100 Κεριά - 100 Ιστορίες - Hyakumonogatari Kaidan| Σοφία Αυγερινού

Σοφία Αυγερινού 


1 Οι kaidan  ήταν προφορικές αφηγήσεις τρομακτικών ιστοριών με φαντάσματα που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου Edo (1603-1868) στην Ιαπωνία. Η λέξη kaidan αποτελείται από δύο συνθετικά, το kai που σημαίνει παράξενος, μυστηριώδης, σπάνιος, ή μαγεμένο φάντασμα, και το dan που σημαίνει ομιλία, ή προφορική αφήγηση. Εκατό ιστορίες kaidan λέγονταν κατά τη διάρκεια μεσονύκτιων συγκεντρώσεων ως μέρος ενός παιχνιδιού συναναστροφής, γνωστού ως hyakumonogatari kaidan. Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών νυκτών, οι συμμετέχοντες τοποθετούσαν 100 φυτίλια σε μία γιαπωνέζικη λάμπα καλυμμένη από χαρτί, και κάθε φορά που μία ιστορία φαντασμάτων αφηγούνταν, ένα φυτίλι τραβιόταν έξω και η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινή. Τραβώντας και το τελευταίο φυτίλι πίστευαν ότι θα εμφανιζόταν μία υπερφυσική οντότητα. Αυτό το παιχνίδι μπορούσε να γίνει επίσης και με 100 κεριά. Καθώς η νύχτα προχωρούσε και οι συμμετέχοντες νύσταζαν όλο και περισσότερο, εισερχόμενοι σε μια ονειρώδη κατάσταση, η ατμόσφαιρα φορτιζόταν από τις ιστορίες φαντασμάτων. Υπάρχουν περιγραφές του 17ου και 18ου αι. για εμφανίσεις φαντασμάτων και άλλων υπερφυσικών μορφών ή για υλοποιήσεις χεριών κατά τη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού, το οποίο στην ουσία, παρά το ότι ακολουθεί παραδόσεις προφορικών αφηγήσεων, έχει μία παράξενη ομοιότητα με πνευματικές συγκεντρώσεις, με τη διαφορά ότι δεν χρησιμοποιούνταν διάμεσο. Η Σοφία Αυγερινού λοιπόν στο άρθρο της προσπαθεί να μας εισάγει στη συγκεκριμένη παράδοση που είναι στενά συσχετισμένη με θρησκευτικές και δεισιδαιμονικές πίστεις των Ιαπώνων. Το άρθρο της είναι επίσης διακοσμημένο με Περγαμηνές Φαντασμάτων.

Πρόκειται για εικονογραφήσεις φαντασμάτων οι οποίες έχουν κυρίως δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των περιόδων Edo (1603-1868) και μέσο-Meiji (1868-1912) της Ιαπωνίας. Κάθε Αύγουστο, την ημέρα της γιορτής Μπον στην Ιαπωνία, οι περγαμηνές εκτίθενται σε Βουδιστικό Ναό. Η ημέρα Μπον πιστεύεται ότι είναι μία μέρα κάθαρσης των πνευμάτων των νεκρών και επίσης, η πιο κατάλληλη ημέρα για την απόδοση τιμών στα πνεύματα των προγόνων. Σύμφωνα με την εφημερίδα Japan Times (Κυρ. Αύγ. 2007) ο αποθανών αρχιερέας του ναού Fukushima πίστευε ότι τα ζωγραφισμένα φαντάσματα στις περγαμηνές μετέφεραν τα πνεύματα πάνω τους. 

Έρικα Γεωργιάδη 


 

2Αν ψάξει κανείς στην Ιαπωνική λαογραφική παράδοση, σίγουρα θα βρει πολλούς μύθους για το Namazu (Ναμά-τζου), το θρυλικό γιγαντιαίο γατόψαρο το οποίο κρύβεται κάτω από τη γη ή στο βυθό της θάλασσας, και το οποίο έχει δεμένο με μαγικές δυνάμεις, ο Θεός του Κεραυνού, Kashima (Κασίμα). Πότε-πότε όμως εκείνος ξεχνιέται και έτσι το τέρας διαφεύγει από τα δεσμά του και σείει τη γη, προκαλώντας τους σεισμούς. Και ενώ, αν θέλει, μπορεί κανείς στον σημερινό «πολιτισμένο κόσμο» που ζούμε, να ρίξει τις ευθύνες για τους σεισμούς στο θρυλικό γατόψαρο, για τις τραγικές συνέπειές τους, η ευθύνη σκιάζει μόνο εμάς τους ανθρώπους, αφού εξαιτίας της αναλγησίας, της αδιαφορίας και της εγωιστικής μας συμπεριφοράς, έχουμε φθάσει τον κόσμο στο σημείο που βρίσκεται σήμερα.  

Η σκέψη της συγκεκριμένης εργασίας για την λαογραφική παράδοση σχετικά με τα φανταστικά πλάσματα της Ιαπωνίας, ήρθε στο μυαλό μου 3 ημέρες πριν τον καταστροφικό σεισμό της 11ης Μαρτίου στην Ιαπωνία, με τα γνωστά επακόλουθα της ραδιενεργής απειλής. Αρχικά, ενώ είχα σκεφτεί να αναβάλλω το θέμα και να ερευνήσω κάτι άλλο, ο νους μου πλημμύρισε από εικόνες βγαλμένες από τις λίγες παραδοσιακές ιστορίες που είχα διαβάσει και δεν μπορούσα, παρά να φανταστώ, πως θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα σε μια άλλη εποχή. Τότε που οι κερασιές ανθίζανε, εκτός από την προκαθορισμένη τους εποχή, πάντα την 16η του 1ου μήνα, τότε που οι άνθρωποι έβλεπαν μυθικές παραδεισένιες πολιτείες στον ορίζοντα και χθόνια παλάτια στην άβυσσο της θάλασσας. Όταν η επικοινωνία με ιδιόμορφα πλάσματα από άλλους κόσμους, μα και από τον δικό μας, ήταν πολύ συχνή, τόσο συχνή που όλοι είχαν να διηγηθούν μια ιστορία με φαντάσματα, στοιχειά και τέρατα, δράκους γοργόνες και νεράιδες, ή ιστορίες για πολλά άλλα μυστήρια φαινόμενα. Δεν μπορούσα λοιπόν, παρά να καβαλικέψω και εγώ ένα δράκο και να τον αφήσω να με ταξιδέψει στην Ιαπωνία των θρύλων και των παραδόσεων, ώστε να την γνωρίσω με κάποιον άλλο τρόπο, αφού δεν έχω ταξιδέψει ποτέ εκεί. 

Η Ιαπωνία, ή χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου, ή Nίππον, είναι τόσο μυστηριώδης όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Όσο λοιπόν και αν προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε με τις αισθήσεις μας -αποδίδοντάς της εικόνες, ήχους, γεύσεις και οτιδήποτε άλλο- και να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά της, δεν θα καταφέρουμε απολύτως τίποτα, γιατί υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να το πετύχουμε, και αυτός είναι οι λαογραφικές παραδόσεις και οι θρησκευτικές αντιλήψεις όπως αυτές εκφράζονται μέσα σε ιστορίες. Αφού λοιπόν οι ιστορίες είναι η πύλη που θα πρέπει να περάσουμε για να κατανοήσουμε σε βάθος τη φύση της Ιαπωνίας, ας ξεκινήσουμε...

Mukashimukashi, δηλαδή, πριν πολύ-πολύ καιρό, υπήρχε ένα παραδοσιακό παιχνίδι που ονομαζόταν hyakumonogatari kaidankai και αποτελούσε τη συγκέντρωση 100 παράξενων ιστοριών, γνωστό σήμερα και ως kaidan. Ειδικά την εποχή του καλοκαιριού, όταν με την έντονη ζέστη κάθε βαριά ημερήσια εργασία γινόταν ανυπόφορη, οι άνθρωποι λαχταρούσαν το ηλιοβασίλεμα. Αφού νύχτωνε για τα καλά και η θερμοκρασία έπεφτε αρκετά, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στα σπίτια των χωριών, στις διάφορες επαρχίες. Αφού έκλειναν περιμετρικά το σπίτι, χρησιμοποιώντας κινητά χάρτινα χωρίσματα, έσβηναν τις λάμπες και άναβαν 100 κεριά.

Είχε έρθει η ώρα του kaidan. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτό το τελετουργικό «παιχνίδι» αφορούσε κάποιο είδος επίκλησης, με τα κεριά να τοποθετούνται κυκλικά και τους συμμετέχοντες να κάθονται γύρω από αυτά. Κάθε ένας διηγούνταν μία ιστορία φαντασμάτων ή τρόμου και μόλις τελείωνε έσβηνε και ένα κερί.  Όσο οι διηγήσεις ιστοριών προχωρούσαν, τα κεριά ένα προς ένα έσβηναν και το δωμάτιο φορτιζόταν όλο και περισσότερο ενεργειακά, ενώ βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ στο σκοτάδι, μέχρι να σβήσει και το τελευταίο κερί. Με το σβήσιμο και του τελευταίου, μέσα από τον καπνό των κεριών που είχε διατηρηθεί στο σφραγισμένο δωμάτιο, θα εμφανιζόταν μία υπερφυσική οντότητα, την οποία συνήθως ζωγράφιζαν. 

Η συγκεκριμένη παράδοση έχει τις ρίζες της στους πολεμιστές σαμουράι και σκοπό της ήταν να αποδείξει την γενναιότητα ή την δειλία κάποιου πολεμιστή. Το παιχνίδι αυτό διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε ξεκινώντας από τις κλειστές συγκεντρώσεις των Σαμουράι, μεταδόθηκε στους απλούς χωρικούς και μεταγενέστερα στους κατοίκους των πόλεων, μέχρι που έγινε διάσημο σε ολόκληρη τη χώρα κάνοντας τους ανθρώπους να αναζητούν συνεχώς καινούριες ιστορίες. Φυσικά, όπου υπάρχει ζήτηση... υπάρχει και προσφορά. Έτσι, οι παραμυθάδες κάθε εποχής γυρνούσαν όλα τα χωριά αναζητώντας θρύλους ή δημιουργούσαν τη δική τους ιστορία, βγαλμένη από την φαντασία τους. Αξίζει όμως να αναφερθεί πως όταν οι άνθρωποι αφηγούνται προσωπικές τους εμπειρίες, οι αφηγήσεις αυτές, όντας αυθεντικές, συνιστούν θεωρήματα της φυσικής επιστήμης και οι μύθοι εκλαμβάνονται ως πραγματικά γεγονότα και εμπειρίες. Τα πλάσματα που πρωταγωνιστούν σε αυτές τις ιστορίες, αν σχετίζονται με φαντάσματα ανθρώπων που έχουν πεθάνει, ονομάζονται Yurei. Τα υπόλοιπα πλάσματα και φαινόμενα ονομάζονται Yokai. Οποιαδήποτε προσπάθεια ταξινόμησης όλων αυτών των πλασμάτων είναι πολύ δύσκολη για τους σύγχρονους λαογράφους και μελετητές, γιατί οι αρχικές πηγές έχουν περιοριστεί σημαντικά και έτσι δεν μπορεί εύκολα να ανατρέξει κανείς σε αυτές. 

3Τι είδους ιστορίες όμως θεωρούνται ως kaidan; Μια συνήθης παρατήρηση ανθρώπων που έχουν διαβάσει ιστορίες τέτοιου τύπου, είναι πως κάποιες από αυτές δεν είναι τρομακτικές. Ο λόγος είναι πως δεν προορίζονταν να είναι τέτοιες. Οι ιστορίες αυτές στην αρχή δεν ήταν απαραίτητα τρομακτικές, αλλά αφορούσαν απλά σε περίεργες συμπτώσεις, ή ήταν αστείες ιστορίες οι οποίες μπορούσαν να χαρακτηριστούν μυστήριες, αλλά κυρίως διδακτικές. Η συνήθεια, οι ιστορίες αυτές να αφορούν τρόμο και φαντάσματα είναι αρκετά σύγχρονη και εντάθηκε με την εμφάνιση αυτών των ιστοριών πρώτα στα θέατρα και ύστερα στον κινηματογράφο. Για παράδειγμα, οι γνωστές σε αρκετούς ταινίες «Η Κατάρα» (The Grudge) και «Σήμα Κινδύνου» (The Ring), ενώ είναι εμπνευσμένες από παραδοσιακές ιστορίες Kaidan, δεν θεωρούνται ως τέτοιες, σε αντίθεση με τις μικρές ιστορίες της Ιαπωνικής ταινίας του 1965, Kwaidan. Συνήθως επρόκειτο για σύντομες ιστορίες, απλοϊκά αφηγούμενες, χωρίς πολλά στολίδια, με ποικίλη θεματολογία, η οποία άλλοτε ήταν τρομακτική, άλλοτε αστεία και περίεργη. 

Αναμφίβολα όμως οι πιο διαδεδομένες ήταν αυτές που είχαν ως χαρακτήρες φαντάσματα, στοιχειά, τέρατα ή αφορούσαν σε περίεργα φαινόμενα. Το νόημα ουσιαστικά του παιχνιδιού ήταν η προφορική μετάδοση των ιστοριών και των διδαχών που αυτές εμπεριέχουν από γενιά σε γενιά. Υπάρχει μεγάλος πλούτος από συμβολισμούς και αρχετυπικά μοτίβα μέσα σε αυτές τις προφορικές παραδόσεις, τα οποία περνούν από γενιά σε γενιά σαν διδαχές και διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο της φυλής.  

Η θεματολογία των συγκεκριμένων ιστοριών ήταν πολυποίκιλη, αλλά τα θέματα των πιο διαδεδομένων είχαν σχέση με πνευματικούς νόμους όπως της μετενσάρκωσης και της δίκαιης ανταπόδοσης. Επίσης, συχνά θέματα ήταν, η αγνή αγάπη που ανταμείβεται σε αυτήν ή την επόμενη ζωή, σε αντίθεση με τη λαγνεία που πάντα τιμωρείται, και οι ηθικές αξίες όπως η ταπεινοφροσύνη, η πειθαρχία, η σπουδαιότητα του καθήκοντος, η αφοσίωση και η υπακοή. Ας μην ξεχνάμε, πως η παράδοση αυτή ξεκίνησε από την κάστα των πολεμιστών Σαμουράι, και έτσι, ένα θέμα που θα συναντήσουμε αρκετές φορές σε τέτοιες ιστορίες είναι ο κώδικας τιμής των Σαμουράι Bushinto που σημαίνει «ο δρόμος του πολεμιστή». 

Θα μπορούσε κανείς, με διάθεση ελαφρώς σκωπτική, να χαρακτηρίσει την Ιαπωνία στοιχειωμένη, κάτιπου είναι αρκετά κατανοητό, αν σκεφτούμε την ιστορία και τις θρησκευτικές της πίστεις. Η λαογραφική της παράδοση είναι απόλυτα ανιμιστική και τόσο δεμένη με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, κυρίως με τις πρακτικές του Σίντο και του Βουδισμού,  αλλά και μιας ανάμειξης αυτών, που είναι πολύ δύσκολο να τις διαχωρίσεις και δεν υπάρχει ουσία στην κατανόηση και τον αποσυμβολισμό των πρώτων, χωρίς τη μελέτη των δεύτερων.  

Για να μην παρασυρθούμε όμως σε θρησκευτικές αναλύσεις, μια και δεν είναι το θέμα μας, ας βουτήξουμε στα απύθμενα βάθη της παράδοσης και των συμβολισμών που κρύβονται στις ιστορίες: 

Untitled-1Όπως είπαμε και παραπάνω υπάρχουν δύο γενικές κατηγορίες υπερφυσικών πλασμάτων στην ιαπωνική λαογραφία, τα Yokai και τα Yurei. Στη μεγάλη γκάμα των Yokai (Γιοκάϊ), περιλαμβάνονται δαίμονες, στοιχειά ή τέρατα, από το τερατόμορφο Oni (Όνι) μέχρι και τη Yuki-Onna (Γιούκι-Όνα ή Χιόνα), την όμορφη γυναίκα που, ντυμένη στα λευκά, παραμονεύει τους περαστικούς στις χιονισμένες πεδιάδες και σκοτώνει όποιον βρεθεί μπροστά της, ειδικά αυτούς που θα τολμήσουν να αποκαλύψουν το μυστικό της. Κάποια από αυτά τα πλάσματα έχουν μισή ζωώδη και μισή ανθρώπινη μορφή, όπως οι Kappa (Κάππα), πλάσματα με το ύψος και τη μορφή ενός μικρού αγοριού, αλλά με δέρμα ερπετού που αλλάζει χρώματα. Οι Kappa είναι κάτοικοι του υγρού στοιχείου και χαρακτηριστικό τους είναι μια λακκούβα στο πάνω μέρος του κεφαλιού που συγκρατεί το νερό από το οποίο αντλούν τη δύναμή τους. Παρότι θεωρούνται επικίνδυνα πλάσματα, είναι ευγενικά, και σε περίπτωση που κάποιος τα συναντήσει, αν υποκλιθεί ευγενικά προς αυτά, ανταποδίδουν την υπόκλιση χύνοντας όμως το νερό και έτσι καθίστανται αδύναμα. Επίσης υπάρχουν τα Tengu (Τένγκου), τα αντίστοιχα στοιχειά των βουνών και των δασών, τα οποία άλλοτε εμφανίζονται ως άνθρωποι με έντονοκόκκινο δέρμα, διαπεραστικά φωτεινά μάτια και μακριά μύτη, και άλλοτε σαν πουλιά με τα ίδια χαρακτηριστικά. Συχνά τους αποδίδονται απαγωγές μικρών κοριτσιών καθώς και γυναικών. Στα Γιοκάϊ ακόμη περιλαμβάνονται τα Rokurokubi (Ροκουροκούμπι), διαβολικά όντα των οποίων το κεφάλι μπορεί να επιμηκυνθεί αρκετά μέτρα μακριά από το σώμα τους, και τα οποία παρασύρουν τους ανυποψίαστους διαβάτες μες τη νύχτα, δήθεν για φιλοξενία, με σκοπό όμως να τους κατακρεουργήσουν. Ο όρος Γιοκάϊ λοιπόν είναι πολύ γενικός και περιλαμβάνει πλάσματα λαογραφικών παραδόσεων και από άλλες χώρες, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που είναι δύσκολο να τα διαχωρίσεις, γιατί συχνά υπάρχει η εντύπωση πως προέρχονται από την Ιαπωνική προφορική παράδοση. Tα Obake (Ομπάκε ή και ομπακεμόνο) είναι επίσης μία από τις τάξεις των Γιοκάϊ. Κυριολεκτικά ο όρος σημαίνει «κάτι που αλλάζει», αναφερόμενος σε μια κατάσταση μεταμόρφωσης. Αναφέρονται κυρίως σε όντα που παίρνουν προσωρινά διαφορετική μορφή, σε σχέση με την φυσική τους μορφή η οποία μπορεί να είναι κάποιο ζώο, όπως η αλεπού kitsune (κιτσούνε), το ρακούν tanuki (τανούκι), ο ασβός mujina (μουτζίνα), ή η γάτα bakenekko (μπακενέκο ή νεκομάτα). Ακόμη μπορεί να είναι το στοιχείο ενός φυτού ή δέντρου kodama (κοντάμα), ή ένα εμψυχωμένο αντικείμενο, συνήθως του νοικοκυριού, όπως τα tsukumogami (τσουκουμογκάμι). Ένα Ομπάκε συνήθως παίρνει αν θρώπινη μορφή, ή μερικές φορές κάποια εντελώς αποκρουστική και τερατόμορφη. 

Η άλλη γενική κατηγορία, τα Yurei (Γιουρέι), είναι φαντάσματα. Η λέξη αποτελείται από δυο ιδεογράμματα, το Yu (Γιου) που σημαίνει αχνός και το rei (ρέϊ) που σημαίνει ψυχή ή πνεύμα. Σύμφωνα με τις παραδοσιακές Ιαπωνικές δοξασίες, όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα πνεύμα ή ψυχή το οποίο καλείται reikon (ρέϊκον). Όταν ένας άνθρωπος φύγει από τη ζωή, η ψυχή του αφήνει το σώμα και εισέρχεται σε ένα στάδιο κάθαρσης, στο οποίο μένει για ορισμένο διάστημα και από το οποίο, σε ιδανικές συνθήκες, εξέρχεται για να συναντήσει τους προγόνους του και να συνεχίσει την εξελικτική του διαδικασία. Αν αυτό γίνει σωστά τότε πιστεύεται πως αποτελεί ένα φύλακα των απογόνων της οικογενείας, και γι’ αυτόν το λόγο, τον Αύγουστο, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Bon (Μπον), αποδίδονται τιμές στους αποβιώσαντες προγόνους, διότι πιστεύεται πως εκείνη τη νύχτα επιστρέφουν για λίγο στον κόσμο των ζωντανών. Αν όμως ένας άνθρωπος φύγει από τη ζωή με ξαφνικό ή βίαιο τρόπο, όπως για παράδειγμα με φόνο ή με αυτοκτονία, και πριν φύγει διακατέχονταν από δυνατά συναισθήματα προσκόλλησης, όπως η επιθυμία για εκδίκηση, η ζήλια, το μίσος ή η θλίψη, τότε μεταμορφώνεται σε Γιουρέι και παραμένει προσκολλημένος στο φυσικό πεδίο, μέχρι να μπορέσει να περιέλθει σε ανάπαυση με τα κατάλληλα θρησκευτικά τυπικά, αφού έχει βρεθεί η αιτία της προσκόλλησης. Αν τα τυπικά δεν εκτελεστούν ή η πιθανή προσκόλληση δεν επιλυθεί, τότε θα στοιχειώνει μέχρι να εξαντληθεί η συναισθηματική δράση που τη δημιούργησε. Γενικά, όλα τα φαντάσματα στην Ιαπωνική παράδοση ονομάζονται Γιουρέϊ, όμως μεταξύ αυτών υπάρχουν διάφοροι τύποιπου κατατάσσονται βάσει του τρόπου με τον οποίο έφυγαν από τη ζωή και του λόγου για τον οποίο στοίχειωσαν. Το Onryo (Όνρυο) θεωρείται ένα εκδικητικό φάντασμαπου στοιχειώνει εξαιτίας κάποιας αδικίας που συνέβηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το Ubume (Ουμπούμε) είναι το φάντασμα της μητέρας που πέθανε στη γέννα αφήνοντας πίσω τα μικρά της και επιστρέφει με την πρόθεση να τα φροντίσει. Το Goryo (Γκόρυο), είναι πάλι εκδικητικό και είναι κάποιο πρόσωπο, συνήθως της αριστοκρατικής τάξης, το οποίο έχει μαρτυρήσει. Τα Funayurei (Φουναγιουρέι) είναι φαντάσματα ανθρώπων που έχουν πνιγεί στη θάλασσα. Φαντάσματα παιδιών, συχνά περισσότερο παιχνιδιάρικα και σκανταλιάρικα, παρά επικίνδυνα, είναι τα Zashiki-Warashi (Ζασίκι-Γουαράσι). Επίσης υπάρχουν τα φαντάσματα των πολεμιστών Σαμουράι και τέλος, τα φαντάσματα γυναικών ή ανδρών που επιζητούν ακόμη το γήινο έρωτα μεταξύ των ζωντανών. Επίσης υπάρχουν δύο τύποι φαντασμάτων που σχετίζονται με τις Βουδιστικές πεποιθήσεις, λόγω του ότι επρόκειτο για μοναχούς που ήταν άπληστοι. 

Πρόκειται για το Gaki (Γκάκι) και το Jikininki (Τζικινίνκι). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, πως δεν πιστεύεται ότι μόνο οι νεκροί είναι δυνατόν να στοιχειώσουν, αλλά ακόμη και οι ζωντανοί που έχουν καταληφθεί από μανιώδη συναισθήματα ζήλιας, οργής ή μίσους, εξαπολύοντας σκεπτομορφές που ονομάζονται ikiryo (Ικιριγιό), ικανές να παραμένουν ενεργές μέχρι να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή να επιλυθεί το συναίσθημα που τις δημιούργησε.  

Ας δούμε όμως μερικές χαρακτηριστικές ιστορίες kaidan, βγαλμένες από τη πλούσια Ιαπωνική λαογραφία, που δημιουργήθηκαν με σκοπό να τρομάξουν, να αιφνιδιάσουν, να ψυχαγωγήσουν, μα πάνω απ’ όλα, να διδάξουν: 

 

► Η Ιστορία της Οκίκου  

4Πριν πολύ καιρό ζούσε μια πολύ όμορφη υπηρέτρια που άκουγε στο όνομα Οκίκου. Εργαζόταν στην υπηρεσία του πολεμιστή Σαμουράι Αογιάμα Τέσσαν. Η Οκίκου συχνά ερχόταν στη δυσάρεστη θέση να αρνηθεί τις ερωτικές ορέξεις του Σαμουράι. Αυτός ενοχλημένος από την άρνησή της αποφάσισε να την ξεγελάσει, κατηγορώντας την πως είχε χάσει ένα από τα δέκα πολύτιμα κεραμικά επισμαλτωμένα πιάτα, που ανήκαν στην οικογένεια. Μια τέτοια προσβολή θεωρούνταν έγκλημα και συνήθως κατέληγε σε θανατική καταδίκη του ενόχου. Εκείνη πάνω στην αγωνία της μετρούσε και ξαναμετρούσε τα πιάτα αρκετές φορές όμως δεν κατάφερε να βρει το τελευταίο και πήγε στον Αογιάμα ξεσπώντας σε λυγμούς από την ενοχή που ένοιωθε. Ο Αογιάμα προσφέρθηκε να παραβλέψει το συμβάν αν εκείνη δεχόταν να γίνει ερωμένη του, αλλά εκείνη αρνήθηκε για ακόμη μια φορά. Εξοργισμένος ο Αογιάμα την έδεσε σε ένα σκοινί στο πηγάδι, και την βύθιζε, χτυπώντας την άγρια κάθε φορά που την ανέβαζε στην επιφάνεια, ζητώντας της να γίνει ερωμένη του. Η άμοιρη κοπέλα επέμεινε στην άρνησή της, ώσπου στο τέλος χτυπώντας την με το σπαθί του και προκαλώντας τον θάνατό της έστειλε το άψυχο κορμί της στον πάτο του πηγαδιού. Λέγεται πως η Οκίκου, στοίχειωσε τον δολοφόνο της και κάθε βράδυ τον επισκεπτόταν, μετρώντας τα πιάτα από το πρώτο ως το ένατο και κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο για να αναπαραστήσει το δέκατο που χάθηκε, κλαίγοντας γοερά γιατί ποτέ δεν το έβρισκε. Η κατάρα λένε πως λύθηκε, όταν ένας ιερέας φώναξε δυνατά «Δέκα» στο τέλος του μετρήματός της. Από τότε σταμάτησε να στοιχειώνει την οικογένεια.  

► Το Φουρισοντέ  

Πριν από τριακόσια χρόνια περίπου, η κόρη ενός πλούσιου εμπόρου, πήγε σε μια θρησκευτική γιορτή. Εκεί ανάμεσα στο πλήθος είδε ένα νεαρό Σαμουράι, εξαιρετικής ομορφιάς, ο οποίος όμως εξαφανίστηκε πριν προλάβει εκείνη να μάθει πληροφορίες για τη ταυτότητά του. Όμως η εικόνα του παρέμεινε ζωντανή στη μνήμη της, ακόμα και μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της φορεσιάς του. Η εορταστική ενδυμασία που φορούσαν τότε οι νεαροί Σαμουράι, ήταν εξίσου εντυπωσιακή με τα ρούχα των κοριτσιών. Έτσι λοιπόν η κοπέλα σκέφτηκε πως αν φορούσε ένα κιμονό παρόμοιας ποιότητας και χρώματος θα μπορούσε ίσως να τραβήξει την προσοχή του σε κάποια μελλοντική περίσταση. Παρήγγειλε λοιπόν να της ράψουν ένα κιμονό με πολύ μακριά μανίκια, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής.  

Το φορούσε κάθε φορά που έβγαινε έξω και όταν ήταν σπίτι το κρεμούσε στο δωμάτιο της περνώντας ώρες μπροστά του, κάποιες φορές κάνοντας όνειρα, άλλες κλαίγοντας. Προσεύχονταν στους Θεούς και στο Βούδα για να κερδίσει την αγάπη του νέου, επαναλαμβάνοντας συχνά την επίκληση «Νάμου μιο χο ρένγκε κιο» (καταφεύγω στην διδασκαλία του υπέρτατου νόμου του σύμπαντος). Όμως δεν είδε ποτέ ξανά το νεαρό Σαμουράι και μαραζωμένη από την αγάπη της γι’ αυτόν, αρρώστησε και πέθανε.  

Μετά τη ταφή της το κιμονό με τα μακριά μανίκια που αγαπούσε τόσο πολύ, δόθηκε στο Βουδιστικό ναό της περιοχής της, σύμφωνα με το έθιμο που ήθελε τα ενδύματα των νεκρών, μετά το θάνατό τους, να δίνονται στους ναούς. Ο ιερέας του ναού, κατάλαβε πως το κιμονό ήταν από καλό μετάξι, και σαν πονηρός που ήταν κατάφερε να το πουλήσει σε καλή τιμή, σε μια κοπέλα που είχε την ίδια ηλικία με την κοπέλα που είχε πεθάνει. Εκείνη δεν πρόφτασε να το φορέσει μια μέρα, όταν άρχισε να φέρεται παράξενα και φώναζε πως τη στοιχειώνει το όραμα ενός όμορφου νέου και πως θα πεθάνει από την αγάπη της γι’ αυτόν. Τελικά αρρώστησε βαριά και πολύ γρήγορα πέθανε, και έτσι το κιμονό κατέληξε για μια ακόμη φορά στο ναό. Ο ιερέας το πούλησε πάλι και το αγόρασε ξανά μια νέα κοπέλα η οποία το φόρεσε μόνο μια φορά. Έπειτα αρρώστησε και αυτή και άρχισε να μιλά για μια όμορφη σκιά και γρήγορα πέθανε. Το κιμονό δόθηκε για τρίτη φορά στο ναό και ο ιερέας άρχισε να προβληματίζεται και να ανησυχεί. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να πουλήσει για τέταρτη φορά το κακότυχο κιμονό. Αλλά για ακόμη μια φορά αυτό κατέληξε στα χέρια του, αφού η κάτοχός του έχασε τη ζωή της με τον ίδιο τραγικό τρόπο. Τότε ο ιερέας βεβαιώθηκε πως υπήρχε μια κακή επιρροή στο κιμονό και είπε στους μαθητές του να ανάψουν φωτιά στην αυλή για να το κάψουν. Έτσι κι έγινε. Άναψαν τη φωτιά και έριξαν μέσα το κιμονό. Αλλά καθώς άρχισε να καίγεται το μετάξι, εμφανίστηκαν ξαφνικά πάνω του οι χαρακτήρες της επίκλησης «Νάμου μιο χο ρένγκε κιο», και αυτοί οι χαρακτήρες πετάχτηκαν ένας-ένας σαν μεγάλες σπίθες στην στέγη του ναού, κάνοντάς τον να τυλιχτεί στις φλόγες. Οι φλόγες από το ναό που καιγόταν εξαπλώθηκαν γρήγορα στα γειτονικά κτίρια και γρήγορα όλος ο δρόμος καιγόταν. Τότε σηκώθηκε ένας άνεμος από τη θάλασσα και έσπρωξε τις φλόγες και σε άλλους δρόμους. Η πυρκαγιά απλώθηκε από δρόμο σε δρόμο, μέχρι που τελικά κάηκε σχεδόν όλη η πόλη. Και αυτή η καταστροφή που συνέβη τη δέκατη όγδοη μέρα του πέμπτου έτους του Μεϊρέκι (1655), είναι γνωστή ακόμη και σήμερα στο Τόκυο ως Φουρισοντέ Κουάτζι - Η μεγάλη πυρκαγιά του κιμονό με τα μακριά μανίκια. 

 

► Η Κραυγή  

5Πριν καιρό ζούσε κάποιος που άκουγε στο όνομα Γιανοσούκε Κικούτσι. Μια μέρα έφυγε για το βουνό για να μαζέψει μανιτάρια, και το σούρουπο αποφάσισε να φτιάξει ένα πρόχειρο κατάλυμα από καλάμια για να περάσει το βράδυ του. Κάποια στιγμή, αργά μέσα στην νύχτα, άκουσε την γοερή κραυγή μιας γυναίκας, όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόταν, και η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Επιστρέφοντας στο χωριό ύστερα από μια-δυο μέρες, πληροφορήθηκε πως την νύχτα και τη στιγμή που άκουσε την κραυγή, η μικρότερη του αδελφή είχε κατακρεουργηθεί από τον ίδιο της το γιό.  

► Το Παιδί του Κικούζο  

Ενώ η γυναίκα του Κικούζο έλειπε στο πατρικό της σπίτι στο χωριό, ο γιός τους Ιτόζο που ήταν πέντε-έξι χρονών αρρώστησε βαριά. Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν ο Κικούζο διέσχιζε το πέρασμα προς το χωριό της γυναίκας του για να την πάρει και να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Υπήρχε μια πολύ γνωστή γέφυρα στο βουνό Ροκούσι, και σε εκείνο ακριβώς το σημείο η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή. Ο ήλιος έδυε πέρα από το βουνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν μιαφωνή ακούστηκε κάπου από πίσω «Κικούζο!» Εκείνος γύρισε και είδε το κατακόκκινο πρόσωπο κάποιου που τον κοιτούσε επίμονα με διαπεραστικά και ακτινοβόλα μάτια πίσω από τις φυλλωσιές στη κορυφή ενός βράχου. Ο άγνωστος άνδρας είπε στον Κικούζο πως το παιδί του ήταν ήδη νεκρό.  

Ο Κικούζο κατάλαβε ότι μόλις είχε συναντήσει ένα Τένγκου και σκέφτηκε πως ότι άκουσε δεν μπορούσε παρά να ήταν αλήθεια. Η περίεργη κόκκινη φιγούρα είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο Κικούζο και η γυναίκα του επέστρεψαν στο σπίτι τους βιαστικά μέσα στη νύχτα, αλλά όπως φοβόντουσαν το παιδί τους ήταν ήδη νεκρό.  

► Η Ασθένεια 

Ο Ματσουνόγιο είχε αρρωστήσει με υψηλό πυρετό και συχνά του κοβόταν η αναπνοή. Πήγε λοιπόν στα ρυζοχώραφα και κατευθύνθηκε στον οικογενειακό ναό στο Κίσεϊ-Ίν. Σύντομα διαπίστωσε πως όταν έβαζε λίγη παραπάνω δύναμη στα πόδια του, μπορούσε να ανυψωθεί στον αέρα, σε ύψος όχι παραπάνω από δυο μέτρα και έπειτα σταδιακά έπεφτε πάλι κάτω. Ύστερα με λίγη προσπάθεια μπορούσε ξανά να ανυψωθεί. Η ευχαρίστηση και η χαρά που ένοιωθε ήταν ανεπανάληπτη. Καθώς πλησίαζε στη πύλη του ναού είδε πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων. Απορώντας για το τι θα μπορούσε να συμβαίνει, πέρασε την πύλη και τότε είδε κόκκινες παπαρούνες σε πλήρη άνθιση, ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Άρχισε να αισθάνεται καλύτερα από ποτέ.

Είχε μόλις δει τον πατέρα του, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή, να στέκεται ανάμεσα στα λουλούδια, και ο οποίος τον ρώτησε «Γιέ μου ήρθες και εσύ;» Παρακάτω συνάντησε έναν από τους γιούς του που είχε χάσει, που του έκανε την ίδια ερώτηση, «Πατέρα ήρθες και εσύ;» Ο Ματσουνόγιο πλησίασε και απάντησε «Εδώ είναι το μέρος που ήσασταν όλοι;» Το αγόρι απάντησε τότε «Δεν μπορείς να έρθεις ακόμη». Εκείνη την ώρα κάποιος από την πύλη φώναξε στιγμιαία και δυνατά το όνομα του Ματσουνόγιο. Με βαριά καρδιά αποφάσισε να επιστρέψει πίσω. Τότε ήταν που ανέκτησε τις αισθήσεις του και βρέθηκε ξαπλωμένος με τους συγγενείς ολόγυρά του να του ρίχνουν νερό και να τον καλούν να γυρίσει πίσω.  

► Κιτσούνε 

 

6Ένας ψαράς από το Φουνακόσι ήταν στο δρόμο της επιστροφής από το Κιρικίρι μαζί με τους συντρόφους του. Αργά τη νύχτα και καθώς περνούσαν από το πέρασμα των σαράντα-οκτώ λόφων, συνάντησαν μια γυναίκα η οποία έστεκε μόνη μες τη νύχτα. Ο ψαράς έκπληκτος αναγνώρισε στο πρόσωπο της γυναίκας τη σύζυγό του. Σκέφτηκε πως δεν υπήρχε λόγος να έρθει η σύζυγός του τόσο μακριά, μέσα στη νύχτα και έτσι θεώρησε πως ήταν κάποιο διαβολικό πλάσμα ή κάποιο φάντασμα. Με μιας έβγαλε το μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να καθαρίζει τα ψάρια και τη μαχαίρωσε από πίσω. Εκείνη έβγαλε μια θλιβερή κραυγή και ύστερα ξεψύχησε. Εφόσον δεν αποκάλυψε αμέσως την αληθινή της μορφή, ο ψαράς άρχισε να νοιώθει ανήσυχα. Ζήτησε από τους συντρόφους του να παραμείνουν για να προσέχουν τα πράγματα και κίνησε βιαστικά για το σπίτι του. Η σύζυγός του ήταν ασφαλής εκεί και τον περίμενε. Μόλις τον αντίκρισε του είπε «Μόλις ξύπνησα από ένα απαίσιο όνειρο. Ονειρεύτηκα πως ήρθα ως τα μισά της διαδρομής για να σε συναντήσω μιας και είχες αργήσει να επιστρέψεις. Στο μονοπάτι του βουνού με απείλησε κάποιος που δεν γνώριζα και προσπάθησε να με μαχαιρώσει. Τότε ήταν που ξύπνησα.» Επιτέλους ο ψαράς είχε καταλάβει. Μόλις επέστρεψε στους συντρόφους του πληροφορήθηκε πως, αμέσως μετά την αναχώρηση του, η γυναίκα που είχε σκοτώσει είχε μεταμορφωθεί σε αλεπού μπροστά στα μάτια των συντρόφων του. Λέγεται πως στα όνειρα, οι άνθρωποι μερικές φορές παίρνουν τη μορφή του συγκεκριμένου ζώου με σκοπό να πάνε στα χωράφια ή στα βουνά.

 


 Βιβλιογραφία 

Χέρν, Λευκάδιος: Κείμενα απο την Ιαπωνία, εκδόσεις Ινδικτος. 

Ιαπωνικοί Θρύλοι, εκδόσεις Ι.Σιδέρης 

Γκάαρντερ, Γιοστέιν: Το βιβλίο των θρησκειών, εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Smith, Richard Gordon: Ancient Tales and Folklore of Japan, 1918. London, A & C Black. 

Ellwood, Grego Robert: The Encyclopedia of World Religions. 

Yanagita, Kunio: Legends of Tono, Lexington Books.

Seki, Keigo: Types of Japanese Folktales