής της περιόδου, που έχουν ήδη ανεπαρκώς αναφερθεί, ή δεν παρουσιάζονται καθόλου, σε άλλα έργα. Πριν σκιαγραφήσω μερικά από τα θέματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, θα πρέπει να επανεξετάσουμε το συνολικό χρονοδιάγραμμα των γεγονότων στην Υπόθεση Judge. Θα το πράξω με τρόπο που μπορεί συνήθως να διαβάσετε στις τρέχουσες ιστορίες της Εταιρείας.

Μια επισκόπηση της υπόθεσης Judge

Μετά το θάνατο της Μαντάμ Blavatsky, ο Judge και η Besant ισχυριστήκαν ότι συνέχισαν να λαμβάνουν μηνύματα από τους μυημένους διδασκάλους της Blavatsky. Ο Judge διένειμε μηνύματα από τους Μαχάτμας σε λίγα μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Besant, σε θέματα τρέχοντα στην Εταιρεία, όπως ο διορισμός ο δικός του και της Besant ως συν-επικεφαλείς της Εσωτερικής Ανατολικής Σχολής της Θεοσοφίας, ή όταν η Besant έπρεπε να αναχωρήσει για μια αναμενόμενη περιοδεία διαλέξεων στην Ινδία. Στον πρόεδρο Olcott, ο οποίος λάμβανε επίσης τα μηνύματα των Μαχάτμας από τον Judge, κίνησε την υποψία μια σφραγίδα αριστερά σε ορισμένα γράμματα. Το Φεβρουάριο του 1894, η Besant, βασιζόμενη σε προηγούμενη υπόδειξη του Olcott, κατηγόρησε επίσημα τον Judge για πλαστογράφηση των μηνυμάτων των Μαχάτμας, ενώ εκτελούσε τα καθήκοντα του ως αντιπρόεδρος της Εταιρείας με σκοπό να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο στη διαχείριση της Εταιρείας. Η ακροαματική διαδικασία προγραμματίστηκε να γίνει στο Λονδίνο μπροστά στην Δικαστική Επιτροπή της Εταιρείας πριν από τη συνέλευση του Ευρωπαϊκού τμήματος τον Ιούλιο. Η Besant ήθελε η Δικαστική Επιτροπή να ακούσει τις κατηγορίες της και να επιτρέψει στον Judge να απαντήσει. Όταν η επιτροπή συνεδρίασε, ο Judge αμφισβήτησε τη νομιμότητα της συνάντησης, επισημαίνοντας ότι το καταστατικό της Εταιρείας απαγόρευε σε κάθε μέλος να ανακρίνει τη φύση της σχέσης ενός άλλου μέλους με πνευματικό δάσκαλο του. Στη περίπτωση του Judge, αυτό αφορούσε στη σχέση του με τους Μαχάτμας και το δικαίωμα του να λαμβάνει τα μηνύματά τους. Ενώ ορισμένα μέλη ήταν απρόθυμα να το πράξουν, η επιτροπή συμφώνησε με την ένσταση του Judge. Οι κατηγορίες της Besant καταχωρήθηκαν και δεν μπόρεσαν να συζητηθούν από την επιτροπή. Για να κατευνάσει τα δυσαρεστημένα από αυτό το αποτέλεσμα μέλη της, η επιτροπή επέτρεψε στη Besant και στον Judge να διαβάσουν τις δικές τους εξηγήσεις για τις κατηγορίες κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης σε έκτακτη συνεδρίαση το βράδυ. Αναμενόταν ότι οι εξηγήσεις τους θα έθεταν ένα τέλος στο θέμα.

Μετά τη συνέλευση, συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να διαχωρίσουν γεωγραφικά τα κοινά τους καθήκοντά ως Εξωτερικοί συν-επικεφαλείς της Ε.Α.Σ.Θ. λόγω της νέας δύσκολης σχέσης τους. Υπό τη νέα συμφωνία, ο Judge ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του Αμερικανικού τμήματος και η Besant υπηρετούσε τα Ευρωπαϊκά και Ινδικά τμήματα.

Ο Walter Old που ήταν ένα δυσαρεστημένο μέλος από την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής, ήταν γνωστός αστρολόγος στη Μεγάλη Βρετανία. Εδωσε ένα αντίγραφο των κατηγοριών της Besant και δείγματα απο τα μηνύματα των Μαχάτμας που είχαν συλλεχτεί ως αποδεικτικά στοιχεία σε έναν γνωστό του που ήταν συντάκτης στην εφημερίδα του Λονδίνου, την Westminster Gazette. Μια σειρά κριτικών άρθρων για την αμφιλεγόμενη εμπλοκή της Εταιρείας, τα οποία δημοσιεύθηκαν το Φθινόπωρο του 1894, αναζωπύρωσαν την επιθυμία των μελών που ήθελαν ο Judge να εξηγήσει πώς παρήγαγε τα Μαχατμικά μηνύματά του. Ο Judge υπηρέτησε σε διάφορες ηγετικές θέσεις και μερικοί τον θεωρούσαν κατάλληλο για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος, έτσι μια σειρά από εξέχοντα μέλη ήθελαν να ανταποκριθεί στις ανησυχίες τους. Ομως, για συνταγματικούς και απόκρυφους λόγους, ο Judge αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

Με τις υποψίες να συνεχίζονται εναντίον του Judge, και τον θυμό να αυξάνεται μεταξύ των ανερχόμενων φατριών που υποστήριζαν εκείνον ή την Besant, ο Judge εξέδωσε μια Εγκύκλιο της Εσωτερικής Σχολής της Θεοσοφικής Εταιρείας υποστηρίζοντας ότι ήταν κατευθυνόμενη από έναν από τους Μαχάτμας για να εξηγήσει τους πραγματικούς λόγους για την επίθεση της Besant εναντίον του και την διαφαινόμενη απειλή εναντίον της Εταιρείας συνολικά. Η διάσημη πλέον εγκύκλιος της τρίτης Νοεμβρίου αποκάλυπτε ότι οι σεβάσμιοι εχθροί της Εταιρείας, οι Μαύροι Μάγοι, επηρέαζαν ορισμένους Βραχμάνους στην Ινδία, προκειμένου να εκτροχιάσουν το πραγματικό έργο της Εταιρείας που ξεκίνησε από την Blavatsky. Η Besant είχε περιοδεύσει στην Ινδία πριν από την δημοσίευση αυτής της εγκυκλίου και ο Judge ισχυρίστηκε ότι οι Βραχμάνοι που είχαν διαφθαρεί από τους Μαύρους Μάγους την είχαν επηρεάσει. Ο Judge ξεχώρισε συγκεκριμένα ένα Βραχμάνο για τον οποίο αισθάνθηκε ότι είχε την πιο επιβλαβή επιρροή επάνω της, τον Gyanendra Chakravarti. Η Besant είχε συναντήσει τον Chakravarti το προηγούμενο έτος, καθώς ήταν σε εξέλιξη οι προετοιμασίες για το Κοινοβούλιο των Θρησκειών του 1893. Ο Judge κατέδειξε τους Μαύρους Μάγους ως υποκινητές των κατηγοριών εναντίον του με σκοπό να συνεχιστούν οι προσπάθειες να διαταραχθεί το τρέχον έργο της Εταιρείας. Με την Besant να θεωρείται πλέον κίνδυνος για την αποστολή της Εταιρείας, ο Judge μονομερώς την έπαψε από εξωτερική συν-επικεφαλή της Ε.Α.Σ.Θ.

Οι κατηγορίες του Judge στην εγκύκλιό του, εναντίον της Besant, εξόργισαν την κάποτε συνεπικεφαλή της Ε.Α.Σ.Θ. Η Besant σύντομα δημοσίευσε τις κατηγορίες της εναντίον του Judge ώστε τα μέλη να πάρουν απόφαση για το αν θα συνεχίσουν να έχουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του ως αρχηγού. Συμπεριέλαβε επίσης ψήφισμα ότι αν ο Judge δεν αποκρινόταν στις κατηγορίες έως τη λήξη έξι μηνών, θα έπρεπε να αποβληθεί από την Εταιρεία. Από τα τέσσερα τμήματα της Εταιρείας την εποχή εκείνη, μόνο η πλειοψηφία των μελών στην Αμερική υποστήριζαν τον Judge με μια, επίσης, μικρή ποσότητα μελών στη Μεγάλη Βρετανία, την Ευρωπαϊκή ήπειρο και την Αυστραλία. Ο Judge μπορεί να αντιμετώπιζε την αποπομπή, αλλά ένα μήνα πριν η παρούσα ανακοίνωση δημοσιευθεί, το Αμερικανικό τμήμα συναντήθηκε για την ετήσια συνέλευσή του τον Απρίλιο του 1895. Τα μέλη από την Αμερική με συντριπτική πλειοψηφία, αν και όχι ομόφωνα, ψήφισαν να διαχωριστούν από τη κεντρική έδρα της Εταιρείας στο Αντυάρ, της Ινδίας. Όταν ο Olcott έλαβε αυτές τις ειδήσεις, αντιμετώπισε τον διαχωρισμό των αμερικανικών μελών ως τη διαδοχή τους από την Εταιρεία και ακύρωσε τον καταστατικό χάρτη του αμερικανικού τμήματος, συμπεριλαμβανομένων όλων των κλάδων του και των ατομικών συνδρομών που υποστήριζαν τον Judge. Η αυτόνομη Εταιρεία του Judge συνέγγραψε τα δικά της καταστατικά και τον εξέλεξε ως πρόεδρό της. Ο Judge ήταν πολύ άρρωστος καθ΄όλη αυτή την περίοδο και σύντομα θα πέθαινε στα τέλη Μαρτίου του επόμενου έτους. Τον διαδέχθηκε στην ηγεσία μια γυναίκα που ονομαζόταν Katherine Tingley, την οποία ο Judge θεωρείται ότι είχε συναντήσει στις αρχές του 1893, αλλά η οποία ήταν ελάχιστα γνωστή στα περισσότερα μέλη, εκτός από μερικούς από τους στενότερους συνεργάτες του Judge. Ο Olcott παραχώρησε τα προνόμια στα υπόλοιπα μέλη, τα οποία αριθμούσαν λιγότερα από 300, και επιθυμούσαν να συνεχίσουν ως το Αμερικανικό τμήμα του Αντυάρ, και από τις αρχές του 1900 επανεγκαθίδρυσαν την έδρα του Αμερικανικού τμήματος στο Wheaton, κοντά στο Σικάγο.

Ξεχασμένα ζητήματα της υπόθεσης Judge

Πάνω-κάτω αυτή η σύντομη περίληψη είναι, πιθανά, αυτό που οι περισσότεροι ακροατές μπορούν να ακούσουν για την Υπόθεση Judge. Κατά την εξονυχιστική εξέταση μέσω των περιοδικών και των αρχειακών υλικών κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, βρήκα στοιχεία αυτής της ιστορίας, ιδιαίτερα σε αξιόλογα περιοδικά, στα οποία υπήρξε λίγη ή καμία αναφορά σε πρότερες δημοσιευμένες αφηγήσεις που ασχολούνται με την εν λόγω περίοδο. Είτε οι ερευνητές δεν αναγνώριζαν τη σχετικότητα τους με την Υπόθεση Judge, ή επέλεξαν να αγνοήσουν το υλικό - ενδεχομένως με σκοπό να αποφύγουν να ασχοληθούν με δυσάρεστα θέματα, ή οι πληροφορίες αποφασίστηκε ότι είναι άσχετες με βάση την αντιλαμβανόμενη μεροληψία τους για το πώς αυτή η ιστορία θα έπρεπε να ειπωθεί. Χρησιμοποιώντας τα ιστορικά θεωρητικά εργαλεία του Hanegraaff, του emic και του etic, έψαξα να βρώ όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα για την Υπόθεση Judge και να γράψω, αυτό που ελπίζω ότι θα είναι μια πιο ολοκληρωμένη ιστορία, η οποία μπορεί ακόμη να περιλαμβάνει μερικά ακανθώδη, για ορισμένους αναγνώστες, ζητήματα.

Επομένως, θα ήθελα να παρουσιάσω τρία πεδία που, αν και δεν θα τα εξαντλήσουμε δεδομένου του χρονικού περιορισμού αυτής της παρουσίασης, αξίζουν περισσότερη προσοχή για να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο η Υπόθεση Judge εκτυλίχθηκε. Πρώτα θα μιλήσουμε για το πώς η Besant ορίζει τη πλαστογραφία, και θα κάνουμε τη σύγκριση με γνωστές περιγραφές της Blavatsky που εξηγούσαν τον τρόπο με τον οποίο υποτίθεται ότι οι επιστολές των Μαχάτμας παράγονταν. Δεύτερον, θα επανεξετάσουμε την επιρροή που η Katherine Tingley μπορούσε να ασκήσει επί της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Judge οδηγώντας στην διάσπαση της Εταιρείας. Τέλος, θα μιλήσουμε για την αξίωση του Judge της «αυτονομίας» του Αμερικανικού τμήματος, απέναντι στην αξίωση του Olcott ότι ο Judge και οι υποστηρικτές του «αποσχίστηκαν» από την Εταιρεία. 

1. Πώς η Besant όρισε την «Πλαστογραφία» 

Η Annie Besant τον Μάρτιο του 1894 υπέβαλλε έξι κατηγορίες εναντίον του Judge, λίγο πριν η Δικαστική Επιτροπή της Εταιρείας συνεδριάσει στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1894. Από τις έξι κατηγορίες, η πιο σημαντική -και αυτή που αντηχούσε στους σύγχρονούς της, καθώς και στις μελλοντικές γενιές των Θεόσοφων- ήταν ότι ο Judge πλαστογράφησε τα μηνύματα των Μαχάτμας. Κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, που ξεκίνησε λίγο μετά την συνεδρίαση της δικαστικής επιτροπής, η Besant περιέγραψε την κύρια κατηγορία της πλαστογραφίας στους εκπροσώπους ως εξής:

«...Η ζωτικής σημασίας κατηγορία είναι ότι ο κ. Judge έχει εκδώσει χειρόγραφες επιστολές και μηνύματα με τον γραφικό χαρακτήρα που αναγνωρίζεται ότι ανήκει σε έναν Διδάσκαλο με τον οποίο η Ε.Π.Μ. συνδεόταν στενά, και ότι αυτές οι επιστολές και τα μηνύματα δεν ήταν, ούτε γραμμένα ούτε υποβεβλημένα από το Διδάσκαλο, του οποίου εμφανίζονται ως γραπτά…

Επιπροσθέτως, θα ήθελα να γίνει σαφώς κατανοητό ότι δεν κατηγορώ και δεν έχω κατηγορήσει τον κ. Judge για πλαστογραφία με τη συνήθη έννοια του όρου, αλλά για την απόδοση παραπλανητικής υλικής μορφής σε μηνύματα που ελήφθησαν μέσω ψυχικών επαφών από τον Διδάσκαλο με διάφορους τρόπους, χωρίς την ενημέρωση των παραληπτών για αυτό το γεγονός.

Θεωρώ τον κ. Judge ως έναν Αποκρυφιστή, προικισμένο με αξιόλογη γνώση, οδηγούμενο από μια βαθιά και απαρέκκλιτη αφοσίωση στη Θεοσοφική Εταιρεία. Πιστεύω ότι έχει λάβει συχνά απευθείας μηνύματα από τους Διδασκάλους και από τους μαθητές τους, καθοδηγώντας και βοηθώντας τον στο έργο του. Πιστεύω ότι μερικές φορές έχει λάβει μηνύματα για άλλους ανθρώπους..., αλλά όχι μέσω άμεσης γραφής του Διδασκάλου, ούτε από την άμεση υποβολή του. Επίσης, ότι ο κ. Judge είχε τότε πιστέψει πως είχε το δικαίωμα να καταγράψει το μήνυμα που είχε ληφθεί ψυχικά, με τον γραφικό χαρακτήρα που είχε υιοθετηθεί από την Ε.Π.Μ. για τις επικοινωνίες με τον Διδάσκαλο, δίνοντας σε αυτό το άτομο την εσφαλμένη εντύπωση ότι ήταν μια άμεση υποβολή ή γραμμένο από τον ίδιο το Διδάσκαλο - δηλαδή, ότι συνέβη διαμέσου του κ. Judge, αλλά δημιουργήθηκε από το Διδάσκαλο.≫(12)

Η Besant πίστευε ότι ο Judge λάμβανε πληροφορίες από έναν Μαχάτμα με ψυχικά μέσα, αλλά το σφάλμα του Judge έγκειται στην μη πληροφόρηση του παραλήπτη ότι το μήνυμα είχε μετά συντεθεί με δικά του λόγια ενσωματώνοντας σε αυτά, αυτό που εκείνος ο Διδάσκαλος τον προόριζε να πει. Επιπλέον, και χωρίς να το γνωρίζει ο παραλήπτης, ο Judge, κατά περίσταση, έγραφε το μήνυμά του σε προσομοιώνοντας το γραφικό χαρακτήρα του Διδασκάλου. Η καταγγελία της ήταν ότι ο Judge έδινε την εντύπωση πως το μήνυμα ήταν, είτε απευθείας γραμμένο, είτε υποβεβλημένο από το Διδάσκαλο. Αντί αυτού, ο Judge θα έπρεπε να είχε δώσει στον παραλήπτη το μήνυμα του Μαχάτμα με τα ίδια του τα λόγια, χωρίς να μιμηθεί το γραφικό χαρακτήρα του Μαχάτμα. Στο τέλος της ομιλίας της ενώπιον της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, συνόψισε την κατηγορία της:

...Γνωρίζω τώρα ότι αυτά [τα μηνύματα] δεν γράφτηκαν ή υποβλήθηκαν από το Διδάσκαλο, και ότι έγιναν από τον κ. Judge, αλλά επίσης πιστεύω ότι τα ουσιώδη σημεία αυτών των μηνυμάτων είχαν ληφθεί με ψυχικό τρόπο, και το σφάλμα του κ. Judge έγκειται στην παράδοση τους σε εμένα σε ένα χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο, μη λέγοντάς μου ότι το είχε πράξει.≫(13)

Η Besant δεν έδινε στους ακροατές της ένα τυπικό ορισμό της πλαστογραφίας. Επίσης αναφέρθηκε σε άρθρα δημοσιευμένα, τόσο από την Blavatsky όσο και αργότερα από τον Judge, περιγράφοντας τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή παραφυσικών επικοινωνιών από τους Μαχάτμα, αλλά δεν ανέπτυξε λεπτομερώς τι ανέφεραν. Ενώ ήταν στη διάθεση της Besant, αυτά τα άρθρα έχουν επίσης διατηρηθεί σήμερα, και μπορούμε να επανεξετάσουμε τις δηλώσεις που περιέχουν σχετικά με την παραγωγή των επιστολών των Μαχάτμας. Για χάρη αυτής της εργασίας, θα περιορίσουμε αυτές τις εξηγήσεις σε αυτές που δίδονται από την Blavatsky. Η Blavatsky είχε επισημάνει περισσότερες από μία φορές, ότι οι Μαχάτμας συνήθως δεν έγραφαν τις επιστολές τους οι ίδιοι, ούτε ο γραφικός χαρακτήρας που συναντάται σε επιστολές τους παράγεται πάντα με τον συνηθισμένο τρόπο. Αντί αυτού, συνήθως χρησιμοποιούσαν έναν ή περισσότερους από τους μαθητές τους ως γραφείς για να βοηθήσουν να παραχθεί η επιστολή και μερικές φορές να την παραδώσουν. Η Blavatsky περιέγραψε τη διαδικασία της μετάδοσης ενός μηνύματος μεταξύ του Μαχάτμα και ενός άλλου προσώπου ως μια μορφή ψυχικής τηλεγραφίας. Η επιτυχία αυτής της διαδικασίας εξαρτιόταν από διάφορους παράγοντες: 1) τη δύναμη και τη καθαρότητα με τις οποίες οι σκέψεις του αποστολέα προωθούνταν, και 2) από το πόσο ελεύθερος είναι ο νους του παραλήπτη να δεχτεί τις εισερχόμενες σκέψεις χωρίς παρενόχληση. Είπε ότι προβλήματα μπορεί να υπάρξουν μερικές φορές –και έχουν υπάρξει- και στα δύο άκρα, δηλαδή είτε ο Μαχάτμα είτε ο μαθητής αφήνουν το νου τους να περιπλανηθεί κατά την αποστολή ή τη λήψη ενός μηνύματος (14). Η Blavatsky είχε επίσης αναφέρει τα ακόλουθα για την παραγωγή αυτών των επιστολών:

...Έτσι ποιο κριτήριο έχει κανείς για να αποφασίσει μεταξύ μιας «υποβεβλημένης» επιστολής, ή άλλου τέτοιου είδους επιστολής; Ποιός, εκτός από τους συγγραφείς τους, ή αυτούς που προσλαμβάνουν ως γραφείς τους (τους μαθητές), μπορεί να πει; Γιατί μόλις μία στις εκατό «απόκρυφες» επιστολές έχει γραφτεί από το χέρι του Διδασκάλου, υπό το όνομα και για λογαριασμό του οποίου αποστέλλονται, καθώς οι Διδάσκαλοι ούτε ανάγκη έχουν, ούτε ελεύθερο χρόνο για να τις γράψουν, και ότι όταν ένας Διδάσκαλος λέει, «έγραψα αυτό το γράμμα», σημαίνει μόνο ότι κάθε λέξη μέσα σε αυτό υπαγορεύτηκε από αυτόν και εντυπώθηκε υπό την άμεση επίβλεψή του. Σε γενικές γραμμές κάνουν τον μαθητή τους, είτε κοντά είτε πολύ μακριά, να γράψει (ή του υποβάλλουν), εντυπώνοντας στον νου του, τις ιδέες που επιθυμούν να εκφραστούν, και αν είναι απαραίτητο τον βοηθούν στη διαδικασία εικονοποίησης ή υποβολής. Εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από το στάδιο εξέλιξης του τσέλα [μαθητή], η ακρίβεια με την οποία οι ιδέες μπορούν να διαβιβαστούν και η απομίμηση του τρόπου γραφής.» (15)

Σχολιάζοντας περαιτέρω την ικανότητα του παραλήπτη να λάβει την επιστολή, η Blavatsky επισήμανε ότι κατά τη διαδικασία μεταβίβασης-σκέψης που χρησιμοποιούνταν για την αποστολή μερικών από τις επιστολές των Μαχάτμας, με τη χρήση της ίδιας ως αποδέκτη, η προκύπτουσα επιστολή ήταν φυσικό να παρουσιάζει ίχνη των εκφράσεων μου, ακόμη και της γραφής μου, παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα απολύτως γνήσιο απόκρυφο φαινόμενο, και ένα πραγματικό μήνυμα από αυτόν τον Μαχάτμα(16). Αυτή ήταν, εν μέρει, μία από τις καταγγελίες της Besant σχετικά με τις Μαχατμικές επιστολές του Judge.

Σχετικά με την ανησυχία της Besant για το γραφικό χαρακτήρα της επιστολής: Η Blavatsky αναφέρει στο τελευταίο απόσπασμα ότι ο τσέλα [μαθητής] μπορεί να γράφει πραγματικά ο ίδιος το γράμμα, και έτσι ο γραφικός χαρακτήρας μπορεί επίσης να διαφέρει. Σε μια επιστολή που έγραψε η Blavatsky σε έναν άλλον παραλήπτη επιστολών των Μαχάτμας, τον A.PSinnett, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, σχολίασε σχετικά με τα διαφορετικά στυλ γραφής που μπορεί να προκύψουν σε αυτές τις επιστολές:

‘Διαφορά στο γραφικό χαρακτήρα’ - ω τί μεγάλο θαύμα! Έχει γράψει ο Διδάσκαλος K.Η., ο ίδιος όλες τις επιστολές του; Μόνο τα ουράνια γνωρίζουν πόσοι τσέλας [μαθητές] έχουν υποβληθεί και τις έχουν γράψει. Αν τώρα υπάρχει μια τόσο αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στις επιστολές που γράφτηκαν από το ίδιο πρόσωπο μηχανικά, (όπως η περίπτωση μου, για παράδειγμα, που δεν είχα ποτέ έναν σταθερό γραφικό χαρακτήρα) πόσο μάλλον στη διαδικασία της υποβολής, που είναι η φωτογραφική αναπαραγωγή από το νου κάποιου, και ποντάρω οτιδήποτε ότι κανένας τσέλα [μαθητής] (μόνο αν οι Διδάσκαλοι μπορούν) δεν είναι ικανός να υποβάλλει τον ίδιο του τον γραφικό χαρακτήρα δύο φορές κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο – μια διαφορά και μάλιστα αξιοσημείωτη θα πρέπει πάντα να υπάρχει, όπως ένας ζωγράφος δεν μπορεί να ζωγραφίσει δύο φορές με την ίδια ομοιότητα.»(17)

Τέλος, θα πρέπει να συζητήσουμε τι είχε να πει η Blavatsky σχετικά με το περιεχόμενο των επιστολών των Μαχάτμας και τη χρήση του ονόματος του Μαχάτμα στα μηνύματά τους. Εδώ εισέρχεται σε έναν τομέα που έχει να κάνει με απόκρυφους κανόνες που μπορεί να είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτοί. Αυτό που είναι πιθανό να περιπλέξει τα πράγματα, είναι ότι η Blavatsky έκανε τα παρακάτω σχόλια σχετικά με τον γραφέα που μεταδίδει το μήνυμα του Μαχάτμα:

«α...Πολύ σπάνια ο Μαχάτμα K.Η. υπαγόρευε κατά λέξη, και όταν το έκανε παρέμειναν αυτά τα λίγα έξοχα αποσπάσματα που βρέθηκαν στην επιστολή προς τον κ. Sinnett από εκείνον. Στα υπόλοιπα - θα έλεγε - γράψε έτσι και έτσι, και ο τσέλα [μαθητής]

έγραφε συχνά δίχως να γνωρίζει μια λέξη (από) Αγγλικά, όπως εγώ αναγκάστηκα τώρα να γράψω σε Εβραϊκά και Ελληνικά και Λατινικά, κλπ. Συνεπώς, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να μεμφθώ – μια μομφή που είμαι πάντα έτοιμη να αντέξω αν και δεν την αξίζω, αφού έχω υπάρξει απλά ένα υπάκουο και τυφλό εργαλείο των απόκρυφων νόμων και των κανονισμών μας - είναι, 1) ότι έχω χρησιμοποιήσει το όνομα του Διδασκάλου, όταν σκέφτηκα ότι το κύρος μου δε θα μετρήσει καθόλου, και όταν ειλικρινά, πίστευα ότι δρούσα σύμφωνα με τις προθέσεις του Διδασκάλου [Δείτε Σημείωση 1], καθώς και για το καλό του σκοπού, και 2) ότι έχοντας αποκρύψει αυτό που οι νόμοι και οι κανονισμοί των όρκων μου δεν μου επιτρέπουν μέχρι σήμερα να αποκαλύψω, 3) ΠΙΘΑΝΌΝ - (πάλι για τον ίδιο λόγο ) ότι έχω επιμείνει ότι αυτή και αυτή η σημείωση ήταν γραμμένες από τον Διδάσκαλο με το δικό του γραφικό χαρακτήρα, όλη την ώρα σκεπτόμενη, ΙΗΣΌΥΙΤΙΚΑ ομολογώ, ‘Λοιπόν, αυτό είναι γραμμένο από δική Του εντολή και, τελικά, με τον δικό Του γραφικό χαρακτήρα, γιατί να πάω να δώσω εξηγήσεις σε αυτούς που δεν μπορούν να καταλάβουν την αλήθεια, και να κάνω ίσως τα πράγματα χειρότερα’» (18)

Σύμφωνα με την ίδια τη Blavatsky, υπήρχαν αρκετά πιθανά μέσα για να παραχθεί το μήνυμα ενός Μαχάτμα, συμπεριλαμβανομένου του να της δοθεί η αυθεντία να πει ορισμένα πράγματα για τον Μαχάτμα, στα οποία φαίνεται να περιλαμβάνονται τεχνικές που η Besant επέκρινε τον Judge ότι ενδεχομένως χρησιμοποιούσε στις δικές του επιστολές. 

2. Η σχέση μεταξύ Judge και Katherine Tingley 

Καθώς έχουν γίνει αναφορές στη σχέση του Judge με την Katherine Tingley στην ιστορία της Εταιρείας, η πλήρης έκταση της σχέσης τους κατά τα τελευταία χρόνια έχει παραμείνει ασαφής. Ο προβιβασμός της Tingley στην επόμενη ηγέτιδα της Θεοσοφικής Εταιρείας του Judge στην Αμερική μετά το θάνατό του, μπορεί στο τυχαίο παρατηρητή να φαίνεται ότι έχει προκύψει από το πουθενά, μιας και ήταν ελάχιστα γνωστή στα περισσότερα μέλη. Αλλά στην πραγματικότητα, μετά τη συνάντησή του με την Tingley, πιθανότατα από τις αρχές προς τα μέσα του 1893, ο Judge άρχισε να αναπτύσσει μια ισχυρή αποκρυφιστική σχέση μαζί της η οποία είχε σκοπίμως κρατηθεί ιδιωτική από την πλειοψηφία των μελών, εκτός από μερικούς από τους στενότερους συνεργάτες του Judge στο παράρτημα της Εταιρείας στη Νέα Υόρκη, την Αρεια Θεοσοφική Εταιρείας. Η παραμονή της Tingley έξω από το Θεοσοφικό προσκήνιο βασίστηκε πάνω σε παραφυσικές εντολές που ελήφθησαν από το Judge. Η Tingley, με τον τρόπο της, μοιράζονταν το όνειρο του Judge για έναν ανανεωμένο Δυτικό Αποκρυφισμό, ο οποίος περίμενε ότι θα καθιερωνόταν μέσω του έργου της Θεοσοφικής Εταιρείας στις ΗΠΑ. Πριν από τη συνάντησή τους, η Tingley είχε εμπνευστεί τη δημιουργία αυτού που εκείνη ονόμαζε Σχολές Πρόληψης οι οποίες παρείχαν ...ένα νέο σύστημα εκπαίδευσης για την πρόληψη των συνθηκών που συνάντησα [όπως η φτώχεια, η εγκληματικότητα, και άλλες κοινωνικές ωμότητες].≫(19) Μετά τη συνάντηση της με τον Judge, το νέο αυτό σύστημα εκπαίδευσης θα περιελάμβανε υψηλότερους φιλοσοφικούς στόχους που ήταν εμφανείς στο πρόγραμμά της: Αναβίωση για τα Χαμένα Μυστήρια της Αρχαιότητας, στη Θεοσοφική Κοινότητα Point Loma, στις αρχές του 1900.

Για να εκπληρώσουν τα κοινά ενδιαφέροντα τους, η Tingley βοήθησε τον Judge με δύο άλλους τρόπους, σύμφωνα με μαρτυρίες από τους στενότερους συνεργάτες του Judge: 1) Η Tingley έλαβε επιστολές των Μαχάτμας για τον Judge, και 2) Η Tingley μπορεί να είχε παίξει κάποιο ρόλο στο να προτείνει, και σίγουρα να επηρεάσει, το διαχωρισμό του Αμερικανικού τμήματος από την διεθνή κεντρική έδρα της Εταιρείας στο Αντυάρ. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι αλληλένδετες και συνιστούν αμφιλεγόμενα θέματα προς συζήτηση μεταξύ των μελών, αφού υπάρχει ο υπαινιγμός ότι μπορεί να είχε επηρεάσει υπερβολικά τον Judge, ο οποίος ήταν πολύ άρρωστος εκείνη την εποχή.

Οταν η Alice Leighton Cleather, Θεόσοφος από το Λονδίνο, έγραψε το 1920 για τις εμπειρίες της στην Εταιρεία, ισχυρίστηκε πως η Κάθριν Tingley της είπε ότι είχε υπαγορεύσει στον Judge την περίφημη εγκύκλιο της 3ης Νοεμβρίου του 1894, με τίτλο Με την Κατεύθυνση του Διδασκάλου.(20) Η εγκύκλιος αυτή δήλωνε ότι οι Μαύροι Μάγοι επηρέαζαν μέλη των Βραχμάνων ώστε να διαταράξουν τον αληθινό σκοπό της Εταιρείας που τέθηκε σε εφαρμογή από την Blavatsky - την έναρξη ενός ανανεωμένου Δυτικού Αποκρυφισμού. Ο Claude Falls Wright, ένας από τους στενούς συνεργάτες του Judge στη Νέα Υόρκη, κατέθεσε υπέρ της απόκρυφης υπόστασης της Tingley σε μια εγκύκλιο της Ε.Α.Σ.Θ., του 1896, υποστηρίζοντάς την ως διάδοχο του Judge μετά το θάνατο του. Στη κατάθεσή του, ο Wright αναφέρθηκε στην εγκύκλιο του Νοέμβριου της Ε.Α.Σ.Θ., επισημαίνοντας μία περίπτωση κατά την οποία η Tingley βρισκόταν σε έκσταση. Ο Wright συνέχισε:

...[και η Tingley] μου είπε πολλά για το μέλλον – ειδικότερα για την ίδρυση μιας μεγάλη σχολής του αποκρυφισμού στη Δύση - για την αναβίωση των αρχαίων μυστηρίων - η οποία στη συνέχεια ενσωματώθηκε από τον W.QJudge στην Εγκύκλιο της Ε.Α.Σ.Θ. της 3ης Νοεμβρίου, 1894.(21)

Αν και ο Wright δεν δηλώνει ότι αυτή υπαγόρευσε την εγκύκλιο της Ε.Α.Σ.Θ. του Νοέμβριου, όπως αναφέρει η μαρτυρία της Cleather πολλά χρόνια αργότερα, αφήνει να εννοηθεί ότι παρείχε αρκετή πηγή έμπνευσης για το περιεχόμενό της.

Επιπλέον, ο Γερμανός Θεόσοφος Franz Hartman, ο οποίος έζησε κάποια χρόνια στην Αμερική, πίστευε ότι η Tingley έλαβε τα μηνύματα των Μαχάτμας για τον Judge (22). Αυτό το δηλώνει ο ίδιος ο Judge στις επιστολές και στις ημερολογιακές καταχωρήσεις του που σημειώθηκαν από έναν άλλο στενό του συνεργάτη, τον Ernest THargrove, στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Hargrove επισήμανε στην ίδια εγκύκλιο της Ε.Α.Σ.Θ. που περιέχει τις δηλώσεις του Wright ότι ο Judge έγραψε τα μηνύματα των Μαχάτμας που λαμβάνονταν μέσω της Tingley με τον ίδιο τρόπο που αυτός έχει γράψει τα δικά του, από τον Δάσκαλο(23). Αλλά εξέχοντα μέλη του συμβουλίου της Ε.Α.Σ.Θ. επαλήθευσαν τις δηλώσεις του Hargrove σε αυτή την εγκύκλιο. Ενώ ο Judge ήταν για μια περιοδεία διαλέξεων τον Ιανουάριο του 1895, έγραψε μια επιστολή προς την Tingley υποδεικνύοντάς της να καταγράψεις εν συντομία αυτά που λαμβάνεις και να μην τα χάσεις όλα.(24) Ο Judge αναφερόταν στα μηνύματα που εκείνη λάμβανε από τον Μαχάτμα.

Η έμπνευση για τον διαχωρισμό του Αμερικανικού τμήματος από τη διοίκηση του Αντυάρ μπορεί, κάλλιστα, να είχε επηρεαστεί έντονα από την Tingley. Ενας άλλος στενός συνεργάτης του Judge, ήταν ο E.ANeresheimer, ταμίας της Στοάς της Νέας Υόρκης του Judge. Στις 5 Μαρτίου 1895, λιγότερο από δύο μήνες πριν τη συνεδρίαση των αμερικανών εκπροσώπων στο συνέδριο, ο Neresheimer έλαβε Μαχατμικό μήνυμα το οποίο είπε ότι ήρθε μέσω της Tingley αναφερόμενο στον τρόπο με τον οποίο το τμήμα θα πρέπει να επιλύσει τη διαμάχη του με την Besant και τον Olcott:

Αυτό το θέμα θα πρέπει να υιοθετηθεί κατά το Συνέδριο, δεν μπορεί να αποφευχθεί. Εάν χαθεί οποιοσδήποτε χρόνος θα χαθούν πολλά. Μια διάσπαση θα πρέπει να δηλωθεί με τέτοιο τρόπο που θα αφήνει την πόρτα ανοιχτή στους άλλους, όταν θα επιθυμήσουν να αποκαταστήσουν την αρμονία. Η Αμερική πρέπει να επιμείνει ότι δεν θα μπορεί πλέον να υποταχθεί σε τέτοιου είδους προστριβή, μισαλλοδοξία και αντιθεοσοφική εργασία. (25)

Με βάση αυτό το διαθέσιμο απόσπασμα, είναι αβέβαιο αν αυτό το μήνυμα επιβεβαίωνε μια πορεία δράσης η οποία είχε ήδη μελετηθεί, ή έδινε μια νέα εντολή για τον Neresheimer. Περίπου ένα μήνα πριν από τη λήψη της εν λόγω επιστολής από τον Neresheimer, η Tingley έγραψε ένα άλλο Μαχατμικό μήνυμα για τον George Wright στο Σικάγο, σύμφωνο με το ίδιο θέμα που είχε εκφραστεί στην επιστολή του Neresheimer. Ο Μαχάτμα απαντούσε στις αμφιβολίες του Wright για τους Μαχάτμας και την τρέχουσα αναταραχή στην Εταιρεία:

«Αυτό που κάνουμε θα πρέπει να το γνωρίζετε από διαίσθηση και μόνο, καθώς τα φαινόμενα δεν μπορούν να το αποδείξουν. Όμως, τώρα έχει επέλθει μία κρίση που έχει προβλεφθεί από εμάς, τη σημασία της οποίας δεν γνωρίζετε…. Η Θ.Ε. είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε δεν υπάρχει ελπίδα, εξαιρουμένης της Αμερικής. Εχει τελικά απογίνει ένας κίνδυνος που απειλεί το πραγματικό Θεοσοφικό Κίνημα, αντί για βοήθεια προς τον σκοπό. Το καθήκον της Αμερικανικής ομάδας είναι να αποκοπεί από τα πάσχοντα τμήματα έτσι ώστε να μπορεί εκείνο να ζήσει.»(26)

Η Tingley επαλήθευσε την λήψη αυτού του τελευταίου μηνύματος σε μια εγκύκλιο της Ε.Α.Σ.Θ. που έγραψε το Σεπτέμβριο του 1896.27 Αρκετοί άλλοι επιφανείς Θεόσοφοι, εκτός του Neresheimer, όπως οι Joseph H. Fussell και D.N. Dunlap, επίσης κατέθεσαν ότι η Tingley έπαιξε ρόλο στην απόφαση να διασπαστεί το αμερικανικό τμήμα από το Αντυάρ (28). 

3. Αυτονομία ή απόσχιση του Αμερικανικού τμήματος; 

Οταν το Αμερικανικό τμήμα αποχωρίστηκε από τη διοίκηση του Αντυάρ στο Αμερικανικό Συνέδριο, τον Απρίλιο του 1895, Ο Olcott σύντομα κατονόμασε την πράξη ως απόσχιση από την Εταιρεία. Ομως, άλλα μέλη διαφώνησαν με τον πρόεδρο. Αυτό έγινε εμφανές σε δήλωση που δημοσιεύθηκε στην έκδοση του Αυγούστου του 1895 του περιοδικού The Theosophist

«Η δράση του Αμερικανικού τμήματος... έχει γίνει κατανοητή τόσο από τον Πρόεδρο-Ιδρυτή, τον Γεν. Γραμ. του Ευρωπαϊκού τμήματος (G.R.S. Mead), όσο και από την κ. Besant και άλλους, ως απόσχιση από τη Θ.Ε. Αλλα μέλη της Εταιρείας δεν έχουν την ίδια άποψη...» (29)  

Αντί αυτού, τα μέλη που υποστήριζαν τον Judge είδαν τον διαχωρισμό ως μία νόμιμη πράξη τους που δήλωνε αυτονομία από τη διοίκηση του Αντυάρ. Τα μέλη από την Αμερική, τα οποία ακολούθησαν τον Judge ξανάγραψαν το καταστατικό τους για να γίνουν η νέα Θεοσοφική Εταιρεία στην Αμερική (30).  Ο Judge ισχυρίστηκε ότι ο διαχωρισμός δήλωνε πραγματικά την αυτονομία του τμήματος για δύο λόγους: 1) τη διάκρισή του μεταξύ της «Θεοσοφικής Εταιρείας» και του «Θεοσοφικού Κινήματος», και 2) η «μητρική» Θεοσοφική Εταιρεία παρέμεινε στη Νέα Υόρκη αντί να ακολουθήσει τον πρόεδρο και την Blavatsky όταν μετακόμισαν στην Ινδία τη δεκαετία του 1880. 

Ο Judge πίστευε ότι το Θεοσοφικό Κίνημα ήταν μια πνευματική ώθηση που υποστήριζε μια σειρά από δυνατές προσπάθειες, όπως η παρούσα Θεοσοφική Εταιρεία. Ο Judge χαρακτήρισε το κίνημα ως «ηθικό, πνευματικό, συμπαντικό, αόρατη λύτρωση στην ουσία, και συνεχές», και εξομοίωσε την Εταιρεία με μια «μηχανή για συγκέντρωση ενέργειας ώστε να θέσει [το κίνημα] σε χρήση».(31) Επομένως, ο Judge πίστευε ότι η μηχανή θα μπορούσε να ανακατασκευαστεί για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των μελών της. Μια άλλη ομάδα, η οποία όπως πίστευε ο Judge αποτελούσε μέρος του Θεοσοφικού Κινήματος, ήταν ο Ελευθεροτεκτονισμός, και έλπιζε ότι τα Θεοσοφικά τμήματα θα υιοθετούσαν το Τεκτονικό οργανωτικό πρότυπο αφότου διαχωρίστηκε από το Αντυάρ. Οι Ελευθεροτέκτονες διατηρούσαν ανεξάρτητες Στοές σε κάθε χώρα, αλλά η καθεμιά εργαζόταν για τον ίδιο σκοπό ανεξάρτητα. Αυτή του η επιθυμία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. 

Επίσης υπήρξε και μία πιο συγκεκριμένη και νομική διαφωνία σχετικά με το διαχωρισμό του Αμερικανικού τμήματος. Ο Judge πίστευε ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των κανονισμών της Εταιρείας και ο σχηματισμός πρόσθετων τμημάτων της Εταιρείας αφότου ο Olcott και η Blavatsky έφτασαν στην Ινδία το 1879, ήταν μια δεδομένη κατάσταση και δεν ήταν νόμιμη σύμφωνα με το αρχικό καταστατικό της Εταιρείας που ενυπήρχε στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο Judge ζήτησε από αρκετά εξέχοντα μέλη να γράψουν μια ιστορική αναδρομή που διαβάστηκε στους Αμερικανούς εκπροσώπους του συνεδρίου, στην οποία παρουσιάστηκε αυτό που θεωρήθηκε ως η πραγματική ανάπτυξη των διαφόρων τμημάτων του κινήματος. Αυτό που τα μέλη άκουσαν ήταν μια παραλλαγή της ιστορίας της Εταιρείας, από αυτήν του Olcott που είχε δημοσιευθεί από το 1892 σε σειρές, στο περιοδικό The Theosophist  γνωστές ως Old Diary leaves.

Η ιστορική αφήγηση του Αμερικανικού τμήματος ξεκίνησε με την Blavatsky και τον Olcott να αναχωρούν προς την Ινδία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1878. Οι δύο τους είχαν διοριστεί πριν από την αναχώρηση ως «επιτροπή της Θ.Ε.». Ο Olcott και η Blavatsky παρέμειναν ως επιτροπή στην Ινδία μέχρι τον Οκτώβριο του 1879, όταν ένα νέο σώμα δημιουργήθηκε στην ενδοχώρα το οποίο αυτοαποκαλούνταν το Γενικό Συμβούλιο της Θεοσοφικής Εταιρείας. Αυτό το νέο Συμβούλιο υιοθέτησε αναθεωρημένους κανόνες της Θεοσοφικής Εταιρείας. Το κεντρικό επιχείρημα αυτής της αφήγησης περιστρέφονταν γύρω από τον ισχυρισμό τους ότι το καταστατικό και οι κανονισμοί δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να ενυπάρχουν στην πόλη της Νέας Υόρκης. Όποιες αλλαγές προτάθηκαν για τους κανονισμούς ή τους διορισμούς των συμβουλίων έπρεπε να γίνουν στα κεντρικά γραφεία, όπου το καταστατικό και οι κανονισμοί ενυπήρχαν, τα οποία ήταν στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με αυτή την απόδοση, δεν υπήρξε καμία εξουσία που να παραχωρήθηκε στον Olcott και την Blavatsky ως διορισμένη επιτροπή για να δημιουργήσει ένα Γενικό Συμβούλιο, πόσο μάλλον να υιοθετήσει αναθεωρημένους κανόνες, ακόμα και αν τα στοιχεία αυτά παρέμειναν σε ύπαρξη μέχρι την παρούσα ημέρα.

Σαν συνέπεια των αποδόσεων, του Αμερικανικού τμήματος, αυτών των πρώτων γεγονότων, η καθιέρωση της έδρας της Εταιρείας στην Ινδία ήταν κυριολεκτικά η δημιουργία μιας ξεχωριστής Εταιρείας που χρησιμοποιούσε το ίδιο όνομα. Η συλλογιστική αυτή ήταν δικαιολογημένη διότι η ιστορική αφήγηση φρόντισε να τονίσει πως η δημιουργία αυτόνομων παραρτημάτων ήταν ήδη ένα φυσικό χαρακτηριστικό μέσα στο κίνημα, όπως ήταν η Στοά του Λονδίνου και η Εκλεκτική Θεοσοφική Εταιρεία στη Σίμλα. Η ιστορική αφήγηση του Αμερικανικού τμήματος ήθελε να δείξει ότι όλες οι αλλαγές και παραλλαγές των διαφόρων Θεοσοφικών ομάδων σε όλο τον κόσμο βρίσκονταν σε αναβρασμό υπό μια δεδομένη αυθόρμητη ανάπτυξη. 

Επειδή δεν υπήρξε εκλογή, διορισμός, ή τροποποιήσεις που έγιναν στους αρχικούς κανονισμούς, ο Judge και άλλοι διακεκριμένοι αμερικανοί αρχηγοί θεώρησαν την Νέα Υόρκη ως την αληθινή έδρα της Εταιρείας που θα μπορούσε να δημιουργήσει περαιτέρω ανάπτυξη στην αρχική οργάνωση, παγκοσμίως. Στην αφήγηση επίσης σημειωνόταν ότι δεν υπήρχαν κανονισμοί από άλλες Θεοσοφικές ομάδες που υποβλήθηκαν στα γραφεία της Εταιρείας στη Νέα Υόρκη από ένα Γενικό Συμβούλιο. Ως εκ τούτου, Η Θεοσοφική Εταιρεία που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη δεν είχε υπάρξει ποτέ έξω από τον τομέα των παραρτημάτων στην Αμερική, στους οποίους χορηγούσε καταστατικά. Ως συνέπεια αυτών των επιχειρημάτων, η κεντρική έδρα της Νέας Υόρκης, δεν είχε ποτέ μια επίσημη σχέση με το Αντυάρ και οι Αμερικανοί είχαν την εξουσία να κηρύξουν την αυτονομία τους ως οργανισμός. 

Ο πρόεδρος Olcott θα κατέρριπτε αυτό το επιχείρημα μεταγράφοντας στα περιοδικά The Theosophist και Lucifer δύο έγγραφα από το πρώτο βιβλίο πρακτικών του Συμβουλίου της Εταιρείας που διατηρούνταν στην Ινδία. Ο Olcott προσπάθησε να αποδείξει ότι η έδρα για την ≪μητρική Εταιρεία≫ συνταγματικά ενυπήρχε στο Αντυάρ. Η έδρα είχε μεταφερθεί από τη πόλη της Νέας Υόρκης στην Ινδία, διότι η τροποποίηση που εξουσιοδοτούσε αυτή τη πράξη γράφτηκε στις 16 Ιουλίου 1877. Ο Judge, ενεργώντας ως προσωρινός Γραμματέας Καταγραφής, συνυπέγραφε το έγγραφο μαζί με τον ίδιο τον πρόεδρο. Ο Olcott υπογράμμισε το βασικό τμήμα του συγκεκριμένου εγγράφου ώστε να αποδείξει τον ισχυρισμό του:

...αποφασίστηκε ότι ο Πρόεδρος μπορεί να μεταφέρει την έδρα της Εταιρείας σε οποιαδήποτε ξένη χώρα, όπου μπορεί αυτός να εγκατασταθεί προσωρινά, και μπορεί να ορίσει οποιαδήποτε έγκυρα μέλη για να καλύψουν προσωρινά οποιαδήποτε από τα εκτελεστικά γραφεία, όπως ο ίδιος μπορεί να κρίνει απαραίτητο για την διεξαγωγή των εργασιών.≫(32)

Αυτό το έγγραφο όχι μόνο επέτρεπε στον Olcott να μεταφέρει την έδρα της Εταιρείας σε άλλη χώρα, αλλά του έδινε επίσης την εξουσία να δημιουργήσει τμήματα της Εταιρείας σε όλο τον κόσμο, ενεργώντας με επίσημη ιδιότητα, όπου και αν διέμενε. Η τροπολογία του 1877, δήλωνε τότε ότι οποιοσδήποτε κανονισμός ≪ σε σύγκρουση με τις διατάξεις των παρόντων ψηφισμάτων, με ομοφωνία όλων των παρόντων σε αυτή τη συνάντηση (1877), αναστέλλεται ≫.(33) Η αναστολή ή κατάργηση των Καταστατικών που δεν συνάδουν με τα ψηφίσματα που υπήρξαν νωρίτερα σημειώθηκαν επίσης σε ένα δεύτερο έγγραφο που εκδόθηκε ως τροποποίηση το επόμενο έτος, το οποίο επίσης ο Olcott μετέγραψε για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Αμερικανικού τμήματος. Ο Judge είχε επίσης καταγράψει αυτό το δεύτερο έγγραφο κατά τη διάρκεια συνάντησης τον Αύγουστο του 1878, αλλά σε αυτή τη περίπτωση ο Α. Gustam, τότε ενεργούσε ως γραμματέας, ο οποίος μαζί με τον πρόεδρο, υπέγραψε το έγγραφο. Το αποτέλεσμα αυτής της επόμενης συνεδρίασης επέτρεπε στον πρόεδρο να συνεχίσει την εισδοχή νέων μελών στην Εταιρεία, ακόμη και αν η έδρα είχε μεταφερθεί σε μια ξένη χώρα. Του είχε επίσης επιτραπεί να συνεχίσει να θέτει οποιουσδήποτε ≪κανόνες και κανονισμούς και να πράξει οτιδήποτε ο ίδιος κρίνει απαραίτητο για την ευημερία της Εταιρείας ≫(34).

Συνοψίζοντας τις αντικρούσεις του προς το Αμερικανικό τμήμα, η ικανότητα του Olcott να μεταφέρει την έδρα σε άλλη χώρα, να δημιουργήσει νέα τμήματα και να επιτρέψει την είσοδο νέων μελών στην Εταιρεία, να συμπληρώσει οποιεσδήποτε διευθυντικές θέσεις σε κάθε τμήμα, όπως απαιτείται, να καταργήσει καταστατικά που είχαν γίνει παλαιότερα από τα πρακτικά του 1878, και να θέσει νέους κανόνες και κανονισμούς προς το συμφέρον της Εταιρείας, όλα πραγματοποιήθηκαν, σημείωσε, χωρίς να χρειάζεται προσφυγή σε οποιοδήποτε συμβούλιο ή Εταιρεία εκείνη το χρονικό διάστημα. Ο Olcott ανέφερε επιδεικτικά, ≪ Ό Πρόεδρος δεν είχε καμία υποχρέωση να αναφέρει τις δράσεις του, ή τα αποτελέσματά τους στο Συμβούλιο ή στην Εταιρεία της Νέας Υόρκης», με βάση κάθε μία από αυτές τις δύο τροπολογίες (35). Αυτό έμελλε να είναι χτύπημα στη καρδιά του επιχειρήματος του Αμερικανικού τμήματος της αιτιολογώντας τον ισχυρισμό τους ότι η κοινωνία ήταν μια δεδομένη οργάνωση.

Στην ιστορική αναδρομή του Αμερικανικού τμήματος δεν έγινε ποτέ αναφορά σε αυτές τις δύο τροπολογίες. Ο Judge απάντησε στην αναφορά του Olcott για την πρόωρη προσφυγή της Εταιρείας και αυτά τα πρώτα έγγραφα, τουλάχιστον στα μέλη του στην  Αμερική, μέσα από τις σελίδες του Θεοσοφικού Φόρουμ. Κυκλοφόρησε μια σύντομη και λιτή λίστα των αποποιήσεων καταγγέλλοντας τη νομιμότητα των τροποποιήσεων. Ο τόνος του Judge αντανακλούσε την νομική του άποψη ότι ο Olcott εξακολουθούσε να παραμένει στην Ινδία, ως μέλος της επιτροπής για την Εταιρεία. Εάν αυτά τα πρώτα έγγραφα επέτρεπαν στον Olcott να κάνει ότι ≪θέλει, ενώ βρίσκεται μακριά≫, δεν του επέτρεπαν να μεταφέρει τα κεντρικά γραφεία της Εταιρείας έξω από τη Νέα Υόρκη για τους ακόλουθους λόγους:  

Πρώτον, τα έγγραφα είναι παράνομα, απλά ορνιθοσκαλίσματα του ίδιου και του κ. Judge από εκείνο τον παλιό καιρό. 

Δεύτερον, δεν υπήρξε ποτέ απαρτία (στις συνεδριάσεις για να συνταχθούν οι τροποποιήσεις).

Τρίτον, δεν βρίσκονται σε κανένα βιβλίο, όπως λέει, γιατί το αυθεντικό βιβλίο πρακτικών της Θ.Ε. είναι στη Νέα Υόρκη, από την οποία δεν έφυγε ποτέ. Ό Συνταγματάρχης Olcott έγραψε στον κ. Judge όχι πολύ καιρό πριν, ζητώντας του να στείλει αυτό το βιβλίο πρακτικών…≫(36)

Τέλος, ο Judge αποφάνθηκε ότι οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύνθεση αυτών των πρώιμων τροποποιήσεων δεν ήταν σε συμφωνία με τη νομολογία της Εταιρείας, ακυρώνοντας έτσι τη νομιμότητα των αμυντικών ισχυρισμών του Olcott. Ενώ και τα δύο αυτά έγγραφα δηλώνουν, Παρόντες, ο Πρόεδρος και απαρτία, ο Judge ισχυρίστηκε ότι ο πρόεδρος ποτέ δεν είχε ζητήσει την ύπαρξη απαρτίας, προκειμένου να εκτελέσει μια νόμιμη κίνηση και στη συνέχεια να ψηφίσουν για κάθε τροποποίηση που προτείνεται.

Δεδομένης της νεαρής φύσης της Εταιρείας κατά εκείνη τη περίοδο που συντάχθηκαν αυτά τα έγγραφα, ο Judge, επίσης, παραδέχτηκε ότι κανείς δεν φρόντισε να ζητήσει την απαρτία, δεδομένου ότι το κίνημα ήταν τόσο μικρό, και θεωρήθηκε ότι ήταν στα χέρια της Blavatsky και της εμπνευσμένης καθοδήγησης των διδασκάλων της. Αυτή η στάση είτε δικαιολογούσε, ή απλώς οδηγούσε, σε αυτό που ο Judge τότε αντιλαμβάνονταν ως φιλελεύθερη προσέγγιση των παλαιών αξιωματούχων στις συνταγματικές διαδικασίες της εταιρείας, η οποία επέτρεπε τις τρέχουσες αλλαγές που πρέπει να γίνουν από το Αμερικανικό τμήμα. Ο εκδότης του περιοδικού The English TheosophistW.ABulmer, επέκρινε το Φόρουμ, και τον Judge έμμεσα, για τη δήλωσή του σχετικά με το βιβλίο πρακτικών από το οποίο ελήφθησαν τα δύο έγγραφα. Υπενθύμισε στο Φόρουμ πως ο Olcott είπε ότι τα έγγραφα που ανατύπωσε προήλθαν από τα πρακτικά των εργασιών του Συμβουλίου της Θ.Ε. που διατηρούνται χωριστά στο δικό τους βιβλίο πρακτικών, και όχι από το βιβλίο πρακτικών που υπάρχει στη Νέα Υόρκη (37). 

 Judge δε σχολίασε τη συνεχιζόμενη εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα και το καταστατικό αυτό πριν από την κρίση, η οποία δημιουργούσε προηγούμενο που έδειχνε την προσήλωση του τμήματός του να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου όπως αντικατοπτρίζονται σε αυτά τα δύο αρχικά έγγραφα. Μια σειρά ερωτημάτων μπορούν να προκύψουν σχετικά με τη λογική των ισχυρισμών του Αμερικανικού Τμήματος εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης μεταξύ των ηγετών της εταιρείας. Για παράδειγμα, γιατί ο Judge δεν ισχυρίστηκε νωρίτερα την ακυρότητα των τροποποιήσεων του Olcott το 1877 και 1878, που επέτρεπαν στον Πρόεδρο να εκπληρώσει τα καθήκοντά του στην Ινδία, όταν οι σχέσεις μεταξύ τους θα ήταν λιγότερο αμφισβητήσιμες; Με άλλα λόγια, ο Judge θα είχε εξετάσει ποτέ την ανάγκη να προτείνει την ακυρότητα των πρόωρων αποφάσεων αυτών αν αυτή τη κρίση δεν είχε συμβεί μέσα στην εταιρεία;  

Τελευταίες παρατηρήσεις  

Η συζήτηση αυτή δεν αξιώνει να γίνει ένα τελικό ψήφισμα ή να προτείνει την τελευταία λέξη σε κάθε ένα από αυτά τα τρία θέματα που παρουσιάζονται. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι τομείς που αξίζουν επίσης την προσοχή μας σε αυτό το επίμαχο επεισόδιο της ιστορίας της Εταιρείας που περιλαμβάνουν: τη σχέση του G.NChakravarti με την Besant, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της σχέσης του Judge με τον Chakravarti. Το σκεπτικό του Judge ότι η Θεοσοφική Εταιρεία υπήρχε για να εκφράσει έναν ανανεωμένο Δυτικό Αποκρυφισμό. Οι απόψεις της Besant σχετικά με την εξελισσόμενη κατάσταση της Εταιρείας με βάση τις εμπειρίες της στην Ινδία και αργότερα με τη στοά του Sinnett του Λονδίνου. Ο ρόλος των Μαχατμικών μηνυμάτων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των ηγετών σχετικά με την πολιτική της Εταιρείας, ή, πώς τα μέλη ερμήνευαν τα καταστατικά της Εταιρείας προκειμένου να υπερασπιστούν τις αντίστοιχες αποφάσεις τους σχετικά με τη διαχείριση της Εταιρείας.

Η Υπόθεση Judge προσφέρει πρόσφορο έδαφος για τους ιστορικούς να εμβαθύνουν, και σίγουρα η εργασία μου δεν υποτίθεται ότι πρέπει να είναι η τελευταία λέξη πάνω στο θέμα αυτό. Όσο πιο πολύ ερευνούσα αυτή την περίοδο, τόσο περισσότερο αποφάσιζα ότι ένας από τους βασικούς λόγους μου για να γράψω για την περίοδο αυτή ήταν να απεμπλέξω αυτή τη μελέτη από τις υφιστάμενες απολογίες, δικαιολογίες, ή λογικές θεόσοφων ιστορικών και ηγετών, σχετικά με τις ενέργειες των προκατόχων τους, και αντί αυτού να ενθαρρύνω, ελπίζω, πιο κριτικές συζητήσεις για τα πολλά θέματα και ανησυχίες που εγείρονται από τα γεγονότα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που είχε μια τέτοια βαθιά επίδραση σε αυτό το κίνημα. 

c2012 Brett Forray, Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

 


 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Σημείωση 1: Βρήκα τον εαυτό μου αρκετές φορές να κάνει λάθος και τώρα τιμωρούμαι γι’ αυτό με καθημερινή και ωριαία σταύρωση. Πάρτε πέτρες, Θεόσοφοι, σηκώστε τις αδελφοί και ευγενικές αδελφές, και λιθοβολήστε με μέχρι θανάτου με αυτές, επειδή προσπάθησα να σας κάνω ευτυχισμένους με μια λέξη από τους Διδασκάλους!

1. To explore the Theosophical Mahatmas, testimonials about their existence,

and their correspondence with Theosophists, I suggest beginning with Geoffrey A. Barborka, The Mahatmas and Their Letters, Madras, India: The Theosophical Publishing House, 1973.

2. Kuhn, Alvin Boyd. Theosophy. A Modern Revival of Ancient Wisdom. Studies in Religion and Culture, American Religion Series II, New York City: Henry Holt and Company, 1939, 316.

3. Theosophy in Australia, Dec. 1985: 77, quoted in Price Leslie, “Introduction,” Madame Blavatsky Unveiled?, London: Theosophical History Centre, 1986, [2].

4. This collection is now on loan to Alexandria West in Turlock, CA.

5. Ernest E. Pelletier, The Judge Case: A Conspiracy Which Ruined the Theosophical Cause, Edmonton Theosophical Society: Edmonton, Canada, 2004.

6. Ernest E. Pelletier, The Judge Case: A Conspiracy Which Ruined the Theosophical Cause, Edmonton Theosophical Society: Edmonton, Canada, 2004, xiv.

7. Forray, Brett, “Book Reviews,” Theosophical History 11, no. 2 (April 2005):

15.

8. Tillett, Gregory, “There is No Religion Higher Than… Approaching Theosophical History,” Theosophical History 3, no. 2 (April 1989).

9. Tillett, Gregory, “There is No Religion Higher Than… Approaching Theosophical History,” Theosophical History 3, no. 2 (April 1989): 42 - 44.

10. Wouter J. Hanegraaff, New Age Religion and Western Culture. Esotericism in the Mirror of Secular Thought, State University of New York Press: Albany, New York, 1998, 6 - 7.

11. Hanegraaff also provides references to other resources to further explore

the notions of emic and etic in his work sited above.

12. The Neutrality of the Theosophical Society. An Enquiry into Certain Charges Against the Vice-President, Held in London, July, 1894. With an Appendix. London: The General Council of the Theosophical Society, July, 1894, 12 – 13. Hereafter as Neutrality. See also, “The Neutrality of the Theosophical Society. Mirror of the Movement.,” The Path 9, no. 5 (August 1894): 165, “The Neutrality of the T.S.,” Lucifer 14, no. 84 (August 15, 1894): 459 - 460, “Supplement to the Theosophist. Executive Notice.,” The Theosophist 15, no. 12 (September 1894): xlix.

13. Neutrality, 14. See also, “The Neutrality of the Theosophical Society. Mirror of the Movement.,” The Path 9, no. 5 (August 1894): 165, “The Neutrality of the T.S.,” Lucifer 14, no. 84 (August 15, 1894): 460 - 461, “Supplement to the Theosophist. Executive Notice.,” The Theosophist 15, no. 12 (September 1894):l.

14. Blavatsky Collected Writings, 120-121. Hereafter as BCW. From Blavatsky,

H.P., “Precipitation.,” The Theosophist 5, no. 3-4 (December-January), 1883-1884: 64.

15. BCW: 10, 129-130, from “Lodges of Magic,” Lucifer 3, no. 14 (October,

1888): 92-93.

16. BCW: 8, 398, from “Helena Petrovna Blavatsky,” The Theosophical Forum

(New York) 5, no. 12 (April 1900); 6, nos. 1, 2, 3 (May, June July 1900).

17. A.T. Barker, The Mahatma Letters to A.P. Sinnett from the Mahatmas M.

& K.H. Pasadena, California: Theosophical University Press (1975), 456 [Letter

139 dated January 6, 1886].

18. “H.P.B.’s Statement Regarding the Letters of the Masters,” The Theosophist 52, no. 11 (August 1931): 620.

19. Tingley, Katherine. The Gods Await. Point Loma, California: Aryan Theosophical Press, 1926, 78-79.

20. Alice Leighton Cleather, H.P.B. As I Knew Her. Calcutta, India: Thacker,

Spink & Co, 1923, 30.

21. E.T. Hargrove, James M. Pryse, Joseph H. Fussell, H.T. Patterson, Claude

Falls Wright, Genevieve Ludlow Griscom, C.A. Griscom, Jr., E. Aug. Neresheimer, E.S.T., “To the Members of the E.S.T.,” 144 Madison Ave., New York City, April 3rd, 1896, 14 - 15.

22. Robert Hutwohl, trans., Truth and Fiction: The ”Theosophical Society” and the Miracle-Cabinet of Adyar [Franz Hartmann, M.D.]. Santa Fe, New Mexico: Spirit of the Sun Publications, 1997, 13.

23. E.T. Hargrove, et.al., E.S.T., “To the Members of the E.S.T.,” 144 Madison Ave, New York City, April 3rd, 1896: 6.

24. H.N. Stokes, ed., “A Letter from W.Q. Judge to Katherine Tingley,” The

O.E. Library Critic 22, no. 3 (October 1932): [4 - 5].

25. E.T. Hargrove, et.al., E.S.T., “To the Members of the E.S.T.,” 144 Madison Ave., April 3, 1896: 16.

26. “Theosophical Activities,” Lucifer 16, no. 94 (June 15, 1895): 345 and 268. This Mahatmic message was also reprinted in a slightly different format with the verbatim wording in Victor Endersby, “Items of Interest.,” Theosophical  Notes (October 1953): 7.

27. Katherine A. Tingley, “Messages,” E.S.T. (New York: np, September 25th,

1896), 4.

28. See, E.T. Hargrove, James M. Pryse, et.al., “To the Members of the E.S.T.,” E.S.T. 144 Madison Ave., New York City, April 3rd, 1896: 16, J.H. Fussell, “J.H. Fussell’s Statement.,” The Search Light. 1, no. 1 (April 1898): 6,

and D.N. Dunlop, “The English Theosophist. A Review,” The Search Light. 1,

no. 1 (April 1898): 24.

29. “Europe. Theosophy in all Lands.,” The Theosophist 16, no. 11 (August,

1895): 728.

30. This is not the same organization as the current Theosophical Society in

America headquartered in Wheaton, Il, USA.

31. [William Q. Judge], “The Theosophical Movement.,” The Path 10, no. 5

(August 1895): 137, included in Eklund, Dara, ed. Echoes of the Orient, Volume I, Point Loma Publications, Inc.: San Diego, Ca. 1975, 463.

32. “Executive Notice. September 7, 1895. Supplement to The Theosophist.,”

The Theosophist 17, no. 1 (October 1895): ii, “Theosophical Activities.,” Lucifer 17, no. 98 (October 15, 1895): 165, and the following month this document appeared in “Executive Notice, T.S..,” Mercury 2, no. 4 (November,

1895): 108. This document was later transcribed in General Report of the Twenty-First Anniversary of the Theosophical Society. At the Head-Quarters,

Adyar, Madras. December 27th, 28th, 29th, 30th, 1896. Madras: The Theosophical Society, 1897: 5 - 6.

33. “Executive Notice. September 7, 1895. Supplement to The Theosophist.,”

The Theosophist 17, no. 1 (October 1895): ii, “Theosophical Activities.,” Lucifer 17, no. 98 (October 15, 1895): 165, “Executive Notice, T.S..,” Mercury 2, no. 4 (November, 1895): 108, and General Report of the Twenty-First Anniversary of the Theosophical Society. At the Head-Quarters, Adyar, Madras. December 27th, 28th, 29th, 30th, 1896. Madras: The Theosophical Society, 1897: 6.

34. “Executive Notice. September 7, 1895. Supplement to The Theosophist.,”

The Theosophist 17, no. 1 (October 1895): ii, “Theosophical Activities.,” Lucifer

17, no. 98 (October 15, 1895): 166, “Executive Notice, T.S..,” Mercury 2,

no. 4 (November, 1895): 109, and General Report of the Twenty-First Anniversary of the Theosophical Society. At the Head-Quarters, Adyar, Madras. December 27th, 28th, 29th, 30th, 1896. Madras: The Theosophical Society, 1897: 6. These two documents are discussed with minor excerpts  (but without dates given to them) and stated as coming from the “original record-book of the T.S.” in The Prasnottara: Indian Section Gazette. 5, no. 54 (July 1895): 80.

35. “Executive Notice. September 7, 1895. Supplement to The Theosophist.,”

The Theosophist 17, no. 1 (October 1895): ii, “Theosophical Activities.,” Lucifer 17, no. 98 (October 15, 1895): 166, and “Executive Notice, T.S..,” Mercury 2, no. 4 (November, 1895): 109.

36. “Theosophical Records Again.,” The Theosophical Forum New Series No.

6 (October, 1895): 95, and reprinted in “The Minute Book Puzzle.,” The English Theosophist No. 4 (December 1895): 29.

37. “The Minute Book Puzzle.,” The English Theosophist No. 4 (December

1895): 29