H Αισθητική του Σύγχρονου Βρικόλακα: Μία Φανταστική Διαφυγή από το Μακάβριο;| Έρικα Γεωργιάδη

Έρικα Γεωργιάδη 


 

Σκιαγραφώντας τους τόνους και τις αποχρώσεις των θρύλων και της λαογραφίας για τους βρικόλακες, θα ασχοληθώ, αρχικά, με το πυρήνα του μύθου που είναι δομημένος πάνω στη πολυπλοκότητα του θανάτου και της αθανασίας, παρουσιάζοντας στη συνέχεια μία σύντομη περιγραφή της εκκλησιαστικής μεθοδολογίας προαγωγής του μακάβριου που για πολλούς αιώνες επηρέαζε το Δυτικό πολιτισμό. Πρόθεσή μου είναι να σας δώσω μια εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο ο φόβος του θανάτου και η προσδοκία της αθανασίας πυροδοτούν την ανθρώπινη φαντασία, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο ευκολότερη την ανάλυση του μύθου του σύγχρονου βρικόλακα, χωρίς να αγνοήσω τις δαιμονολογικές και εσωτερικές θεωρήσεις που θα αναλυθούν επίσης. 

1Ο θάνατος προκαλεί αναπόφευκτα την αποσύνθεση και το σάπισμα του σώματος που προφανώς επέρχεται όταν το φέρετρο σφραγίζεται και το σώμα στέλνεται πίσω στη μήτρα της γης, γεγονός που προκαλεί στον άνθρωπο, φυσιολογικά , έναν υποσυνείδητο φόβο και μια μορφή άγχους για τον αφανισμό αυτού που κάποτε ήταν ένα ανθρώπινο ον με όνειρα, αισθήσεις και αισθήματα. Κατ’ αυτόν το τρόπο ερεθίζεται η ανθρώπινη φαντασία και δημιουργείται ταυτόχρονα η βάση για θρησκευτικά δόγματα, δομημένα πάνω σε θεωρίες για την αθανασία της ψυχής και προσδοκίες σωτηρίας. Τις περισσότερες φορές αυτές οι θεολογικές θεωρήσεις δίνουν στο ανθρώπινο σώμα τη θέση ενός ανάξιου προσωρινού ναού για την ψυχή, επειδή οτιδήποτε γήινο όπως τα πάθη και οι επιθυμίες ανήκουν απλά σε αυτό. Η αιώνια, ουράνια ζωή, περιμένει αυτούς που είναι πιο κοντά στο Θεό και η αιώνια κόλαση αυτούς που απομακρύνονται από Αυτόν, παραδίδοντας τον εαυτό τους στις βουλές της σάρκας. Ο Όττο Ρανκ (1) είπε: «Η συνείδηση της θνησιμότητας και η έντονη επιθυμία να ξεπεραστεί ο φόβος του θανάτου είναι σημαντικές δυνάμεις, κίνητρα για την ανάπτυξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας και του πολιτισμού» (2). Οι ίδιες οι κοινωνικές και πολιτιστικές μας συνήθειες και παραδόσεις, όντας επικεντρωμένες στην επιθυμία για αθανασία και στον φόβο για τον αφανισμό και την φθορά, είναι γεμάτες από δομημένους μηχανισμούς που στοχεύουν στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, όπως η προαγωγή μιας ναρκισσιστικής λατρείας για το σώμα με τους πλαστικούς χειρούργους να προσπαθούν να το κρατήσουν νεανικό, οι αντι-γηραντικές μέθοδοι, τα μνημεία που απαθανατίζουν ανθρώπους και πολιτισμούς, αλλά και οι αλχημικοί ναοί όπως οι εκκλησίες, οι τάφοι, τα μαυσωλεία και άλλα. Μέρος αυτών των μηχανισμών είναι τελικά και μύθοι, όπως για παράδειγμα αυτός του σύγχρονου βρικόλακα (20ου αι.), που εύκολα μπορούμε να δούμε σαν ένα αρχέτυπο του πρωτογενούς ναρκισσισμού που υπονοεί τη νίκη του υλικού σώματος επί του θανάτου. 

Η φρίκη της διάλυσης του σώματος τονιζόταν, ιδιαιτέρως στη Δύση μέσω της προαγωγής του μακάβριου, με εκκλησιαστικές διδακτικές μεθοδολογίες που δραματοποιούσαν υπερβολικά το θάνατο, ως μέσο για την προώθηση μιας εσχατολογικής σωτηρίας. Σύμφωνα με τον Delameau3, αυτή η παράδοση –παρά το ότι έχει πρώιμες εκκλησιαστικές ρίζες- άνθισε στην Ευρώπη από τον 13ο μέχρι και τον 18ο αι. ως αποτέλεσμα δύο φαινομένων: της εκκλησιαστικής παιδαγωγίας που είχε ισχυρές επιρροές εκείνη τη περίοδο, και του κοινωνικού άγχους που είχε προκαλέσει ο μαύρος θάνατος (1347-1352) σκοτώνοντας σχεδόν τον μισό Ευρωπαϊκό πληθυσμό. Πριν προχωρήσουμε, θα κάνω μια σύντομη παρέκβαση για να αποσαφηνίσω την έννοια του μακάβριου. Η λέξη «μακάβριος»4 που σημαίνει, αυτός που εμπνέει τη φρίκη του θανάτου, ο φρικιαστικός, εμφανίστηκε στον δυτικό κόσμο στις αρχές του 14ου αιώνα στη Γαλλία, με τον Dance Macabre (Μακάβριος Χορός), ο οποίος ήταν πιθανά μια μετάφραση του Machabaeorum ή «Χορού των Μακκαβαίων» (5). Η λέξη αυτή πιθανότατα προερχόταν από τον Ιούδα Μακκαβαίο και σχετίστηκε με τον θάνατο, γιατί αυτός προσέφερε προσευχές για αμαρτωλούς στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους. Η εκκλησιαστική διδακτική μεθοδολογία προαγωγής του μακάβριου έχει να κάνει με τρομακτικές περιγραφές και εικονογραφήσεις που σχετίζονται με τον θάνατο, χρησιμοποιούμενες για να επισημανθεί ότι οι άνθρωποι πράττοντας σοφά, πρέπει να ελέγχουν τις επιθυμίες της σάρκας, γιατί ο τελικός προορισμός του σώματος είναι να βρίσκεται κρύο στον τάφο, θρέφοντας τα σκουλήκια, όπως βλέπουμε για παράδειγμα στα λόγια του Αγίου Εφραίμ: 

«Όταν πηγαίνουμε στους τάφους όπου [τα σώματα] σαπίζουν και στάζουν, τα δείχνουμε και λέμε: Εδώ κείτεται νεκρός ο τάδε… αυτός ήταν ένας Βασιλιάς… αυτός ήταν ένας καπετάνιος… αυτός εδώ, ένας πρίγκιπας… εδώ κείτεται ο ανιψιός του… εκεί η κόρη του –κάποτε πολύ όμορφη-… Κατόπιν τους καλούμε με τα ονόματά τους: Που έχετε πάει αδέλφια; Που ζείτε τώρα;… Μιλήστε μας, έτσι όπως κάνατε και πριν… (και εκείνοι απαντούν): έχουμε φύγει από τις τάξεις των ανθρώπων, και τώρα βρισκόμαστε εδώ, στο μέρος που μας αξίζει λόγω των πράξεών μας! Αυτό το χώμα… αυτή η στάχτη, αυτή η σαπίλα… αυτά τα φθαρμένα οστά, αυτά τα ρυπαρά σκουλήκια, δεν είναι παρά τα σώματα νέων ανδρών και γυναικών που κάποτε σας γοήτευαν. Αυτό το χώμα είναι η σάρκα που κάποτε αγκαλιάζατε σφιχτά. Αυτή η φθορά είναι το πρόσωπο που κάποτε φιλούσατε με ακόρεστο πόθο, μέρα και νύχτα. Αυτή η στραγγισμένη δυσοσμία είναι το σώμα με το οποίο εναγκαλιζόσασταν παθιασμένα, ενδίδοντας στην αμαρτία. Επομένως,  κοιτάξτε, δείτε και πιστέψτε, εσείς που σύρετε τους εαυτούς σας μέσα σε μια άχρηστη ζωή. Μην αφήνετε, νέοι άνδρες και νεαρές γυναίκες, την ομορφιά της νιότης σας να σας ξεγελά για πολύ καιρό. Στη ζωή ήμασταν κι εμείς αυτό που είστε εσείς τώρα, και εμείς περνούσαμε τις ζωές μας με γιορτές. Και τώρα, βρισκόμαστε ξαπλωμένοι εδώ, μπροστά σας, νεκροί και σαπισμένοι…» (6) 

2Για να αναφέρω μερικά ακόμα παραδείγματα, ο Ιωάννης Χρυσόστομος (349-407), Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης στο On Patient έγραψε: «…χύνω τα δάκρυά μου επάνω του γιατί είναι δικός μου, αλλά αποφεύγω την πυώδη ύλη του σαν κάτι ξένο…» Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ, ενώ ήταν ακόμη καρδινάλιος, έγραψε για την «Φθορά του Πτώματος» και ο Άγιος Ανδρέας της Κρήτης συμβούλευε το ποίμνιό του να διαλογίζεται επάνω σε τάφους, όπως έχει καταγραφεί στο de vita humana et de defunctis: «…μείνετε αρκετά ώστε να αντιληφθείτε αυτές τις οσμές… το κακό να εξατμίζεται από τον βόρβορο… μείνετε ακλόνητοι μπροστά στο θέαμα των σκουληκιών και την ατμώδη αφαίρεση των ρύπων, γεμάτων από πύον…» Ο Βενεδικτίνος μοναχός Ρούπερτ του Ντοτζ (1075-1129) στο De meditatione mortis συμβούλευε τον διαλογισμό στο θάνατο λέγοντας: «Πηγαίνετε στον τύμβο του θανάτου και αυτοί θα σας απαντήσουν… και αν πρόκειται για φρέσκα πτώματα με λίγη ικμάδα ακόμα μέσα τους, θα μιλούν και στα ρουθούνια σας μέχρι να τα έχετε μυρίσει αρκετά…» Ο Άρνολντ του Μποερύ, το 1200, στο Speculum Monachorum έγραψε: «Πηγαίνετε να διαλογιστείτε επάνω στην πέτρα που πλένονται οι νεκροί…» και ο Άγιος Ανσέλμος έγραψε σε μία επιστολή προς την κόρη του Βασιλιά Χάρολντ: «Αγάπησες τον Κόμη Άλαν και εκείνος αγάπησε εσένα. Που είναι αυτός τώρα; Πήγαινε ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι που τώρα καταλαμβάνει, πάρε τα σκουλήκια του πάνω στο στήθος σου, αγκάλιασε το πτώμα του, και φίλησε τα γυμνά του δόντια, μιας και τα χείλη του έχουν φαγωθεί…»

Σήμερα, τέτοιου είδους αποφθέγματα ακούγονται ακραία, αλλά το καιρό εκείνο, εκθειάζονταν ιδιαιτέρως από την υψηλή κοινωνία και ασκούσαν σπουδαία κοινωνική επιρροή, εμπνέοντας ποιητές, συγγραφείς, την αρχιτεκτονική, επηρεάζοντας κατά συνέπεια σε βάθος, όλο τον Δυτικό κόσμο. Πριν την εκκλησιαστική διδακτική μεθοδολογία προαγωγής του μακάβριου, ο θάνατος απεκονιζόταν με έναν μελαγχολικό τρόπο, και οι άνθρωποι είχαν τη τάση να τον αντιμετωπίζουν πιο ρομαντικά. Η εκκλησιαστική διδαχή άρχισε σταδιακά να επηρεάζει όλο και περισσότερο τη κοινωνία, αλλάζοντας τη ρομαντική αντιμετώπιση του θανάτου με μία πιο τρομακτική. Ο θάνατος αρχίζει να προσωποποιείται από τον 15ο αι. και μετά, αναπαριστώμενος από τη φιγούρα ενός σκελετού που μεταφέρει ένα δρεπάνι, επονομαζόμενος, πολλές φορές, ως ο Διάβολος του Θανάτου ή ο Άγγελος του Σκότους και του Φωτός. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, το πλάσμα προκαλεί ακόμα και το θάνατο κάποιων. Μία ριζικά αντίθετη άποψη, ήταν αυτή της αρχαίας Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία ο Θάνατος παρουσιαζόταν ως αντίθετο της ζωής. Είχε μάλιστα αδελφό τον Ύπνο, γεγονός που συνέδεε το γλυκό ύπνο με το θάνατο, παρουσιάζοντας έτσι μία πιο ισορροπημένη αντίληψη για τον τελευταίο. Επιστρέφοντας στο Μεσαίωνα, δεν ήταν μόνο ο θάνατος που τρομοκρατούσε τους ανθρώπους που τον έβλεπαν σα δαίμονα, αλλά επίσης και η ιδέα της γήρανσης και της αποσύνθεσης του σώματος, αφού οποιοδήποτε πρόσωπο γερνούσε πολύ, θεωρούνταν ότι είχε συμμαχήσει με τον διάβολο, ιδιαίτερα οι γυναίκες, από τις οποίες αρκετές είχαν καταδικαστεί από την ιερά Εξέταση ως μάγισσες, λόγω υψηλής ηλικίας. Έτσι η γήρανση, κατά κάποιο τρόπο, είχε αρχίσει να σχετίζεται με το κακό. Στρέφοντας το βλέμμα μας στο σύγχρονο βρικόλακα, βλέπουμε ότι ο θάνατος και η γήρανση, που για αιώνες τρομοκρατούσαν (και ακόμα τρομοκρατούν) το Δυτικό κόσμο, ξεπερνιούνται από το πλάσμα, κάνοντάς το μία μοναδική δημιουργία του πολιτισμού μας, ως αποτέλεσμα του άγχους που συνδέεται με τα παραπάνω φαινόμενα.  

Η ίδια η εκκλησία πίστεψε στην ύπαρξη των βρικολάκων και πήρε πολλά μέτρα ώστε να αποτρέψει την μετατροπή των ανθρώπων σε τέτοιου είδους πλάσματα, και να προστατεύσει αυτούς που, θεωρητικά, έπεφταν θύματά τους. Αν και η εκκλησία προήγαγε τέτοιες πίστεις, ο μύθος είναι παλαιότερος του Χριστιανισμού. Η προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τις ρίζες του είναι ίδια με την προσπάθεια να βρούμε μία βελόνα μέσα στα άχυρα, με άλλα λόγια είναι κάτι αδύνατο, γιατί το πλάσμα αυτό είναι παρόν σε μυθολογίες, θρύλους και λαογραφίες, όλων σχεδόν των πολιτισμών. Είναι όμως λογικό να συμπεράνουμε ότι ο τρόμος που προκαλείται από έναν νεκρό που επανέρχεται στη ζωή, εμφανίστηκε όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν τι συμβαίνει με τον θάνατο7. Αν και είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε το μύθο του πρώτου βρικόλακα, είναι δυνατό να ανιχνεύσουμε τη παρουσία του πλάσματος σε διαφορετικούς πολιτισμούς, ξεκινώντας με την ετυμολογία της λέξης Βρικόλακας (8). 

3Ο Λέων Αλλάτιος (9) (1586-1669) ένας ακαδημαϊκός, θεολόγος, βαμπιρολόγος και βιβλιοθηκάριος του Βατικανού, έδωσε για πρώτη φορά λεπτομερείς περιγραφές για τους βρικόλακες, σύμφωνα με τις Ελληνικές λαϊκές παραδόσεις, όταν έγραψε την παλαιότερη, σύγχρονη γνωστή εργασία για τα πλάσματα αυτά, με τίτλο, De Graecorum hodie quirundam opinationabus (1645). Σύμφωνα με την Κάρεν Χάρτναπ (10), το έργο του άσκησε τόσο έντονη επιρροή, που ο Μόντακιου Σάμμερς στο διάσημο βιβλίο του, The VampireHis Kith and Kin, παρέθεσε αρκετά αποσπάσματα από την εργασία του Λέοντα. Επίσης επηρέασε το έργο του Γάλλου Ζοζέφ Πιτόν του Τουρνεφόρτ (1656-1708) Relation d'un Voyage au Levant (1717). Ο Λέοντας αναφερόταν στο πλάσμα αυτό, ως βρικόλακας και τυμπανιαίος, με τον τελευταίο όρο να υπάρχει λόγω της παραφουσκωμένης (τουμπανιασμένης) μορφής του πτώματος. Μάλιστα προχωρούσε ακόμα περισσότερο, δίνοντας μία αρκετά σουρεαλιστική περιγραφή μιας δικής του εμπειρίας με έναν τυμπανιαίο: «…ήταν ‘στρογγυλός σαν μία μικρή τσάντα’ και φουσκωμένος σε τέτοιο βαθμό, που τα νεαρά παιδιά της περιοχής τον χρησιμοποιούσαν σαν τραμπολίνο, έως ότου ο ιερέας σταματήσει αυτή την ασεβή συμπεριφορά.» (11) Ήταν επίσης ο πρώτος που επιχείρησε να ανιχνεύσει τις ετυμολογικές ρίζες της λέξης «βρικόλακας», συνδέοντάς τον όρο με τις λέξεις «βούρκος» και «λάκκος», αποκαλώντας τον «βουρκόλακα.» Αργότερα ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) πρότεινε τον όρο «βορβόλακας» παραλλάσσοντας την αρχαία Ελληνική λέξη «μορμολύκειο» που σημαίνει σκιάχτρο, όπως επίσης και τον όρο «βρυκόλαξ» ως παράγωγο της λέξης «βρίκελος» ή «βρίκολος» που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει «μια τρομακτική μάσκα που προκαλεί φόβο». Μία άλλη ετυμολογία της λέξης «βρικόλακας», σύμφωνα με τον Δεινάκη, βασίζεται στη λέξη «βουρβούλα» που στην Κρήτη και στην Μάνη σημαίνει φυσαλίδα αέρα. Σύμφωνα με αυτήν, τον ονομάζουν «βουρβούλακα», που είναι ο υπερθετικός ορισμός της «βουρβούλας», υπονοώντας τη μεγάλη φυσαλίδα, μιας και το κύριο λαογραφικό χαρακτηριστικό του πλάσματος είναι η φουσκωμένη του κοιλιά. Ο Νίκος Πολίτης, ο πρώτος που συστηματικά διερεύνησε την Ελληνική λαογραφία, υιοθέτησε την άποψη λαών του εξωτερικού που υποστήριξαν ότι η λέξη έχει Σλαβικές ρίζες (12). 

Στην Ελληνική μυθολογία, η Λάμια13, κόρη του Ποσειδώνα, σύμφωνα με τον Παυσανία και τον Πλούταρχο τρέφονταν με αίμα νεογέννητων. Άλλο αιμοδιψές πλάσμα ήταν η Λάμια της Λιβύης, η οποία ήταν αρχικά μία βασίλισσα της Λιβύης, κόρη της Μπελούς την οποία ερωτεύθηκε ο Δίας και της οποίας τα παιδιά απήγαγε η ζηλόφθονη Ήρα. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελό και τον Πλούταρχο, για να πάρει εκδίκηση, η Λάμια της Λιβύης άρχισε να απαγάγει παιδιά και να πίνει το αίμα τους.14 Τον 1ο αι. μ.Χ., ο σοφιστής Φιλόστρατος, στο έργο του «Η ζωή του Απολλώνιου του Τυανέα», περιέγραψε την περίεργη υπόθεση της Λάμιας της Κορίνθου: σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μένιππος (ένας 25χρονος αθλητής) περπατούσε μόνος και το φάντασμα μίας γυναίκας από τη Φοινίκη εμφανίστηκε μπροστά του, ομολογώντας τον έρωτά της για αυτόν. Ο Μένιππος, που δεν κατάλαβε ότι αυτή ήταν μία Λάμια που ήθελε να απολαύσει τη σάρκα του και να πιει το αίμα του, άρχισε να τη συναντά κάθε βράδυ και θα την είχε παντρευτεί, αν ο Απολλώνιος ο Τυανέας δεν παρενέβαινε, αποκαλύπτοντας το πλάσμα και εξορκίζοντάς την από την περιοχή.15 Ο Πρόκλος16, όπως επίσης και ο Φλέγων από τις Τράλλεις17, αφηγήθηκαν μία άλλη ιστορία για ένα θηλυκό βρικόλακα στη Μακεδονία. Το όνομά της ήταν Φιλίννιον και πέθανε στο ζενίθ της νιότης και ομορφιάς της. Κάθε βράδυ το φάντασμά της έφευγε από τον τάφο της και επισκεπτόταν τον Μαχάτη που ήταν φιλοξενούμενος των γονέων της στο σπίτι τους. Μόλις την είδε η μητέρα της κατάλαβε τι συνέβαινε και έστειλε το πτώμα της για αποτέφρωση έξω από τα όρια της πόλης. Οι Έμπουσαι, ή αλλιώς Μορμολύκεια, ήταν επίσης αιμοδιψείς δαίμονες που σαγήνευαν νέους άνδρες για να απολαύσουν το αίμα τους. Ο Φιλόστρατος τα περιέγραψε σαν τερατώδη φαντάσματα.18 Στην Ιλιάδα (βιβλίο 11) υπάρχει ένα επεισόδιο που δεν σχετίζεται με κάποιο αιμοδιψές πλάσμα, αλλά με τη νεκρομαντεία και τη δύναμη που αποδίδεται στο αίμα, να επαναφέρει στη ζωή τους νεκρούς. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η μάγισσα Κίρκη συμβούλευσε τον Οδυσσέα να επισκεφθεί τον Κάτω Κόσμο και να μιλήσει με το φάντασμα του μάντη Τειρεσία, όμως αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον αν ο Οδυσσέας προσέφερε αίμα από θυσιασμένο ζώο σε αυτόν. 

4Προχωρώντας μπροστά στο χρόνο, η Ελληνική λαογραφία για τους βρικόλακες είναι ίσως η πλουσιότερη, ξεπερνώντας σε ποικιλία ακόμα και τη πατρίδα του Δράκουλα, τη Ρουμανία. Στη Σαντορίνη ο βρικόλακας ήταν γνωστός σαν «βυρκολατιός» και λεγόταν ότι το πλάσμα διατηρούσε τα θύματά του ζωντανά, ενόσω τα στράγγιζε από το αίμα τους.19 Άλλος τύπος βρικόλακα στη Σαντορίνη ήταν γνωστός ως «Βουκόλαξ» και περιγραφόταν σαν ένα φάντασμα που εισερχόταν στο σώμα ενός νεκρού, επαναφέροντάς το στη ζωή. Έφευγε από τον τάφο μόνο τις νύχτες, πήγαινε στα χωριά και επιλέγοντας στη τύχη ένα σπίτι αναζητούσε τα θηράματά του. Το πλάσμα χτυπούσε τη πόρτα μόνο μία φορά και όποιος του άνοιγε καταδικαζόταν να πεθάνει μέσα σε δύο ημέρες20. Εάν δεν άνοιγε κανείς το πλάσμα έφευγε για άλλο σπίτι. Από αυτό το γεγονός προέρχεται ίσως και ο θρύλος ότι ένας βρικόλακας μπορεί να μπει σε ένα σπίτι, μόνον αν προσκληθεί. Επίσης πιστευόταν ότι το μπλε χρώμα προστάτευε το σπίτι από τους βρικόλακες και έτσι πολλές πόρτες βάφονταν μπλε. Ο Μόντακιου Σάμερς στο βιβλίο του, Vampire:His Kith and Kin είπε για τους βρικόλακες στη Τήνο, που επίσης αποκαλούνταν «Ανακατουμένοι», ότι δεν χρειάζονταν το αίμα για να διατηρηθούν και δεν είχαν ευαισθησία στο φως του ήλιου. Στη Κύθνο ήταν γνωστός ως «Άλυτος». Στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία το πλάσμα ήταν γνωστό σαν «Βρουκόλακο» και αν συλλαμβανόταν έπρεπε να αποκεφαλιστεί και το κεφάλι να βραστεί σε κρασί. Κατόπιν το σώμα του έπρεπε να αποτεφρωθεί (21). 

Ο Τουρνεφόρτ (22) ανέφερε ότι είχε γίνει μάρτυρας της αποτέφρωσης ενός βρικόλακα στη Μύκονο, την 1η Ιανουαρίου του 1701. Ένας αγρότης είχε βρεθεί νεκρός (πιθανά δολοφονημένος) στους αγρούς. Δύο μέρες μετά τη κηδεία του κάποιοι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να διαμαρτύρονται, επιβεβαιώνοντας ότι έβλεπαν τον πεθαμένο να μπαίνει στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια της νύχτας, κλοτσώντας τα έπιπλα και παρενοχλώντας τους ανθρώπους. Την 10η ημέρα μετά τη κηδεία του τελέσθηκε μία Λειτουργία και ξέθαψαν το πτώμα του, ενώ ζητήθηκε από τον σφαγέα της Μυκόνου να αφαιρέσει τη καρδιά από το σώμα του νεκρού. Τους έπιασε όλους μία γενική υστερία και οι άνθρωποι έξω από την εκκλησία φώναζαν «Βρικόλακας! Βρικόλακας!» Πήραν τη καρδιά του στη παραλία (23) και την αποτέφρωσαν, αλλά ο νεκρός δεν σταμάτησε τις δραστηριότητές του και έγινε πιο βίαιος από πριν.  Οι ιερείς έφθασαν στο συμπέρασμα ότι είχαν κάνει ένα λάθος. Έπρεπε πρώτα να κάψουν τη καρδιά και μετά να τελέσουν τη Λειτουργία. Έτσι παρέλασαν γύρω από το χωριό πετώντας Αγιασμό στις πόρτες, όπως και στο στόμα του βρικόλακα. Προσπάθησαν να παραχώσουν σπαθιά στο τάφο, αλλά μάταια. Ολόκληρες οικογένειες ετοιμάζονταν να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και να μετακομίσουν στα γειτονικά νησιά της Σύρου και της Τήνου, μέχρι που οι ιερείς αποφάσισαν να αποτεφρώσουν ολόκληρο το πτώμα και τα πράγματα ηρέμησαν. 

Αφήνοντας την Ελλάδα και πηγαίνοντας σε άλλους πολιτισμούς, συναντάμε ένα είδος δαίμονα-φαντάσματος στην Ινδία, γνωστό ως Πισάτσα, που σημαίνει (αυτός που τρώει ωμή σάρκα) (24). Αναφορά στο πλάσμα γίνεται στην Αθαρβαβέδδα της οποίας ο πυρήνας ανήκει στη κλασσική περίοδο Μάντρα, των Βεδδών, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια π.Χ. Συνήθως περιγραφόταν ως ένα κακό πνεύμα πεθαμένου, παγιδευμένο μεταξύ ζωής και μεταθανάτιας ζωής, του οποίου η οικογένεια δεν είχε αποδώσει τις πρέπουσες τιμές ταφής. Μπορούσε να φέρει αρρώστια, παραφροσύνη και κάποιες φορές θάνατο στα θύματά του. Στην Ινδουιστική λαογραφία υπάρχει επίσης το Βετάλα (25), ένα δαιμονικό πνεύμα το οποίο βασίλευε στα νεκροταφεία και μπορούσε αν άηθελε να μπει σε πτώματα σταματώντας την αποσύνθεσή τους και χρησιμοποιώντας τα για τους διαβολικούς του σκοπούς. Ιστορίες σχετικά με το πλάσμα αυτό, υπάρχουν στο Vetala Panchavimshati (Είκοσι Πέντε θρύλοι της Μπάιτα). Σχετικά με την επαναφορά πτωμάτων στη ζωή από μάγους, η Αλεξάνδρα Ντέιβιντ-Νηλ, στο βιβλίο της «Μαγεία και Μυστήριο στο Θιβέτ», δίνει μία ενδιαφέρουσα αλλά τρομακτική περιγραφή μίας μυστηριώδους νεκρομαντικής Θιβετανικής τελετουργίας που αποκαλείται «Ρολάνγκ» και σημαίνει «το πτώμα που σηκώνεται». Με αυτή τη τελετή που γινόταν από τους σαμάνους Μπόνπο, έκαναν ένα πνεύμα να εισέλθει σε ένα πτώμα, το οποίο μόλις επανερχόταν στη ζωή προσπαθούσε να αποδράσει, ενώ το άγγιγμά του ήταν θανατηφόρο (26).

Στη κοιλάδα του Κατμαντού, ίσως ο πιο γνωστός μυθικός αιμοδιψής δαίμονας είναι ο Γκαντακάρμα, ο οποίος, όπως λέγεται, έχει βασανίσει πολύ τους κατοίκους της περιοχής. Κάθε χρόνο, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου, οι κάτοικοι οργανώνουν ένα φεστιβάλ για να γιορτάσουν τον εξορκισμό του πλάσματος. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, τα κακά πνεύματα επιστρέφουν για να πιουν το αίμα των ανθρώπων, οι οποίοι για να προστατευθούν κρεμούν ένα σιδερένιο δαχτυλίδι σε ένα σιδερένιο καρφί, καρφωμένο στις πόρτες των εισόδων των σπιτιών τους. Αυτή η πράξη έχει σκοπό να τρομάξει και να διώξει μακριά τα αιμοδιψή πνεύματα. Στα σταυροδρόμια φτιάχνονται και ορθώνονται τεράστια ανθρώπινα ομοιώματα με το πρόσωπο του μυθικού δαίμονα Γκαντακάρμα και τα μεσάνυχτα πλήθη ανθρώπων τα μεταφέρουν σε ένα είδος παρέλασης μέχρι το ποτάμι, όπου τα πετούν μέσα στα νερά του. Από τη στιγμή που θα συμβεί και αυτό, η κάθαρση έχει ολοκληρωθεί και τα κακά αιμοδιψή πνεύματα, μαζί με το μυθικό δαίμονα, διώχνονται μακριά από τη πόλη, μέσω των τρεχούμενων νερών των ποταμιών.  

Στη Βραζιλία, οι Απιναζές (27) αφηγούνταν έναν περίεργο θρύλο για τους Κουπέντιπες, μία θρυλική φυλή βρικολάκων που κάποτε ζούσαν στη περιοχή Άλτο-Τοκαντίν. Επρόκειτο για Ινδιάνους με φτερά νυχτερίδας που κυκλοφορούσαν πετώντας μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και χρησιμοποιούσαν τα τσεκούρια τους –που είχαν σχήμα μισοφέγγαρου- για να αποκεφαλίζουν ανθρώπους. Κάποτε οι Απιναζές αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν τους αιμοδιψείς Κουπέντιπες και μετά από μία οργανωμένη επίθεση εναντίον τους, κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατάφεραν να τους σκοτώσουν όλους εκτός από έναν. Ήταν ένα αγόρι –του οποίου τα φτερά δεν είχαν ακόμα μεγαλώσει- που βρέθηκε να κρέμεται ανάποδα μέσα σε μία σπηλιά. Οι Απιναζές θέλοντας να φροντίσουν το αγόρι, το πήραν μαζί τους στις εγκαταστάσεις της φυλής τους, όμως δεν ήταν δυνατό να βρουν ένα τρόπο να το ταΐσουν και αυτό έκλαιγε συνεχώς επειδή πεινούσε. Έτσι, το αγόρι πέθανε μερικές μέρες αργότερα. 

Μετά από αυτή τη σύντομη ματιά σε μερικούς μύθους βρικολάκων από κάποια μέρη του κόσμου, είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουμε τρεις τύπους: αυτούς που εμφανίζονται σε πρώιμους θρύλους, οι οποίοι είναι αιμοδιψείς δαίμονες ή φαντάσματα που αρνούνται να αποχωρίσουν από το βασίλειο του υλικού κόσμου και γίνονται ένα είδος παρασίτων που αποστραγγίζουν τη ζωτική ενέργεια των θυμάτων τους και τελικά τα σκοτώνουν. Ο δεύτερος τύπος είναι το ίδιο το πτώμα που σηκώνεται από το τάφο του προκειμένου να τραφεί με ανθρώπινο αίμα, και το οποίο μπορεί να έχει επανέλθει στη ζωή από κάποιο δαίμονα ή στοιχειακό που θέλει να έχει τη κατοχή του σώματος για να εκπληρώσει σκοτεινούς σκοπούς, ή από τον ίδιο τον νεκρό που επέστρεψε στη ζωή. Ο τρίτος τύπος σχετίζεται με νεκρομαντεία και σκοτεινές τελετές που περιλαμβάνουν την επαναφορά στη ζωή ενός πτώματος από ένα μάγο.

5Ενώ δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη προέλευση του μύθου του βρικόλακα, είναι δυνατό να παρατηρήσουμε τη σταδιακή του μεταμόρφωση που ξεκινά από το πρωτότυπο του δαιμονικού, ανήσυχου πνεύματος, με την εμφάνιση ενός αποσυντεθημένου και αηδιαστικού πτώματος που επανέρχεται στη ζωή από τον τάφο του προκειμένου να τραφεί με ανθρώπινο αίμα, και φθάνει μέχρι τον σύγχρονο βρικόλακα, ο οποίος αφού πέρασε από μία σοβαρή διαδικασία επιμέλειας της εικόνας του, απέκτησε χαρακτηριστικά σαγήνης, ακόμα και συμπόνιας, όπως τουλάχιστον φαίνεται στη σύγχρονη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Η μεταμόρφωση αυτή ξεκινά με το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, «Δράκουλας», και δεν παρέμεινε στατική, παρά εξελίχθηκε και στη φαντασία άλλων συγγραφέων, όπως της Άννας Ράις για παράδειγμα, που ήταν η πρώτη στη δεκαετία του ’70 που, στο βιβλίο της «Συνέντευξη με ένα Βρικόλακα», παρουσίασε το πλάσμα να έλκεται συναισθηματικά και να είναι ικανό να αγαπήσει, ακόμα και να δείχνει συμπόνια. Στους βρικόλακες παρουσιάζεται η φωτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, δείχνοντας πως ο θαυμασμός της αισθητικής του βρικόλακα οδηγεί τους συγγραφείς να προσθέσουν κάτι πιο ανθρώπινο σε αυτά τα φανταστικά πλάσματα, προσπαθώντας να τα φέρουν πιο κοντά σε εμάς και να εξιδανικεύσουν την ανθρώπινη αθανασία, μη σχετίζοντάς την με ένα νυχτόβιο άψυχο πλάσμα. Μία τέτοια προσέγγιση μπορούμε να δούμε στον κινηματογράφο με την ταινία Twilight και τις συνέχειές της, αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές, όπως οι The Vampire Diaries και True Blood. Αυτά είναι σύγχρονα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο το φανταστικό πλάσμα εξελίσσεται στην ανθρώπινη φαντασία, κάνοντας με το πέρασμα του χρόνου, τον «Νοσφεράτου» που παίχτηκε το 1922 από τον Μαξ Σρεκ και τον «Δράκουλα» που παίχτηκε το 1931 από τον Μπέλα Λουγκόσι, να φαίνονται όλο και περισσότερο άσχετα με το σύγχρονο πλάσμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση του σκηνοθέτη Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, στην ταινία Cronos, όπου η ιστορία επικεντρώνεται σε έναν μηχανισμό εγκλεισμένο σε μία χρυσή συσκευή που μοιάζει με σκαραβαίο και έχει σχεδιαστεί από έναν αλχημιστή το 1513, προκειμένου να προσφέρει την αιώνια ζωή στον χρήστη του. Όμως το υψηλό τίμημα που πρέπει να πληρώσει, είναι να γίνει βρικόλακας. Πρόκειται για μια πολύ σουρεαλιστική εκδοχή του βρικόλακα. Δυστυχώς, το πρότυπο 6του σύγχρονου βρικόλακα δεν παρέμεινε μόνο στη λογοτεχνία και το κινηματογράφο, αλλά εισήλθε και σε έναν απρόσμενο κόσμο, αυτόν των υποκουλτούρων. Υπάρχουν πολύ περίεργες υποκουλτούρες που στην ολότητά τους έχουν δημιουργηθεί γύρω από το μύθο του βρικόλακα, στις οποίες περιλαμβάνονται, πραγματικές κοινότητες ομάδων που αυτο-αποκαλούνται ψυχικά βαμπίρς (psy-vampires) και μπορούν να βρεθούν εύκολα στο διαδίκτυο, οι οποίες ισχυρίζονται ότι θρέφονται με ζωτική ενέργεια άλλων ανθρώπων, επίσης, κοινότητες ανθρώπων που πιστεύουν ότι είναι πραγματικοί βρικόλακες και τρέφονται με ανθρώπινο αίμα, ενώ φορούν κυνόδοντες, αποφεύγουν το φως του ήλιου και κοιμούνται ακόμα και μέσα σε φέρετρα. Μάλιστα προκειμένου να τραφούν τα μέλη αυτής της κοινότητας, έχει δημιουργηθεί μια άλλη κοινότητα με δωρητές αίματος.

Στρέφοντας τη προσοχή μας σε μερικές από τις πολλές εσωτερικές θεωρίες σχετικά με τους βρικόλακες, ο Ελίφας Λεβί στο βιβλίο του «Ιστορία της Μαγείας» αναφέρεται σε αυτούς ως le somnambule de la tombe (υπνοβάτες του τάφου) και στο «Δόγμα και Τελετουργικό της Υψηλής Μαγείας» αναφέρει ότι μετά το θάνατο, το θείο πνεύμα που κινούσε τον άνθρωπο επιστρέφει στα ουράνια αφήνοντας πίσω δύο πτώματα, ένα γήινο και ένα εναέριο. Το πρώτο είναι αδρανές και το δεύτερο κινείται από αστρικές δυνάμεις, καταδικασμένο να πεθάνει απορροφημένο από την ίδια δύναμη που το δημιούργησε. Το 7αστρικό πτώμα ενός ανθρώπου που είχε καλή ζωή διαλύεται γρήγορα, ενώ εκείνο που ανήκει σε κάποιον που ήταν σκληρός και υποκείμενο των παθών του, συνεχίζει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, συμβαίνουν δύο θάνατοι, ένας του φυσικού σώματος και ένας δεύτερος του αστρικού (συναισθηματικού σώματος). Μερικές φορές το αστρικό σώμα, υποκινούμενο από έντονη επιθυμία χρησιμοποιεί το πτώμα σαν γέφυρα, ώστε να απορροφήσει ζωτική δύναμη που θα το διατηρήσει στη ζωή.

Στη Θεοσοφική Εταιρεία, τα δύο κλασσικά κείμενα που έχουν γραφτεί για βρικόλακες, είναι από τον Χένρι Στηλ Όλκοττ, «Ο Βρικόλακας» (1891) και από τον Φραντζ Χάρτμανν, «Μία Αυθεντική Ιστορία Βρικόλακα» (1909), αλλά η Μπλαβάτσκυ αναφέρεται στο θέμα σε κάποια κομμάτια βιβλίων ή άρθρων, όπως: «Σκέψεις για τα Στοιχειακά» (28), «Σημειώσεις για τη Σύγχρονη Αιγυπτιακή Θεοσοφία» (29), «Κινούμενα Αγάλματα»(30), «Ίσιδα Αποκεκαλυμμένη» (31) κ.α. Ο Όλκοττ περιγράφει τον αστρικό βρικόλακα σαν ένα διπλό-φάντασμα ή μία ημι-υλοποιημένη μορφή που βγαίνει από τον τάφο και απορροφά ζωτική ενέργεια, ακόμα και πραγματικό αίμα, κάποιες φορές, από τα θύματά του, συντηρώντας το πτώμα από την αποσύνθεση μέσω ενός είδους μετάγγισης. Σύμφωνα με τις θεοσοφικές διδασκαλίες του 19ου αι. το αστρικό σώμα είναι μία άυλη μορφή που επιζεί μετά το θάνατο του φυσικού σώματος. Είναι ένα είδος ειδώλου της προσωπικότητας που έχει πεθάνει στον υλικό κόσμο, της οποίας η επιβίωση εξαρτάται από την ένταση των επιθυμιών που είχε το συγκεκριμένο άτομο στη διάρκεια της υλικής του ζωής. Αυτή η άυλη μορφή είναι καταδικασμένη να σβήνει σταδιακά μέχρι να γίνει μία κινούμενη σκιά αυτού που κάποτε ήταν ένας άνθρωπος. Η οντότητα αυτή μπορεί να επιστρέψει πίσω στους αγαπημένους της μέσω της έλξης που της ασκούν οι έντονες επιθυμίες των επιζώντων φίλων και συγγενών της, ή μέσω πρακτικών που ασκούν διάμεσα ή νεκρομάντεις. Οι Θεόσοφοι θεωρούν ότι από τη στιγμή που το θυμικό σώμα μάθει το δρόμο του πίσω στα εν ζωή σώματα, γίνεται ένας βρικόλακας που τρέφεται από τη ζωτικότητα αυτών που τον επιζητούν έντονα. Μία άλλη τάξη βρικολάκων είναι τα στοιχειακά που σύμφωνα με τη Μπλαβάτσκυ έλκονται από το αίμα. Η άποψη της Ντιόν Φόρτσουν δεν διαφέρει πολύ από τα παραπάνω, αφού σύμφωνα με αυτήν, ένας αστρικός βρικόλακας δημιουργείται όταν ένας παντοδύναμος μάγος αρνείται να δεχτεί τον «δεύτερο θάνατό» του, ή το θάνατο του αστρικού κελύφους. Το αστρικό κέλυφος είναι ουσιαστικά το ίδιο όχημα που προβάλλει κάποιος που κάνει ένα αστρικό ταξίδι και σύμφωνα με τις απόψεις της Φόρτσουν, είναι φυσικό να αναλώνεται λίγο μετά το θάνατο του υλικού σώματος. Εάν αυτό το αστρικό κέλυφος θέλει να συντηρηθεί πρέπει να απορροφά ζωτική ενέργεια από τους ζωντανούς, γινόμενο έτσι ένας αστρικός βρικόλακας. Εν συντομία, οι εσωτεριστές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τα εξής είδη βρικολάκων: οι ψυχικοί που χωρίζονται στους αστρικούς, των οποίων ο τρόπος δράσης εξηγήθηκε παραπάνω, και τους μαγνητικούς, οι οποίοι είναι ζωντανοί άνθρωποι που σαν ψυχικά σφουγγάρια, συνειδητά ή ασυνείδητα, απορροφούν ζωτική ενέργεια από άλλους ανθρώπους γύρω τους. Υπάρχουν ακόμα οι στοιχειακοί βρικόλακες, πλάσματα που είναι σκεπτομορφές ή μη ανθρώπινες οντότητες, ακόμα και δαίμονες, που συντηρούνται με ανθρώπινο αίμα και οι τεχνητοί βρικόλακες που δημιουργούνται από μάγους για να εξυπηρετήσουν σκοτεινούς σκοπούς. 

Η άρνηση της πραγματικότητας του θανάτου και του αφανισμού είναι κοινό χαρακτηριστικό θρησκευτικών και εσωτερικών συστημάτων, παρά το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητήσει τη φύση αυτής της πραγματικότητας. Γιατί φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλα επίπεδα ύπαρξης τα οποία θεωρούμε πραγματικά, όμως στην ουσία δεν ανήκουν στον κόσμο της μορφής αλλά στον αφηρημένο πλατωνικό κόσμο των ιδεών, όπως για παράδειγμα οι αριθμοί. Σίγουρα δεν θα διαβάσουμε ποτέ σε μία εφημερίδα ότι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τον αριθμό ένα κατά τη διάρκεια εκσκαφών. Γιατί ο αριθμός ένα, το δύο ή το τρία κλπ, βρίσκονται παντού και πουθενά, ανήκουν στο βασίλειο του νου και εφόσον μπορεί ο νους να τους συλλάβει, υπάρχει η πιθανότητα να υπάρχουν σε ένα πεδίο διαφορετικό από αυτό του στέρεου κόσμου της μορφής που γνωρίζουμε. Από αυτή την άποψη οτιδήποτε μπορεί αφηρημένα να συλληφθεί από τον νου, υποτίθεται ότι υπάρχει στο αντίστοιχο πεδίο της φαντασίας. Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν σχετικά με το πόσο ζωντανό και πραγματικό είναι αυτό το πεδίο, αλλά σίγουρα χωρίς τους αριθμούς η επιστήμη δεν θα μπορούσε να προοδεύσει και πολλά φαινόμενα δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν. Οι αριθμοί δεν υπάρχουν στον φυσικό κόσμο αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν σε διαφορετική μορφή από τις κοινές και γνωστές σε εμάς. 

Συμπερασματικά, μέχρι τώρα δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξη οντοτήτων όπως οι βρικόλακες, οπουδήποτε αλλού εκτός της ανθρώπινης φαντασίας. Δεν απαιτείται όμως ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταλάβει κανείς γιατί οι σύγχρονοι βρικόλακες καταλαμβάνουν τη πρώτη θέση δημοτικότητας μεταξύ των φανταστικών πλασμάτων. Χαρακτηριστικά όπως η αιώνια ζωή, η μη γήρανση, οι υπνωτιστικές και σαγηνευτικές δυνάμεις, είναι φυσικά πολύ ελκυστικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αισθητική του σύγχρονου βρικόλακα γίνεται μία φανταστική διαφυγή από το μακάβριο, ένας φανταστικός τρόπος για την επίτευξη της αιώνιας ζωής, με ένα όμως υψηλό τίμημα, την απώλεια της ψυχής, σύμφωνα τουλάχιστον με θεολογικές και εσωτερικές θεωρήσεις.

 


 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑ

1. Όταν ήταν πραγματικά κακός κατά τη διάρκεια της υλικής του ζωής.

2. Όταν μία γάτα πηδήξει πάνω από το πτώμα του.

3. Όταν πέσει θύμα φόνου.

4. Όταν έχει διαπράξει αυτοκτονία.

5. Αν έχει φάει, εν γνώσει του ή όχι, κρέας από ένα πρόβατο που έχει σκοτωθεί από λύκο.

6. Αν πεθάνει αβάπτιστος.

7. Αν έχει αφοριστεί από την εκκλησία.

8. Αν τον έχουν καταραστεί συγγενείς.

9. Όταν το έχουν καταραστεί ως αιρετικό.

10. Όταν είναι παιδί που έχει συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου) μία ιερή ημέρα, ακριβώς εννέα μήνες πριν τα Χριστούγεννα.

11. Αν είναι θύμα μάγου.

12. Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι άνθρωποι με κόκκινα μαλλιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι και μπορούν ευκολότερα να σηκωθούν από το τάφο τους (32).

 

ΤΡΟΠΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

 1. Τοποθετώντας κέρματα στα μάτια του νεκρού. Τα λεφτά χρειάζονται για να πληρωθεί ο Χάροντας και να μεταφέρει την ψυχή στον Άδη. Από τη στιγμή που η ψυχή βρεθεί εκεί δεν μπορεί να επιστρέψει στο κόσμο των ζωντανών.

 2. Καλύπτοντας τους καθρέπτες του σπιτιού στο οποίο θρηνούν το σώμα του νεκρού. Οι καθρέπτες θεωρούνται κλέφτες ψυχών. Εάν ένα πτώμα καθρεπτιστεί τότε η ψυχή του θα παγιδευτεί στο κόσμο των ζωντανών και μπορεί να γίνει βρικόλακας.

 3. Τοποθετώντας ένα αναμμένο κερί κοντά σε ένα πτώμα ή στα χέρια του. Με αυτό τον τρόπο η ψυχή δεν χάνεται μέσα στο σκοτάδι και βρίσκει το δρόμο για να επιστρέψει στον ουρανό. Έτσι δεν γίνεται βρικόλακας.

 


 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ & ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

(1) Rank, Otto (1884-1939), ψυχολόγος και ψυχαναλυτής.

(2) Piven, Jerry. Psychology of Death and Fantasy, Praeger 2004.

(3) Delumeau, Jean. Sin and Fear, The Emergence of a Western Guil Culture 13th-18th Centuries, Translated by Eric Nicholson. St. Martin’s Press, Inc. 1990.

(4) Nέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν. Χρ. Γιοβάνη. Γ’ Εκσυγχρονισμένη Έκδοση.

(5) Έτσι ονομάζονταν όλοι οι Ιουδαίοι που επανάστησαν εναντίων των Σελευκίδων.

(6) Όπ. 3.

(7) Laycock, Joseph. Vampires Today: The Truth About Modern Vampirism, Praeger, 2009.

(8) Σε αυτό το άρθρο αναφέρομαι μόνο στον όρο «Βρικόλακας» και όχι στο «Βαμπίρ». Για τον λόγο αυτόν δεν υπάρχουν αναφορές για τον τελευταίο.

(9) Γεννημένος στη Χίο.

(10) Hartnup, Karen. On the beliefs of the Greeks: Leo Allatios and popular Orthodoxy. Brill Academic Publishers, 2004.

(11) Ό.π.

(12) Ερμηνείες για τον όρο «Βρικόλακας» από το Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, Τ. 4, ΗΛΙΟΥ.

(13) Pausanias. Description of Greece, x.12 edited with commentary and translated by Sir James Frazer, 1913. Plutarch, Pythia Oracle.

(14) Suda On Line, Byzantine Lexicography: http://www.stoa.org/sol/

(15) Philostratus. The Life of Apollonius of Tyana, tr. F.C Conybeare, Harvard University Press, 1912.

(16) Proclus. In Platonis Rem Publicam Commentarii.

(17) Hansen, William. Phlegon of Tralles, Book of Marvels, University of Exeter Press; 1997.

(18) Όπ. 15.

(19) Bunson, Matthew. The Vampire Encyclopedia, Gramercy. 2000.

(20) Wright, Dudley, Book of Vampires. Dover Publications, 2006.

(21) Calmet, Augustin, Dissertations sur les apparitions des anges, des demons et des esprits, Philadelphia TK & PG Collins Printers, 1850.

(22) «Relation d'un Voyage au Levant» (1717).

(23) Δείτε: http://www.shroudeater.com/cmykonos.htm

(24) Din, Akhtar, Mohi-ud. A fresh approach to the history of Kashmir: Source material mainly drawn from the Kashmiri language. Book Bank, 1998.

(25) Burton , Richard, Vikram and The Vampire Classic Hindu Tales of Adventure, Magic, and Romance, 1870.

(26) Neel, Alexandra, David, Magic and Mystery in Tibet. Book Tree, 2000.

(27) Απιναζές, Φυλή Ινδιάνων της Νοτίου Αμερικής, Βραζιλία.

(28) Lucifer, 1890.

(29) Journal of The Theosophical Society, Vol. I, No. 2, February, 1884, pp. 36-37.

(30) The Theosophist, Vol. VIII, No. 86, November, 1886, pp. 65-73.

(31) Vol I pg 368.

(32) Broster, Joan A., Amagqirha, Via Afrika, Johannesburg, 1981.