Χ. Φ. Λάβκραφτ | Γιάννης Μπρούσαλης

 Γιάννης Μπρούσαλης


 Άπνοια.

Δεν κινείται φύλλο, κυριολεκτικά. Αφόρητη ζέστη. Όλη η πόλη βυθισμένη σε ένα θερμό και πηχτό ύπνο και την κάθε στιγμή βουλιάζει ολοένα και πιο βαθειά σε μια μαζική και ταυτόχρονα ατομική ονειροχώρα. Το ρολόι μετρά εκατόν είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα και η κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη είναι η μόνη που μπορεί να ανανεώσει κάπως τον αέρα. 

Το pc ανοιχτό, δείχνει μια φωτογραφία του Λάβκραφτ – γνωστή σε πολλούς - με το μαύρο του κουστούμι, την γραβάτα του, κόντρα ξύρισμα και το χαρακτηριστικό χτένισμα του καιρού του, με έναν μικρό προγναθισμό, έντονα ζυγωματικά και μεγάλα μάτια. Με μια φυσιογνωμία πραγματικά αξιομνημόνευτη και εξοπλισμένος με φαντασία και πηγαίο συγγραφικό ταλέντο, είναι να απορεί κανείς πως αυτός ο άνθρωπος και το έργο του πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα όσο ήταν στη ζωή. 

Άνοιξα ένα κουτάκι μπύρα, γέμισα τα πνευμόνια μου με καπνό και στη συνέχεια τον άφησα να χρωματίσει την ατμόσφαιρα. Για λίγη ώρα σκέφτηκα πως θα μπορούσα να κάνω το δευτερολεπτοδείκτη να γυρνά πιο γρήγορα σαν ανεμιστηράκι αλλά φοβήθηκα μήπως επηρεάσω το χρόνο και γρήγορα εγκατέλειψα αυτές τις σκέψεις. Πρέπει να συνεχίσω να γράφω, μα δεν ξέρω πώς. Έχω κολλήσει. Δεν γίνεται να δώσω σε άλλους να διαβάσουν κάτι που θεωρώ βαρετό και έτσι παίρνω την απόφαση να το διαγράψω. Ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη και μένω να κοιτώ την προαναφερθείσα φωτογραφία. 

1Πρέπει να το ομολογήσω. Τον συμπαθώ πάρα πολύ τον Χάουαρντ. Από τότε του διάβασα «Τα βουνά της τρέλας» και «Τα όνειρα στο σπίτι της μάγισσας». Είναι κάποιοι άνθρωποι που μου γίνονται συμπαθείς αμέσως μόνο από την εικόνα, έτσι και ο Χάουαρντ, όπως και ο Χίτσκοκ. Ο μαίτρ του σασπένς, όμως, γνώρισε δόξες και τιμές καθώς ήταν αυτό που κάποιοι αποκαλούν, πετυχημένος και δημοφιλής, ενώ ο συγγραφέας από το Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ πέρασε μια ζωή στην αφάνεια και στο μαρασμό, κερδίζοντας τα προς το ζην σαν ghost writer και με σποραδικές χρηματικές βοήθειες από συγγενείς του. 

Αυτός ο μαίτρ του απόλυτου τρόμου είναι άδικο να ζει δειλά και με έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλά αυτού του είδους η ζωή είναι ίσως συνηθισμένη σε ανθρώπους που μεγάλωσαν με την απουσία της πατρικής φιγούρας και σε αυτό το σημείο - της ορφάνιας δηλαδή - είναι που η ζωή του παρουσιάζει τρομακτικές ομοιότητες με αυτήν του Νίτσε που έμεινε από νωρίς και αυτός ορφανός από πατέρα, για να γίνει ο φιλόσοφος του μηδενισμού, ενώ ο Χάουαρντ έγινε ο θεμελιωτής και ο κυριότερος εκπρόσωπος του μηδενιστικού τρόμου. 

Εικασίες, πάλι αναλώνομαι σε εικασίες ενώ η αφόρητη ζέστη με γεμίζει με ιδρώτα. 

Ας είναι, σκέφτομαι. 

Εγώ έτσι θέλω να τον φαντάζομαι, αυτόν τον, πάλαι ποτέ ένοικο του μεγάλου σπιτιού στην οδό Έιντζελ, που έχασε και τον παππού του – που τους στήριζε οικονομικά - και αυτός ο θάνατος τους ανάγκασε να μετοικήσουν πάλι στην ίδια οδό, αλλά αυτήν την φορά σε ένα οίκημα με πολύ λιγότερες ανέσεις. Αυτό το παιδί-θαύμα που δεν απέκτησε ποτέ πανεπιστημιακή μόρφωση (ίσως γι’ αυτό το πανεπιστήμιο Miscatonic έχει τόσο έντονη παρουσία στα έργα του), πάντα φοβισμένο, ορφανό, παράταιρο, μας άφησε μιαν απόκοσμη οπτική των πραγμάτων. 

Είναι εμφανής η έλλειψη του ερωτικού και του ηρωικού στοιχείου στα έργα του και προσωπικά, πολύ φοβάμαι, και στον ψυχισμό του. Δεν υπάρχει ήρωας ικανός να αντιπαλέψει τις δυνάμεις που περιγράφει, αφού και μόνο η σύντομη θέασή τους, οδηγεί στην τρέλα και στο θάνατο. 

Για μια φορά ακόμη είναι τρομακτική η ομοιότητα με τον Νίτσε όταν ο τελευταίος μίλησε για τη θέαση της αβύσσου. 

2Ήταν άδικο για αυτόν να πουν κάποιοι – όταν βρέθηκε το έργο του κρυμμένο σε συρτάρια – πως ήταν απλά κάποιος που έγραφε για τέρατα και αυτοί οι κάποιοι, δυστυχώς, να είναι λογοτέχνες. Ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψεις περίφημες ιδέες είναι να τις κρύψεις πίσω από εικόνες και να αφήσεις την κριτική σκέψη και την φαντασία του αναγνώστη να συλλάβει τη συλλογιστική σου. Ίσως η αναζωπύρωση της φαντασίας να είναι ο καλύτερος τρόπος ενστάλαξης αρχετυπικών ιδεών, αισθημάτων και εικόνων, απέναντι σε έναν αναγνώστη που προσπαθεί να διευρύνει ειλικρινά την συνειδητότητά του. 

Εικασίες, ξανά εικασίες. 

Ενδείξεις μόνο, όχι αποδείξεις. 

Ας είναι. 

Ακόμα και οι πιο αδέξιες προσπάθειες για να εξιχνιάσεις ένα αίνιγμα, όπως κάνει ένας συγγραφέας τέτοιου βεληνεκούς, έχουν την γοητεία τους, επαναλαμβάνω συνέχεια στον εαυτό μου για να τον παρηγορήσω. Ο Νίτσε αναγκάστηκε να δημιουργήσει ένα Ζαρατούστρα για να δώσει στον εαυτό του ένα εφόδιο και μια παρηγορητική νοητική εποπτεία, για να μπορέσει να αντέξει, έστω και για λίγο, τη θέαση της αβύσσου, ένα Ζαρατούστρα alter ego – αντίβαρο για την βαρύτητα στην οποία είχε περιέλθει η διάνοια του και να δώσει μια υποψία ελπίδας στο ζοφερό όραμα του αιώνιου γυρισμού. 

Και ο Χάουαρντ το ίδιο έκανε με το τρελό άραβα Αμπντούλ Αλ Χαζρέντ. Με τη μόνη διαφορά ότι στο «λαβκραφτικό σύμπαν» η ελπίδα δεν υφίσταται. Οι χαρακτήρες που πάνε κάτι να ανακαλύψουν, να ξεσκεπάσουν, να αποκαλύψουν, είτε θα τρελαθούν, είτε θα πεθάνουν φριχτά. Ίσως εδώ να διαφαίνεται μια πικρία και μια κρυφή απέχθεια απέναντι στους ανθρώπους, δεν είναι λίγοι μάλιστα αυτοί που τον αποκάλεσαν μισάνθρωπο, βαρύς χαρακτηρισμός για έναν άνθρωπο πρωταθλητή της αλληλογραφίας, που αν μη τι άλλο, δείχνει μια βαθειά διάθεση επικοινωνίας. 

Έζησε και έγραψε σε μια εποχή που η αυτοματοποίηση στην τεχνολογία είχε κάνει την εμφάνισή της και ίσως μια διάνοια σαν την δική του να προέβλεψε την καρικατούρα του σύγχρονου ανθρώπου, του πλήρως αποκομμένου από την φύση, του θετικιστή, του υλιστή, του διασπαστή του ατόμου που το βαθύ και ανομολόγητο μυστικό του είναι πως ακόμη δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνος, χωρίς την παραμικρή υποψία φωτός στο δωμάτιο. Ίσως η ασταθής και τρομακτική σύσταση των οντοτήτων που περιγράφει δεν θέλει να δείξει τίποτα άλλο από την ρευστή, και γιατί όχι, τρομακτική εικόνα που είχε - έχει για την φύση ο πρωτόγονος-σύγχρονος άνθρωπος. 

Λάτρευε τη γενέτειρα του. 

Για λίγα χρόνια την άφησε για να ζήσει στο Μπρούκλιν μαζί με την γυναίκα του, για να πάρει λίγα χρόνια αργότερα διαζύγιο (συναινετικό) και να επιστρέψει στο Πρόβιντενς. 

Είναι αξιοσημείωτο πως στον τάφο του αναγράφεται η επιγραφή: I AM PROVIDENCE (Εγώ είμαι το Πρόβιντενς). Ίσως να ήξερε κάπου βαθειά μέσα του, ότι αυτός και μόνο αυτός, είναι το πνεύμα του καιρού και του τόπου του. 

Όπως μας επισημαίνουν οι ερευνητές και οι βιογράφοι του, πηγή έμπνευσης για τα διηγήματα και τις μυθιστορίες του αποτέλεσαν τα όνειρα και οι εφιάλτες του. 

Όταν η Maya λοιπόν άρει τα πέπλα της και φορά τις πυτζάμες της, ο Χάουαρντ ο ονειροδύτης μας, μας αποκαλύπτει εγγράφως μια ενύπνια εικονική απεικόνιση των τρομακτικότερων απωθήσεων και αναστολών, εφιαλτικών τοπίων, πλοκαμοειδών όντων με απίστευτη τηλεπαθητική δύναμη και παράξενων ονομάτων ή ακόμη και αρχετυπικών πόλεων όπως στην «Ονειρική αναζήτηση της άγνωστης Καντάθ» ή το όραμα της διατήρησης στη ζωή, όπως στην «Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουόρντ» ή αναβιώνουν λατρείες της αρχαίας Ρώμης, όπως στο «Ποντίκια μέσα στους τοίχους» ή πως και μια λιτή φοιτητική κάμαρα μπορεί να γίνει πύλη για κάτι εξωτικό, όπως στα «Όνειρα στο σπίτι της μάγισσας». 

Καρκίνος του εντέρου και υποσιτισμός, οι αιτίες που στα 47 του έφυγε από τη ζωή. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που έγραψε το: «That is not dead which can eternal lie, and with strange aeons even death may die»1 να πεθαίνει τόσο νέος. 

Απίστευτη ρήση. Αποτυπώνεται απ’ ευθείας στη μνήμη. 

Ούτε να διανοηθώ δεν μπορώ, το μέγεθος της έμπνευσης του όταν την έγραφε. Πιστεύω πως και ο ίδιος ο Σαίξπηρ θα ζήλευε την δυναμική της. Μπορεί και ο Πόε, ο ποιητής του κορακιού με τη σπαρακτική σκληρότητα και την ωμή ειλικρίνεια του κρωξίματος Nevermore, να ζήλευε τη φράση αυτή που έμελε να γίνει πλέον κλασσική. 

Πόσες φορές να είχε διαβάσει «Το Κοράκι» ο Χ.Φ.; 

Πόσο να πικράθηκε όταν αντιλήφθηκε το αμετάκλητο του «ποτέ πια» και να στράφηκε στη λογοτεχνία σαν όργανο υστεροφημίας, σαν μια νίκη επί της λήθης και του θανάτου; 

Εικασίες και ενδείξεις. 

Δεν λύνεται αυτό το αίνιγμα. 

Λογοτεχνία της φυγής, σάρκασαν κάποιοι. Κάποιοι που ποτέ δεν θα καταλάβουν πως όποιος φεύγει γυρνάει.

Ξημέρωσε. 

Ακόμα όρθιος. 

Ανάβω το πρώτο τσιγάρο στο φώς του ήλιου. 

Σταματάω να σκέφτομαι και βγαίνω έξω. 

Απίστευτη κίνηση. 

Σιγοτραγουδώ. 

«Φαντασία μου πλανεύτρα, είσαι η πιο μεγάλη ψεύτρα.»  


 (1) «Δεν είναι νεκρό αυτό που μπορεί να ψεύδεται αιωνίως, και σε περίεργους αιώνες, ακόμα και ο θάνατος μπορεί να πεθάνει.»